Γέροντας Αβέρκιος, Ένα παιδάκι του έλυσε το πρόβλημα και αμέσως εξαφανίστηκε!

19 Αυγούστου 2020

Ο Γέροντα Αβέρκιος (με το μπαστούνι) και η συνοδία του: Διάκονος Διόνυσιος, μοναχός Χαράλαμπος, διάκονος Νικηφόρος (επάνω αριστερά) και μοναχός Κοσμάς.

Για λίγο καιρό επεκράτησε στο Άγιον Όρος ηρεμία [μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση του Αγίου Όρους]. Στη συνέχεια έγινε η έναρξη του πρώτου πανευρωπαϊκού πολέμου [Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος].

Οι σύμμαχοι τότε έκαναν αποκλεισμό στην Ελλάδα και η πείνα άρχισε να γίνεται ολοφάνερη στο Άγιον Όρος, κυρίως στους κελλιώτες και σκητιώτες, διότι οι περισσότερες μονές είχαν τα μετόχια τους.

Τότε η επιτροπή της Κελλιωτικής Αδελφότητας, βλέποντας την κατάσταση, εξέλεξαν τον μοναχό Χρυσόστομο Λαυριοκελλιώτη και τον μοναχό Αβέρκιο, τους οποίους και εφοδίασαν με χρήματα και πιστοποιητικά της Αδελφότητας, επικυρωμένα από την αστυνομία, και τους έστειλε στην Αθήνα, για να επιτύχουν αγορά σίτου για το Άγιον Όρος.

Ο αποκλεισμός ήταν στενός και υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου. Οι σύμμαχοι επέτρεπαν μόνον ένα ατμόπλοιο να εκφορτώνει για ολόκληρη την Ελλάδα. Μέσω της κυβερνήσεως Γούναρη, οι δυο μοναχοί δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την προμήθεια.
Βρήκαν μετά και παρεκάλεσαν τον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος δια προσωπικής του ενεργείας προς τους πρεσβευτάς Αγγλίας και Γαλλίας, επέτυχε να προμηθευθούν 160.000 οκάδες, ειδικά για το Άγιον Όρος.
Αργότερα διηγείτο ο Γέροντας Αβέρκιος, ότι από τη μία είχαν χαρά μεγάλη για την ευλογία αυτή της Παναγίας, από την άλλη όμως είχαν τη δυσκολία, που να βρουν άμεσα τόσα σακιά, για να τοποθετήσουν τόσο όγκο σίτου.

«Περπατούσα στους δρόμους του Πειραιά στενοχωρημένος και κάνοντας κομβοσχοίνι στους Αρχαγγέλους, να μου λύσουν αυτή την δυσκολία και να βρεθούν τα σακιά που χρειάζονταν. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι μιας πλατείας ευχόμενος.
Με πλησιάζει ένα μικρό παιδί και μου λέει:
– Παππούλη, φαίνεσαι στεναχωρημένος.

Του εξηγώ τότε την υπόθεση, ότι μη γνωρίζοντας τον Πειραιά, δεν ήξερα που να αποτανθώ, και όσους ρώτησα δεν ήξεραν.

– Μη στενοχωριέσαι, μου λέει, και μου έδειξε ένα μαγαζί ακριβώς απέναντι.
– Εκεί θα βρεις όσα σακιά θέλεις.

Και με τον λόγο του αυτό έγινε άφαντο από μπροστά μου το μικρό παιδί. Πράγματι, όχι μόνον βρήκα όσα σακιά ήθελα, αλλά μας τα έδωσαν και ευλογία».

Έλαβαν το σιτάρι, αλλά μέχρι να έρθουν στο λιμάνι της Δάφνης, υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και επιθέσεις από τον γερμανικό στρατό. Δια θαύματος σώθηκαν από βέβαιο θάνατο, από τις τορπιλίσεις των γερμανικών αεροπλάνων στην Καβάλα. Τελικά επέστρεψαν με αυτόν τον θησαυρό. Η Κελλιωτική Αδελφότης διένειμε το σιτάρι και σώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από την πείνα.

 

Απόσπασμα από το κείμενο του Μοναχού Παισίου Καρεώτη του Ιερού Κελλίου Αρχαγγέλων-Αβερκαίων με τίτλο, “Γέρων Αβέρκιος Καρεώτης, (1872-1943)”, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πρωτάτον”, τ. 115, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009.