Ο Άγγελος της Καινής Κτίσης

13 Νοεμβρίου 2020

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΚΤΙΣΗΣ[1]

 

Καθώς το άρωμα του νέκταρος της αγιότητος του αγίου Νεκταρίου αναδύεται ακόμη από την ημέρα της εορτής του, έχω τον λογισμό να προσεγγίσω τον άγιο ως δάσκαλο, μάλλον ως μέντορα και εμπνευστή και μέσω αυτού να αναρωτηθώ τι θα ήμασταν χωρίς τους δασκάλους μας.

Αγαθή μοίρα με απέθεσε σε περιβάλλον που γνώρισε και εμπνεύστηκε από τη μορφή ενός μαθητού του αγίου Νεκταρίου, τον κατηχητή π. Άγγελο Νησιώτη, πατέρα του προσωπικού μου πνευματικού ευεργέτη, όπως και πολλών άλλων, καθηγητή Νικολάου Νησιώτη. Αναζητώ ουσιαστικά τον μίτο της αγιότητος, που διαχέεται από γενεά σε γενεά και καθιστά τον κάθε άγιο παρόντα μέσω της συγκρότησης, της προσφοράς, κυρίως όμως της απροσδιοριστίας της παρουσίας του στους επιγόνους του.

Σε εποχές σαν τη δική μας, ο νους, αλλά κυρίως η καρδιά, αναζητούν πράξεις και μορφές για να δώσουν νόημα σ΄ έναν κόσμο, όπου το σωστό και το λάθος, το δίκιο και το άδικο, το ηθικό και τα ανήθικο χαρακτηρίζονται από τραγική σχετικότητα. Αυτό δεν είναι αδικαιολόγητο. Με τόσες ραγδαίες αλλαγές σε όλες της πτυχές της καθημερινότητας, με τόσες εκπλήξεις που κρύβει η κάθε αυριανή μέρα, με τόσες ανατροπές θεμελίων που μέχρι χθες έμοιαζαν ακλόνητα, ο καθημερινός άνθρωπος, με έντονο όσο ποτέ το συναίσθημα της απουσίας από κέντρα που αποφασίζουν για τη ζωή του, αναζητά σταθερές, έστω και για μια στοιχειώδη νοηματοδότηση. Το αδιέξοδο επιτείνει ακόμη περισσότερο η πασιφανής διάσταση λόγων και έργων, κυρίως εκ μέρους ανθρώπων, που εκ συστήματος και εξ επαγγέλματος (αυτο)ανακηρύχθηκαν υπερασπιστές αρχών και ιδανικών.

Εντονότερα όσο ποτέ, βιώνουμε την ερημία ζωντανών παραδειγμάτων συνεπούς συμμόρφωσης σε ιδεώδη, ενώ συγχρόνως αντιλαμβανόμαστε τη δική μας ευθύνη, καθώς οι νέες γενεές αναζητούν στα δικά μας πρόσωπα τον φίλο, τον εμπνευστή και το στήριγμα. Αποδέκτες, αλλά και πρόξενοι αυτής της ερημίας, εμείς, που η ευλογία του Θεού αξίωσε να γνωρίσουμε τους ανεκτίμητους θησαυρούς της ορθόδοξης πίστης, αναλογιζόμαστε πως η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει ως κατ΄ εξοχήν θεανθρώπινο ίδρυμα θεμελιωμένο, όχι σε αφηρημένα ιδεολογήματα, αλλά σε απτή πράξη θυσιαστικής αγάπης. Και είναι ακριβώς το γεγονός αυτό, που αυξάνει μεν την ευθύνη, απλοποιεί δε την οδό: Παντού, πάντα και για τον καθένα θα υπάρχουν ευκαιρίες καθημερινής προσφοράς, στο όνομα του Θεού της αγάπης, ώστε το κάθε «τώρα» να αποστασιοποιείται από ενα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο και να αγγίζει την αιωνιότητα.

