Το μεγαλείο της γλυπτικής

27 Ιουλίου 2020

Η γλυπτική, από την ίδια της τη φύση, εκπληρώνει το υψηλότερο όραμα τής τέχνης: Τη νίκη επί τού χρόνου, την υπέρβαση τής φθοράς και τού θανάτου, την αιωνιότητα, τη διάρκεια. Παραδίδει τη ζωή και την ιστορία στη δύναμη τής μνήμης. Μνημειώνει ο, τι αξίζει να διασωθεί από τη λήθη (εξ ου και «μνημειακός», «μνημείον»). Οι αρχαίοι έλληνες την είχαν αναγάγει σε εκπαιδευτικό θεσμό τής πόλεως. Τίποτε δεν εκφράζει εγκυρότερα και πυκνότερα τους δημοκρατικούς θεσμούς από την τέχνη τής γλυπτικής.

Η Μεσόγειος, και ιδιαίτερα η πατρίδα μας, η Ελλάδα, υπήρξε το λίκνο τής γλυπτικής. Όλα ευνόησαν την άνθησή της. Το κλίμα, το αιθέριο φως, ο ήλιος που καθοδηγεί τη σμίλη να μην προδώσει το υλικό, ο ήλιος που, όπως έλεγε ο Αντουάν Μπουρντέλ, καταγγέλλει την «τακτική» γλυπτική. Η πρώτη ύλη, τα διαφανή ευγενή μάρμαρά τής Ελλάδος, υπήρξαν μια άλλη πρόκληση για τους τεχνίτες. Στοιχεία τής φύσης, οι άνεμοι, τα κύματα πρότειναν τα δικά τους χειροποίητα έργα, τα δικά τους γλυπτικά προστάγματα ως πρότυπα: «Αετωματικά βουνά», όπως τα έβλεπε ο Ελύτης, «και βράχια άλλα, έκπληκτα, γλαφυρά, και μερικές ελιές βασανισμένες και ανεμοδαρμένες και ξύλα θαλάσσια και βότσαλα  λειασμένα από χιλιάδες χάδια  φιλιά και μαστιγώματα τής θάλασσας».

 Η γλυπτική δεν είναι ωστόσο θυγατέρα τής φύσης. Η γλυπτική γεννιέται από το θάνατο. Από το τραγικό βίωμα τού θανάτου, από τη συνείδηση τού χρόνου και τής φθοράς, από τη ροή του και όσα συνεπάγονται για τα έμβια όντα, από μια βαθιά, ριζιμιά , ζωική ορμή να αντισταθούμε στη φθορά, να νικήσουμε το θάνατο, από όλα αυτά γεννιέται η γλυπτική. Από την ίδια ασυνείδητή ανάγκη γεννήθηκε και η θρησκεία. Γι’ αυτό, θρησκεία και τέχνη είναι αυτάδελφες. Συνυπάρχουν, συν-ωριμάζουν και ίσως συν- αποθνήσκουν. Και καθώς η γλυπτική αντέχει περισσότερο στην αναμέτρηση με το χρόνο, γίνεται σχεδόν ο αποκλειστικός μάρτυρας τού διαλόγου των θνητών με το θείο.

 Η γλυπτική είναι η τέχνη τού Δήμου, της πολιτείας. Ιδού ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε την τέχνη τής γλυπτικής στην Ελλάδα: οι θεσμοί. Γιατί, όπως διακήρυττε ο Πλάτων στην Πολιτεία, «ουδαμού κινούνται μουσικής ροπής άνευ πολιτικών νόμων των μέγιστων» (Πλάτων, Πολιτεία, 424C). Ένα επίγραμμά τού Μελέαγρου από την Παλατινή Ανθολογία μας διδάσκει ότι ο καλλιτέχνης για να φτάσει να προτείνει μια νέα μορφή θα πρέπει πρώτα να αλλάξει «το πνεύμα των φρενών»: «Ου λίθων, αλλά φρενών νεύμα μεταρρυθμίσας» (Παλατινή ανθολογία, 12, 57). Η δυναμική εξέλιξη των θεσμών στην αρχαία Ελλάδα, οδηγεί το πολίτευμα από την ολιγαρχία στη δημοκρατία, με τελεολογική και πρωτοφανή στην ιστορία τής ανθρωπότητας ρώμη, μεταβάλλει το πνεύμα και τη λειτουργία τής γλυπτικής: ο θρησκευτικός της χαρακτήρας υποχωρεί ή συνυπάρχει μ’ ένα καινούργιο προορισμό, τον πολιτικό .

