Θεραπείες του καρκίνου

25 Οκτωβρίου 2020

Από τη στιγμή που η διάγνωση του καρκίνου έχει επιβεβαιωθεί και έχουν ολοκληρωθεί όλες οι αναγκαίες εξετάσεις, ο ασθενής θα συμβουλευτεί τον γιατρό του για το τι πρέπει να κάνει στη συνέχεια. Ο γιατρός θα επιλέξει τη σωστή θεραπεία, η οποία πρέπει να στοχεύει στην εξάλειψη του καρκινικού όγκου, αλλά και στη βελτίωση της συνολικής εικόνας των συμπτωμάτων του ασθενούς, την ψυχολογική στήριξη τη δική του, αλλά και των μελών της οικογένειάς του.

Υπάρχουν τέσσερις τύποι θεραπείας καρκίνου, τους οποίους θα παρουσιάσουμε αναλυτικά στη συνέχεια: α) η χειρουργική του καρκίνου, β) η χημειοθεραπεία, γ) η ακτινοθεραπεία και δ) η ανοσοθεραπεία. Από αυτές, η χειρουργική θεωρείται η πιο αποτελεσματική θεραπεία και, όταν είναι δυνατή η εφαρμογή της, δεν γίνεται συζήτηση για την εφαρμογή κάποιας άλλης. Ωστόσο, για κάποια είδη καρκίνου, μπορούν και οι υπόλοιπες θεραπείες να αποδειχτούν εξίσου αποτελεσματικές. Επίσης, για τους περισσότερους ασθενείς, οι μεγαλύτερες πιθανότητες ίασης επιτυγχάνονται με τη συνδυασμένη θεραπεία.

Στόχος οποιουδήποτε τύπου θεραπείας είναι η εκρίζωση του καρκινικού όγκου. Ο στόχος αυτός παλιότερα δεν ήταν και τόσο ρεαλιστικός, στις μέρες μας όμως επιτυγχάνεται, επειδή υπάρχει η δυνατότητα διάγνωσης του καρκίνου, όταν αυτός είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο και επειδή οι θεραπευτικές μέθοδοι έχουν βελτιωθεί αρκετά. Εκείνο που πρέπει να κάνει ο ασθενής είναι να φροντίσει για τη θεραπεία του, όσο ο καρκίνος παραμένει στην πρωτοπαθή του εστία και δεν έχει κάνει μετάσταση σε άλλα μέρη του σώματος. Αν το κάνει αυτό, υπάρχουν μεγάλες ελπίδες άριστης εξέλιξης. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και τύποι καρκίνου που, ακόμη κι όταν έχουν κάνει μετάσταση, δεν εντοπίζονται. Τέτοιοι είναι π.χ. το λέμφωμα Hodgin και οι όγκοι των όρχεων. Όμως, ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η θεραπεία είναι δυνατή.

Η αγωγή που στοχεύει στην ίαση του καρκίνου ονομάζεται «ριζική». Η αγωγή που στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και την επιμήκυνση της ζωής του ασθενούς ονομάζεται «ανακουφιστική». Οι αντικαρκινικές θεραπείες μπορούν να εξασφαλίσουν τις περισσότερες φορές εξαιρετική ανακούφιση των συμπτωμάτων. Όταν χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι λιγότερο εντατικές από τις ριζικές θεραπείες και κατ’ επέκταση είναι γενικά περισσότερο ανεκτές. (Rees, 2009: 40-43).

Προκειμένου ο γιατρός να επιλέξει τη σωστή θεραπεία, ερευνά ποια μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα στις ανάγκες του ασθενή του. Μπορεί να υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων καρκίνου ως προς την εμφάνισή τους με το μικροσκόπιο, το μέγεθος, την έκταση και τη συμπεριφορά. Όμως, εκτός από όλα αυτά, οι θεράποντες γιατροί οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους και τον ίδιο τον ασθενή, καθώς δυο άνθρωποι, ακόμη κι αν πάσχουν από τον ίδιο τύπο καρκίνου, διαφέρουν σημαντικά ως προς τη φυσιολογία του οργανισμού τους, αλλά και ως προς την ψυχολογία τους. Επίσης, παίζουν ρόλο και οι διαφορετικές κοινωνικές τους συνθήκες.

Παρόλα αυτά πολλοί ασθενείς κατατάσσονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες, για τις οποίες η θεραπεία είναι σχετικά ομοιόμορφη. Τα τελευταία χρόνια η θεραπεία του καρκίνου έχει τυποποιηθεί, κάτι που βοηθά τους ασθενείς, αφού γνωρίζουν πως υπάρχουν πολλοί ειδικοί ιατροί πάνω στον τύπο καρκίνου, από τον οποίο πάσχουν. Αυτοί θα εξετάσουν το είδος, την έκταση και τη θέση του καρκίνου και θα προτείνουν την ανάλογη θεραπεία, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τους πιθανούς κινδύνους και τα οφέλη της συγκεκριμένης θεραπείας για κάθε ασθενή ξεχωριστά.

