Εμφάνιση αγνοουμένου από την Πάφρα του Δυτικού Πόντου

14 Οκτωβρίου 2020

Ο Ιορδάνης Φελεκίδης (πέθανε τον Απρίλιο τον 2016) αφηγείται μια δική τους τραγική ιστορία, που αφορούσε συγγενικό του πρόσωπο και που εκτυλίχθηκε, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, στην περιοχή του Σιδηροκάστρου Σερρών.

Κάθε φορά που είχε άδεια εξόδου -λέει- δεν είχε διάθεση να γυρίζει στα καπηλειά και στις γειτονιές για κανένα κοριτσόπουλο ή σε κανένα ταβερνάκι για ουζάκι και ρετσίνα με φίλους και συναδέλφους του.

Του άρεσε να επισκέπτεται τα γύρω κοντινά χωριά, να κουβεντιάζει με τους χωρικούς, να πηγαίνει στα χωράφια τους και να τους βοηθάει στα μάζεμα (σπάσιμο) των καπνών.

Κάποια μέρα με τον φίλο του και συστρατιώτη Πέτρο πήραν ένα απόγευμα Αυγούστου το δρόμο για τα καπνοχώραφα έξω από την κωμόπολη και τα οποία δεν απείχαν πολύ από τα τελευταία σπίτια της.

Σ’ ένα χωράφι «έσπαγε» καπνόφυλλα μία μόνη γυναίκα, με τυλιγμένο το κεφάλι της με τσεμπέρι, που άφηνε να φαίνονται μόνο τα μάτια και η μύτη της ελεύθερα λες και φορούσε φερετζέ ή μπούργκα.

Την πλησίασαν τα δύο παιδιά, τη χαιρέτησαν κι αυτή ανταπέδωσε, χωρίς να δείξει φόβο ή ταραχή ή ενόχληση για την παρουσία των δύο στρατιωτών. Αντίθετα έδειξε, ότι χάρηκε από τον αναπάντεχο ερχομό τους, αφού πρώτα κοντοστάθηκε, τους κοίταξε και τους «ζύγισε». Δεν αρνήθηκε τη βοήθειά τους, μια και οι δύο στρατιώτες προέρχονταν -όπως είπαν- από καπνοπαραγωγικές περιοχές και ήξεραν τη δουλειά.

Έλυσε τη μαντήλα της και άφησε να φανεί το ηλιοκαμμένο και σημαδεμένο από τις ταλαιπωρίες, τις κακουχίες και τη σκληρή δουλειά πρόσωπό της, αλλά και τα όμορφα χαρακτηριστικά της, παρά τα βάσανα, που φαινόταν, ότι πέρασε στη ζωή της. Ήταν μία γυναίκα 35-40 χρόνων.

–           Είμαι η Μαρία.

–           Ο φίλος μου Πέτρος κι εγώ ο Ιορδάνης, Ιορδάνης Φελεκίδης από ένα χωριό της Δράμας. Σε είδαμε μόνη και σκεφτήκαμε να σε βοηθήσουμε, αν βέβαια το θέλεις και εσύ.

–           Στάσου, στάσου! Άκουσα καλά! Είπες πως ονομάζεσαι Φελεκίδης;

–           Ναι. Έτσι λέγομαι. Σε βλέπω αναστατωμένη …Τί σου συμβαίνει;

–           Έτσι ονομάζονταν η μητέρα μου Χαρίκλεια (Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται άλλο όνομα, από το πραγματικό), πρόσφυγας από τα χωριά της περιοχής της Πάφρας, του Δυτικού Πόντου.

–           Πες μου σε παρακαλώ, ό,τι ξέρεις γι’ αυτήν.

–           Παντρεύτηκε τον Βασίλη Αντωνιάδη. Νιόπαντροι δεν χάρηκαν το γάμο τους. Μάζεψαν τους άνδρες οι Τούρκοι για τα αμελέ ταμπουρού (τάγματα εργασίας!) και τα γυναικόπαιδα με τους γέροντες πήραν το δρόμο της εξορίας. Μάταια έψαξε, ρώτησε, αναζήτησε περίμενε το ταίρι της, χωρίς αποτέλεσμα. Ούτε και τα ίχνη των γονέων της, των αδελφών της και των λοιπών συγγενών της, μπόρεσε να εντοπίσει. Όλες οι πληροφορίες συγκλείνουν και συμφωνούν μεταξύ τους: κανένας από τους δικούς της δεν επέζησε!

