Ελληνική Κτηνοτροφία: σημερινή κατάσταση & προοπτικές ανάπτυξης

19 Σεπτεμβρίου 2020

ktino_up

Παρόλο που η κτηνοτροφία συμβάλλει καθοριστικά στην περιφερειακή αγροτική ανάπτυξη και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού στην ύπαιθρο, το ποσοστό απασχόλησης στη ζωική παραγωγή στη χώρα μας εξακολουθεί να κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα.

Γράφουν οι γεωπόνοι: Αγγελική Κούτρου-Αυγουλά και Χρήστος Αυγουλάς

Η επί 30 και πλέον χρόνια εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δεν μπόρεσε να βελτιώσει το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου στον αγροτικό τομέα το οποίο διαμορφώνεται (στοιχεία έτους 2009) σε 6.494.000.000 ευρώ, αξία εισαγωγών, έναντι 4.157.000.000 ευρώ, αξία εξαγωγών, γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη εθνικής στρατηγικής για την αναγκαία στοχευμένη, προς την κατεύθυνση αυτή, ανάπτυξη του τομέα.

Στη διαμόρφωση των μεγεθών αυτών πρωταρχικό ρόλο κατέχουν οι εισαγωγές κρέατος και των παρασκευασμάτων του, όπως και η συμπλήρωση του εφοδιασμού της ελληνικής αγοράς σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η εξέλιξη αυτή για δεκαετίες δεν εντάχθηκε σε ένα συστηματικό προγραμματισμό οργάνωσης και προώθησης όλων των επιμέρους κλάδων του κτηνοτροφικού τομέα της χώρας, ανάλογα με το ειδικό βάρος αλλά και τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα διέθεταν.

Η παρούσα οικονομική συγκυρία αλλά και οι ανακατατάξεις στο διατροφικό πεδίο που συνδέονται άμεσα με την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μεγάλων πληθυσμιακών τμημάτων του πλανήτη (Ινδία, Κίνα, χώρες Αφρικανικής Ηπείρου, κλπ.) και η στροφή στην επιλογή προϊόντων υψηλής διαιτητικής αξίας προκάλεσαν και επέβαλαν παγκόσμια την επιστροφή στην επισιτιστική ασφάλεια.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα καλείται πλέον να εντείνει τις προσπάθειές της στο παραγωγικό πεδίο του πρωτογενούς τομέα και η θέση αυτή ενισχύεται από την εξελισσόμενη χρηματοπιστωτική κρίση.

Τώρα λοιπόν περισσότερο από κάθε άλλη χρονική στιγμή επιβάλλεται η εκπόνηση ενός εθνικού ρεαλιστικού Σχεδίου Ανόρθωσης της Ελληνικής Κτηνοτροφίας.

Ενός σχεδίου που πρέπει να διαμορφωθεί από το επίσημο κράτος σε συνεργασία με τους stakeholders (ενδιαφερόμενους) που θα στοχεύει στην άμεση βελτίωση της κάλυψης των εισαγόμενων ζωοκομικών προϊόντων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφικής παραγωγής, στη διάθεση στον καταναλωτή ασφαλών και ει δυνατόν επώνυμων προϊόντων, στην πλήρη αξιοποίηση των επιμέρους συγκριτικών πλεονεκτημάτων για κάθε επιμέρους κλάδο παραγωγής σε συνδυασμό με έναν επικαιροποιημένο χωροταξικό σχεδιασμό.

Παράλληλα, η νομιμοποίηση των χιλιάδων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων που εδώ και χρόνια λειτουργούν ως αυθαίρετες, χωρίς σχετική αδειοδότηση, οφείλει να ενταχθεί στις άμεσες προτεραιότητές μας.

Νέα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία και τεχνικές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να διασφαλιστεί η κατασκευή και λειτουργία σύγχρονων σταυλικών εγκαταστάσεων προσαρμοσμένων στα δεδομένα της ελληνικής υπαίθρου και της κτηνοτροφίας.