Η γλυπτική δημιούργησε μια δεύτερη κοινή γλώσσα, μετά τη μητρική λαλιά, την ελληνική. Μια γλώσσα μορφών και συμβόλων που την καταλαβαίνουν όλοι. Τέσσερις ήταν οι θεσμοί που εξασφάλιζαν τη συνείδηση τής κοινής καταγωγής στους κατοίκους τής ελληνικής χερσονήσου και των αποικιών, αν και ξεχώριζαν διαφορετικά πολιτεύματα και συμφέροντα, τα οποία τους έφερναν συχνά αντιμέτωπους: η γλώσσα, η θρησκεία, οι πανελλήνιοι αγώνες και η τέχνη. Η τέχνη, και κατεξοχήν η τέχνη τής γλυπτικής, διασφάλιζε την κυκλοφορία μύθων, πίστεων, δοξασιών, μορφών, επιβάλλοντας πάνω από τις διάφορες μιαν ιδανική πατρίδα ενοικημένη από θεούς και ήρωες. Μιαν ιδανική πατρίδα όπου βασίλευε η ειρήνη, η αρμονία και η ομορφιά, σύγχρονες τής τέχνης.

 Η γλυπτική διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, που ήταν η μέγιστη πανελλήνια αθλητική διοργάνωση τής αρχαίας Ελλάδας. Η ίδια η μορφή τής αρχαίας ελληνικής τέχνης προσδιορίστηκε από τη σχέση της με το αθλητικό ιδεώδες. Η αρχαία τέχνη είναι πλημμυρισμένη από τα εράσμια γυμνά και γυμνασμένα νεανικά σώματα των νικητών των πανελληνίων αγώνων. Τα αγάλματα τους ανατίθονταν στα ιερά άλση που περιέβαλλαν τα στάδια και τα γυμναστήρια για να μνημονεύουν εσαεί το κορυφαίο γεγονός τής ζωής τους, την ολυμπιακή νίκη, και για να προσφέρουν αγαλλίαση στους θεούς με την ομορφιά τους («άγαλμα» από το «αγάλλομαι», «χαίρομαι»).

 Η τέχνη τής γλυπτικής που αναπτύχθηκε επί 2000 χρόνια σε αυτή την ευλογημένη γεωγραφική περιοχή αντιπροσωπεύει μια διαχρονία, που σηματοδοτείται από δεκάδες ορφικές και στυλιστικές διακυμάνσεις. Πρόκειται για ένα απέραντο «φανταστικό μουσείο» που συστεγάζει χωρίς προκατάληψη τα κυκλαδικά ειδώλια, τόσο μοντέρνα στο στυλ. Η πλαστική λιτότητα τους, με τις φυσιοκρατικές χυμώδεις θεότητες των Μινωιτών και τα σχηματοποιημένα αφιερώματα των Μυκηναίων. Στο ίδιο «μουσείο» συγκατοικούν οι νευρώδεις ψηλόκορμες γεωμετρικές μορφές με τους επιβλητικούς αρχαϊκούς Κούρους και τις χαριτωμένες ιωνικές Κόρες, τα αγάλματα τού αυστηρού ρυθμού με τα αριστουργήματα τού Φειδία, η Ολυμπία και ο Παρθενώνας, ο Πολύκλειτος, ο Λύσιππος και ο Πραξιτέλης, αλλά και τα έργα τής ύστερης μεγάλης αναλαμπής τής ελληνιστικής αρχαιότητας: η νίκη τής Σαμοθράκης, η Αφροδίτη τής Μήλου, ο Λαοκόων.