Έτσι ήρθε στην Ελλάδα, ψάχνοντας και ρωτώντας κάθε νεοφερμένο ή άγνωστο, μήπως ξέρει ή άκουσε κάτι για τον άνδρα και τους δικούς της, όπως έκανε η μυθολογική Γοργόνα, αναζητώντας τον αδελφό της Μέγα Αλέξανδρο.

Τελικά φθάνει στο Σιδηρόκαστρο, όπως κι όπου της όρισε η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων). Της παραχωρήθηκε ένα μικρό οικόπεδο, μ’ ένα παλιό κτίσμα μέσα σ’ αυτό, κάτι σαν αποθήκη και λίγα στρέμματα χωράφια για καλλιέργεια καπνού, για να επιζήσει.

Είναι σ’ όλους αγαπητή. Την πιέζουν να ξανακάνει τη ζωή της. Να βγάλει επιτέλους τα μαύρα. Να ξαναπαντρευτεί. Της προξενεύουν τον Κώστα Ζ. κι ύστερα από μακρά επιμονή κατορθώνουν να την πείσουν, να τον πάρει γι’ άνδρα της. Καλό, τίμιο και εργατικό παλικάρι. Από το γάμο αυτό προέκυψε η Μαρία, που τώρα ο Ιορδάνης και ο Πέτρος κουβεντιάζουν μαζί της.

Εκείνη συγκλονισμένη, υποψιάζεται, ότι πλησιάζει στη λύση ενός μυστηρίου, που κατά θείο και απρόσμενο τρόπο, της αποκαλύπτεται. Μπροστά της στέκει ο γιός του αδελφού της μητέρας της, που κι αυτή τον νόμιζε νεκρό, πιστεύοντας ότι η μοναδική που γλύτωσε, ήταν αυτή. Κι όμως, ο Θεός οδήγησε τα βήματά του Ιορδάνη προς το μέρος της.

***

Κάποια μέρα, πριν από αρκετά χρόνια, η Χαρίκλεια είχε μια αναπάντεχη, αλλά τραγική συνάντηση. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πολυαγαπημένο της Βασίλη, που νιόπαντρη έχασε στον Πόντο κι όλες οι πληροφορίες τον έφερναν νεκρό, εκεί στα βάθη της Ανατολίας, στα κάτεργα των αμελέ ταμπουρού.

Κόπηκαν τα πόδια της, σταμάτησε η καρδιά της, σωριάστηκε λιπόθυμη στο έδαφος. Χρειάστηκε άμεση ιατρική βοήθεια.

Όταν ο Βασίλης πληροφορήθηκε, ότι η αγαπημένη του Χαρίκλεια, που τόσα χρόνια ψάχνει, ξαναπαντρεύτηκε κι έχει μια κόρη, τη Μαρία, προτίμησε να φύγει διακριτικά και να εξαφανιστεί τώρα για πάντα, χωρίς ν’ αφήσει στοιχεία και διεύθυνση.

Εκείνη ξαναντύθηκε στα μαύρα, εγκατέλειψε άνδρα και παιδί και αποσύρθηκε σε μοναστήρι της περιοχής, κόβοντας παντοτινά κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Η Μαρία και ο πατέρας της συνεχίζουν με αξιοπρέπεια τη ζωή τους, παρά τα τραγικά της τύχης παιχνίδια. Τώρα έχει δίπλα της, κοντά της, τον μοναδικό της εξάδελφο, φαίνεται πως τελικά απ’ όλο το σόι τους μόνο τα δύο αδέλφια επέζησαν από την γενοκτονική λαίλαπα των νεοτούρκων. Η Θεία Πρόνοια -άλλος θα πει σύμπτωση- έφεραν τους δύο συγγενείς, τον έναν κοντά στον άλλον.

Πηγή: Σταύρου Ν. Παπαδόπουλου, Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), σελ. 139-142, 1η έκδοση· Σεπτέμβριος 2017, Εκδόσεις Ινφογνώμων www.infognomon.com

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ: Θερμές ευχαριστίες προς τον πρωτοπρεσβύτερο π. Σταύρο Ν. Παπαδόπουλο και τον κ. Σάββα Καλεντερίδη των Εκδόσεων Ινφογνώμων για την άδεια που μας έδωσαν ώστε να αναδημοσιεύσουμε κάποια αποσπάσματα από το έργο «Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2017.