Στοιχειώδης αυτοκριτική μας φλογίζει τη δίψα οδοδειχτών στην πορεία μας και στοιχειώδης ταπείνωση φουντώνει την ευγνωμοσύνη εκείνων που συναναστράφηκαν, αγάπησαν και αγαπήθηκαν από τον πατέρα Άγγελο Νησιώτη.

«Πώς γίνεται και σας αγαπούν όλοι πατέρα Άγγελε», τον ρώτησαν κάποτε. «Ίσως επειδή όλους του αγαπώ», απάντησε. Μπορεί  κάποτε να ακούστηκε σχήμα λόγου. Κι όμως, σαράντα κιόλας χρόνια από την κοίμησή του, αυτά τα απλά λόγια μοιάζουν για διαβατήριο αιωνιότητας.

Οι επέτειοι, όπως αυτό το επετειακό έτος, αν και ανθρώπινα κατασκευάσματα, αναθερμαίνουν, όχι τόσο τις ιστορικές μνήμες, όσο τις μνήμες των αισθήσεων. Δεν έχει τόση σημασία να θυμηθεί ο νους τον τόπο και τον χρόνο γέννησης, τη σπουδή στη Ριζάρειο, τη σπουδή στη Θεολογική Σχολή, την πρώτη χειροτονία, την ανάληψη της προεδρίας των Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων, τα τολμηρά εγχειρήματα, τον συγκλονισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας από το κατηχητικό του έργο, την ξαφνική αναχώρηση, όσο αυτά, τα μικρά, το προσωπικά αγγίγματα, που αξιώθηκαν όσοι τον πλησίασαν, όσοι μπήκαν κάτω από το πετραχήλι του, όσοι συνεργάστηκαν μαζί του, όσοι μοιράστηκαν τους οραματισμούς του, όσοι τον συντρόφεψαν στις απογοητεύσεις του. Το προνόμιο της μνήμης ανθρώπων, σαν τον πατέρα Άγγελο συνίσταται στην μοναδικότητα που την χαρακτηρίζει στο βάθος της κάθε ανθρώπινης καρδιάς ξεχωριστά. Ο καθένας δικαιούται να μιλάει για τον πατέρα Άγγελό ΤΟΥ και πατέρα Άγγελό ΤΗΣ. Και όλοι λένε αλήθεια. Διότι φαίνεται πως η ταύτιση της ζωής κάποιου με τον παλμό της καρδιάς και του νου του Χριστού, προεκτεινόμενον στους αιώνες, του δίνει τη μοναδική δυνατότητα να ταυτίζεται με τις ιδιότητες εκείνες που τονίζει και ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του: «Γέγονα τα πάντα τοις πάσι», διακηρύσσει ο Απόστολος των Εθνών, ενέργεια εγκληματική για την εαυτότητα, όπως θα φαινόταν στον πρωτοετή της ψυχολογίας, ενέργεια όμως εφικτή και λυτρωτική για τον ακόλουθο του Χριστού, προερχόμενη από ψυχές, που βιώνουν το διαρκές θαύμα της αδαπάνητης αγάπης, της διαρκώς ανανεούμενης ψυχικής παρθενίας, ακριβώς διότι κοινώνησαν από το ζωοποιό Ποτήριο της Ευχαριστίας.

Ο πατήρ Άγγελος απετέλεσε για όσους το γνώρισαν –τους λίγους εναπομείναντες- γεύση και θερμότητα μιας δυνάμεως, που αξιώθηκε να βάζει φωτιά στο τετριμμένο και το μέτριο και να το μεταμορφώνει σε ξεχωριστό, ορμητικό και αεί κινούμενο. Τα χαρίσματα αυτά δεν είναι δυνατόν να διαφύγουν από την οξυμένη διάνοια, και βεβαίως δεν θα διέφυγαν και από την διάνοιά του. Η ένταξή του στο είδος εκείνο των ανθρώπων, που έχουν επίγνωση της ικανότητάς τους να συνεγείρουν και να κατευθύνουν είναι πασίδηλος και προφανώς απολύτως συνειδητοποιημένη εκ μέρους του. Ο βίος όμως και η πολιτεία του, σε συνδυασμό με τις προσωπικές σχέσεις που ανέπτυξε με χιλιάδες ανθρώπους, αποδεικνύουν, πως εκεί ακριβώς που η συναίσθηση μιας τέτοιας δυνάμεως γίνεται αιτία υποταγής λαών ολοκλήρων σε πανέξυπνους χαρισματικούς αλλά συγχρόνως αλαζόνες ηγέτες, εκεί ακριβώς η μετοχή στον πυρήνα της Ορθόδοξης πνευματικότητας, που άλλος δεν είναι από την θεία ταπεινοφροσύνη, εγγυάται την μεταμόρφωση των δυνατοτήτων αυτών σε εργαλεία ριζοσπαστικής παρέμβασης και πνευματικής προκοπής.