Ποια είναι όμως σήμερα η κατάσταση των κτηνοτροφικών κλάδων στην πατρίδα μας;

Α. Αιγοπροβατοτροφία

Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί κατά την άποψή μας έναν από τους δυναμικότερους κτηνοτροφικούς κλάδους συμβάλλοντας κατά 18% περίπου στο συνολικό αγροτικό εισόδημα (εκτρέφονται περίπου 12,5 εκατ. αιγοπρόβατα) και ενισχύει τις τοπικές οικονομίες των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Ο κλάδος αυτός, εξακολουθεί να διαθέτει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς του.

Η αναμφισβήτητα υψηλή ποιότητα του παραγόμενου κρέατος που οφείλεται κυρίως σε παραμέτρους όπως το εκτατικό σύστημα εκτροφής, ο ζωικός πληθυσμός που αποτελείται κυρίως από εγχώριες φυλές αλλά και οι  χορηγούμενες ζωοτροφές αποτελούν την κεφαλαιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας μας για τον κλάδο αυτό.  Η προοπτική αυτή μπορεί να ενισχυθεί, κυρίως στις πεδινές περιοχές της χώρας, με παράπλευρες προσπάθειες για λελογισμένη ανάπτυξη συστηματικής – σταυλισμένης αιγοπροβατοτροφίας.

Αν και στις πολιτικές μας επιδιώξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να επιδιωχθεί, να χαρακτηριστεί ως βιολογική παραγωγή, το σύνολο της ελληνικής εκτατικής-ποιμενικής αιγοπροβατοτροφίας, βραχυπρόθεσμα στοχευμένες δράσεις δημιουργίας βιολογικών αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων διαφαίνεται ότι μπορούν να αναπτυχθούν με επιτυχία.

Η οικονομική σημασία του κλάδου διευρύνεται ιδιαίτερα και από την χρησιμοποίηση του γάλακτος στην παραγωγή του πλέον επώνυμου για τη χώρα μας γαλακτοκομικού Προϊόντος Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) που είναι η φέτα, όπως επίσης και άλλων επώνυμων γαλακτοκομικών προϊόντων (πχ. διάφορων εξαιρετικής ποιότητας τυριών).

Σημειώνεται ότι οι πρόσφατες εξελίξεις, όσον αφορά την κατάκτηση της ονομασίας «φέτα» ως ελληνικού προϊόντος, με τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) το 2006 παρέχουν εγγυήσεις για το μέλλον του προϊόντος, για το οποίο είναι όμως παράλληλα απαραίτητη η συνέπεια και η συνεχής επαγρύπνηση των παραγωγών μας και των φορέων τους.

Β. Βοοτροφία

Η παραγωγή του τομέα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε σχέση με τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης. Ο βαθμός αυτάρκειας βοείου κρέατος κυμαίνεται στο 33% περίπου (εκτρέφονται περίπου 650.000 βοοειδή) ενώ η ανταγωνιστικότητα του κλάδου εμφανίζεται ιδιαίτερα περιορισμένη.

Οι βοοτροφικές επιχειρήσεις κρεατοπαραγωγής ασχολούνται με την πάχυνση ζώων που κυρίως εισάγονται σε μικρή ηλικία στη χώρα.