Μπορεί όμως να γίνει και μια προσεκτική χρήση συνδυασμών των διαφορετικών θεραπειών. Συγκεκριμένα, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία χορηγούνται όλο και πιο συχνά μετά την επέμβαση αφαίρεσης ενός όγκου, έτσι ώστε να εκριζωθεί οποιαδήποτε τυχόν μικροσκοπική εστία δεν αφαιρέθηκε μετά την εγχείρηση. Πράγματι, η χειρουργική εμπέμβαση ενδέχεται να μην αφαιρέσει ολόκληρο τον καρκινικό όγκο είτε λόγω μικροσκοπικής διασποράς είτε λόγω απομακρυσμένων μεταστάσεων σε ορισμένα άτομα. Αν συμβεί αυτό, τότε ακολουθεί η εφαρμογή της ακτινοθεραπείας ή της χημειοθεραπείας ή και των δυο. Η ακτινοθεραπεία, όταν εφαρμόζεται, έχει τοπική δράση, ενώ τα φάρμακα της χημειοθεραπείας μπορούν να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρο τον οργανισμό. Η ταυτόχρονη εφαρμογή των δυο αυτών τρόπων θεραπείας μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα οφέλιμη για τον ασθενή. (Rees, 2009: 43-45).

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η θεραπεία εξελίσσεται ομαλά, όταν ελέγχεται από γιατρούς, οι οποίοι εξειδικεύονται στην φροντίδα συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Επιπλέον, τώρα πια τις περισσότερες εγχειρήσεις τις αναλαμβάνουν χειρούργοι, που έχουν εκπαιδευτεί αρκετά στις συγκεκριμένες επεμβάσεις. Η ίδια φιλοσοφία ισχύει και για το υπόλοιπο προσωπικό που φροντίζει τους ογκολογικούς ασθενείς, από τις νοσηλεύτριες μέχρι το υπόλοιπο παραϊατρικό προσωπικό.

Μαζί με τον χειρούργο τη φροντίδα του ογκολογικού ασθενούς την αναλαμβάνουν και ένας ή περισσότεροι γιατροί από τις παρακάτω ειδικότητες:

α) Ο ογκολόγος: Είναι ο γιατρός που εξειδικεύεται στη θεραπεία του καρκίνου, αλλά που κυρίως ελέγχει τις φαρμακευτικές και τις ακτινοθεραπείες. Χωρίζονται στους παθολόγους ογκολόγους που εξειδικεύονται στη χημειοθεραπεία και στους ακτινοθεραπευτές ογκολόγους, που εξειδικεύονται κυρίως στην ακτινοθεραπεία.

β) Ο αιματολόγος: Εξειδικεύεται στις παθολογίες του αίματος και φροντίζει τους ασθενείς που πάσχουν από λευχαιμία ή λέμφωμα ή μυέλωμα.

γ) Ο γιατρός της ανακουφιστικής θεραπείας: Εξειδικεύεται στον έλεγχο των συμπτωμάτων, κυρίως αυτών που προέρχονται από προχωρημένα στάδια καρκίνου.

δ) Ο παθολογοανατόμος: Εξετάζει τους ιστούς με το μικροσκόπιο, να επιβεβαιώνει ότι ο ασθενής πάσχει από καρκίνο και να τον κατατάσσει στη σωστή κατηγορία.

ε) Ο ακτινοδιαγνώστης: Οργανώνει και ερμηνεύει τις ακτινογραφίες, τις αξονικές τομογραφίες, τις μαγνητικές τομογραφίες, τους υπερήχους, το pet/ct (ποζιτρονική υπολογιστική τομογραφία) και μερικές φορές αναλαμβάνει κάποιες χειρουργικές βιοψίες με την καθοδήγηση ακτινοσκοπίου. Επίσης, οι πυρηνικοί γιατροί με τη χρήση του σπινθηρογραφήματος (SCAN οστών), αλλά και με άλλες μεθόδους, συμβάλλουν στη διάγνωση και στη θεραπεία των καρκινικών όγκων.

Επίσης, όπως ήδη αναφέραμε, στη φροντίδα του ογκολογικού ασθενούς ενδέχεται να συμμετέχει και αρκετό παραϊατρικό προσωπικό, το οποίο μπορεί να είναι:

α) Εξειδικευμένες κλινικές νοσηλεύτριες: Ο ρόλος των νοσηλευτριών αυτών είναι πολύ σημαντικός είτε δουλεύουν στο νοσοκομείο είτε επισκέπτονται κάποιον ασθενή στο σπίτι του. Όπως στους γιατρούς, έτσι υπάρχει εξειδίκευση και σ’ αυτές. Για παράδειγμα, νοσηλεύτριες ειδικευμένες στην ογκολογία και στη χημειοθεραπεία μπορούν να χορηγούν στους ασθενείς τα φάρμακα της χημειοθεραπείας, ενώ οι νοσηλεύτριες για το μαστό και τις στομίες είναι απαραίτητες για τη φροντίδα μετά από επέμβαση στο μαστό ή στο έντερο. Οι συμβουλές τους μπορούν να αποδειχτούν πολύτιμες.

β) Νοσηλεύτριες της κοινότητας: Αυτές παρέχουν βοήθεια αποκλειστικά στο σπίτι και περιλαμβάνουν τις νοσοκόμες του δήμου, οι οποίες είναι ασκούμενες, ή τις επισκέπτριες υγείας. (Rees, 2009: 46-48).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