Είναι αναμφίβολο, πως η λησμοσύνη κατάπιε εκατομμύρια ανθρώπους με χαρίσματα, όπως και τα έργα τους. Άλλοι έμειναν, ακριβώς διότι τα έργα τους κατά σύμπτωση ιστορική διατηρήθηκαν. Και στην περίπτωση του πατρός Αγγέλου, έργα υπάρχουν ακόμη αρκετά, που θα μπορούσαν να διατηρήσουν την υστεροφημία του. Κανείς όμως από όσους τον γνώρισαν δεν ψηλαφούν τους τοίχους στην οδό Σουλίου, έναν μικρό παράδρομο της Σόλωνος στην Αθήνα, όπου και το κτίριο των Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων ή την Εκάλη, όπου και οι κατασκηνώσεις τους, για να τον θυμηθούν. Σε όλους αυτούς, η μνήμη του έχει κτίσει στην κάθε καρδιά ξεχωριστά, ένα ναό, όπου διατηρείται, όχι η μορφή, όχι το α ή β  λεγόμενο αλλά το μέτρο των πραγμάτων. Όσοι γεύονται αυτήν την παρουσία, είναι βέβαιο πως δύσκολα θα τους θαμπώσει ο επιχρυσωμένος τσίγκος των επιφανών του καιρού μας. Το μέτρο του αληθινού, του μεγαλειώδους, του ταπεινού, του αγνού, του ελπιδοφόρου, θα μετράει λόγια και έργα του καιρού μας με θαυμαστή ακρίβεια και θα προστατεύει σαν τείχος ακράδαντο από την απάτη των δήθεν, μέσω των οθονών και των μπαλκονιών.

Το θαυμαστότερο όμως είναι, πως η αγαθή αλλοίωση του ήθους όσων τον συναναστράφηκαν αβίαστα αναδύεται και προς τις επερχόμενες γενεές. Και ως προσωπική εξομολόγηση τολμώ να καταθέσω, πως μετά την μελέτη, όχι τόσο των βιογραφικών του στοιχείων, όσο των μαρτυριών που έχουν δημοσιευτεί, σχετικά με τις μικρές στιγμές της μεγάλης ζωής του -στιγμές όμως πιο εύγλωττες από οτιδήποτε άλλο, για το ποιόν κάποιου-, υπάρχουν περιπτώσεις που βρέθηκα με ανθρώπους, όπου αβίαστα κάποια φωνή μέσα μου πιστοποίησε: «Αυτός ο άνθρωπος γνώρισε τον πατέρα Άγγελο».  Στη φράση αυτή αισθάνομαι πως περικλείεται όλο το νόημα της ευχής: «Αιωνία η μνήμη».

Πρόκειται για μνήμη που φέτος αναθερμαίνεται, μέσω της επετείου τον 50 χρόνων από την εκδημία του (27 Μαΐου 1970[2]).  Και συγχρόνως πρόκειται για αναθέρμανση πίστης και δοξολογίας στον Θεό για τους αγίους του, πατρικούς διδάσκαλους και διδακτικούς Πατέρες, κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν Πατρός «ποιούντος θαυμάσια μόνον».

 

[1] Πρόκειται για τον τίτλο του περιοδικού των Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων που ακόμη εκδίδεται.

[2] Βλ. σχετικό άρθρο της ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