Όσον αφορά τη γαλακτοπαραγωγό βοοτροφία αν και  χαρακτηρίζεται από μια σχετικά ταχεία αύξηση του μεγέθους των μονάδων και των επενδύσεων, η συνολική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος δεν ξεπερνά τους 700.000 τόνους χωρίς να καλύπτεται ούτε καν το όριο της ποσόστωσης παραγωγής που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσδιορίσει για τη χώρα μας.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα άλλων κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά τις βοοτροφικές εκτροφές κρεατοπαραγωγής αλλά και γαλακτοπαραγωγής, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες από το 2015 εξελίξεις, σχετικά με το μέλλον των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων  (κατάργηση συγκεκριμένων μέγιστων ορίων παραγωγής γάλακτος ανά κράτος μέλος) περιορίζουν δραστικά τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου και επιβάλλουν προσεκτικό ανασχεδιασμό επενδύσεων και χωροταξικής κατανομής των σύγχρονων επιχειρηματικών παραγωγικών μονάδων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο χαρακτήρας των επενδύσεων που απαιτούνται, τα οικονομικά μεγέθη που ενδεχομένως θα χρησιμοποιηθούν, το επίπεδο τεχνογνωσίας, η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και ο σωστός προσανατολισμός προς την αγορά αποτελούν βασικές παραμέτρους της νέας στρατηγικής για τη στήριξη του τομέα που επιβάλλεται να συνδιαμορφωθούν στο πλαίσιο συνεργασίας των ενδιαφερομένων και του επίσημου κράτους.

Γ. Πτηνοτροφία, χοιροτροφία, μελισσοκομία

Πρόκειται για τρεις ιδιαίτερα δυναμικούς κλάδους της ελληνικής κτηνοτροφίας.

Ειδικότερα, η πτηνοτροφία εμφανίζει τη μεγαλύτερη καθετοποίηση. Οι βαθμοί αυτάρκειας σε κρέας και αυγά ανέρχονται σε 75 % και 95 %, αντίστοιχα.

Η ανταγωνιστικότητα του τομέα κρίνεται αρκετά ικανοποιητική, θα χρειαστεί όμως να καταβληθούν συγκεκριμένες προσπάθειες προκειμένου αυτή να μην επηρεαστεί από τις απαιτήσεις άμεσης εναρμόνισης των ελληνικών πτηνοτροφικών εγκαταστάσεων (κλωβοστοιχίες) προς νέα ευρωπαϊκά πρότυπα (Οδηγία 74/1999/ΕΚ).

Εκτιμάται ότι οι επιβαρύνσεις στο πλαίσιο της προαναφερθείσας εναρμόνισης θα ξεπεράσουν τα 70 εκατ. ευρώ, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ο βαθμός αυτάρκειας σε χοίρειο κρέας ανέρχεται στο 35 %  περίπου και τα περιθώρια ανάπτυξης εμφανίζονται αρκετά αισιόδοξα. Παρά ταύτα, η ανταγωνιστικότητα του κλάδου επηρεάζεται σημαντικά από την συνεχή αύξηση των εισροών και τις διαρκώς διαμορφούμενες νέες συνθήκες ανταγωνισμού στα πεδία της εσωτερικής αγοράς και των συνεχώς διαφοροποιούμενων απαιτήσεων των καταναλωτών.

Και για τον κλάδο αυτό, πέραν των βασικών στρατηγικών μας στόχων θα πρέπει να επιδιωχθεί η περαιτέρω ανάδειξη της ποιότητας και η διεύρυνση των τύπων των χοιροτροφικών προϊόντων.

Η μελισσοκομία επίσης αποτελεί για τη χώρα μας έναν αναπτυσσόμενο κλάδο της αγροτικής παραγωγής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είτε ως κύρια είτε ως συμπληρωματική απασχόληση στηρίζει το αγροτικό εισόδημα ιδιαίτερα στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.

Η εξαιρετική ποιότητα του ελληνικού μελιού (παράγονται περίπου 15.500 τόνοι ετήσια) αλλά και η ποικιλία της ελληνικής χλωρίδας σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές μελισσοκομικές τεχνικές που εφαρμόζουν οι Έλληνες μελισσοκόμοι αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για μια επιθετική πολιτική του κλάδου.

Η καλύτερη οργάνωση της μεταποίησης και διάθεσης της παραγωγής και η μεγαλύτερη εξωστρέφεια στο εμπορικό πεδίο εντάσσονται στις πλέον αναγκαίες παρεμβάσεις για τη στήριξη του τομέα.

Βασικές παράμετροι

Τελειώνοντας, οφείλουμε να αναφερθούμε στις βασικές οριζόντιες παραμέτρους οι οποίες επηρεάζουν, προσδιορίζουν και στηρίζουν το εγχείρημα της ανάπτυξης της ελληνικής κτηνοτροφίας.

Πρόκειται για τους τομείς των ζωοτροφών, των βοσκοτόπων και της γενετικής βελτίωσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

Με ένα θεσμικό πλαίσιο που απαιτεί επικαιροποίηση και στήριξη της υλοποίησής του μέσα από κατάλληλο κρατικό έλεγχο, ο τομέας των ζωοτροφών μπορεί και πρέπει να καταστεί ο βασικός συντελεστής μείωσης του κόστους των εισροών και η εγγύηση παραγωγής ασφαλών κτηνοτροφικών προϊόντων.

Είναι ανάγκη να εκσυγχρονίσουμε τις παραγωγικές και εμπορικές δομές των πάσης φύσεως ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται από τους Έλληνες κτηνοτρόφους.

Η ποιοτική βελτίωση και η ανάπτυξη υποδομής των βοσκοτόπων αποτελούν επίσης παραμέτρους που θα επηρεάσουν άμεσα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κτηνοτροφικών προϊόντων.

Η εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης των βοσκοτόπων, εφόσον εφαρμοσθεί,  θα συμβάλλει στη διατήρηση και στην ανάκτηση της αειφορίας τους και ως εκ τούτου στην καλύτερη αξιοποίησή τους από τους κτηνοτρόφους.

Οι φυσικοί βοσκότοποι αποτελούσαν και αποτελούν την κύρια οικονομική πηγή διατροφής για την αιγοπροβατοτροφία και την εκτατική βοοτροφία μας.

Οι διαφαινόμενες εξελίξεις στην υπό διαμόρφωση νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική επιβάλλουν να κινηθούμε άμεσα προς την κατεύθυνση οριοθέτησης των βοσκοτόπων και τον χαρακτηρισμό τους ως γεωργική έκταση προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της χορήγησης άμεσων ενισχύσεων προς τους κτηνοτρόφους μας.

Άλλο σημείο που η πολιτεία οφείλει επίσης να αντιμετωπίσει είναι η αποσαφήνιση θεμάτων χρήσης και διαχείρισης βοσκοτόπων που σήμερα περιορίζονται από το χαρακτηρισμό τους ως δασικές εκτάσεις.

Η γενετική βελτίωση αποτελεί και αυτή βασικό εργαλείο αύξησης της ανταγωνιστικότητας των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων δεδομένου ότι στοχεύει στην αξιοποίηση του ζωικού γενετικού υλικού.

Η προώθηση προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης, δημιουργίας φορέων αναπαραγωγής καθαρών φυλών αγροτικών ζώων, η δημιουργία και τήρηση γενεαλογικών βιβλίων είναι τομείς που απαιτούν και επιπλέον πόρους και επανασχεδιασμό και δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου, έτσι ώστε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα τόσο σε επίπεδο ποιότητας όσο και ποσότητας, να βελτιώσουμε τη διαχείριση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, να δημιουργήσουμε ζώα υψηλής γενετικής αξίας.

Αναμφισβήτητα υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία τα οποία επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την εξέλιξη και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας, όπως στοιχεία που έχουν σχέση με την ανανέωση,  την επιμόρφωση και την οργάνωση των απασχολούμενων σε αυτήν, την κατανομή πόρων και φορολογικών βαρών, την επιλογή των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων στο πλαίσιο υλοποίησης σχετικών κοινοτικών κανονισμών και εθνικών νόμων.

Είναι αυτονόητο ότι η επιτυχής εφαρμογή της νέας στρατηγικής για την ανόρθωση του κτηνοτροφικού τομέα της χώρας απαιτεί και την  κατάλληλη  οργάνωση των υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που θα κληθούν να σχεδιάσουν, να στηρίξουν επιστημονικά και να παρακολουθήσουν την υλοποίησή της.