«Δεν χρειάζονται μπράτσα στην πνευματική ζωή»

24 Ιανουαρίου 2021

α) Ορισμένοι δικαιώνουν τον εαυτό τους ενώπιον του Θεού. Επικαλούνται τα α­γα­θά έργα ή την «αναμαρτησία» τους και θεωρούν δεδομένη την πνευματική τους προ­­κοπή. Είναι τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, ώστε κρίνουν και κατακρί­νουν όλους τους άλλους για τα σφάλματά τους. Συχνά αγωνίζονται να σώσουν και την εκ­κλη­σία!

Πε­ρι­φρο­νούν και δια­βάλ­­­λουν επισκόπους, συνόδους, ιερείς, θεολόγους, επι­στήμονες και όποιον δε συμ­φω­νεί με τη γνώμη τους. Δείχνουν τα «πνευματικά τους μπράτσα». Με τον τρόπο ό­μως αυτό, δημιουργείται αίσθημα πνευ­μα­τι­κής αυ­τάρ­­κει­ας και εγκυ­μο­­­νούν κί­νδυ­νοι φαρισαϊκής συνείδησης και ψευ­­δούς θρη­­­­σκευ­τι­κής ζωής.

β) Γι’ αυτό η συναίσθηση της εσωτερικής εμπαθούς κατάστασης, η αυτο­γνω­σία και η αυτομεμψία, η εμπιστοσύνη στο θέ­λη­­μα του Θεού και η εκζήτηση του θείου ελέους αποτελούν μεγάλα βήματα για την προ­­­­­σέλκυση της χάριτος του Θεού και την εν Χριστώ σωτηρία. Γράφει ο Γέροντας Παΐσιος: «Ο Θεός θέλει από μας την αγαθή μας διάθεση, που να την εκδηλώνουμε με τον έστω και λίγο φιλότιμο αγώνα μας, και τη συ­ναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Όλα τα άλλα τα δίνει εκείνος. Δεν χρει­ά­ζο­νται μπράτσα στην πνευματική ζωή… ΄Ο­σοι αγω­νίζο­νται και συναισθά­νο­νται την α­μαρ­­τω­λότητά τους και τις ευεργεσίες του Θεού και ε­μπι­­στεύονται τον εαυτό τους στην μεγάλη Του ευσπλαχνία, ανεβάζουν την ψυ­χή τους στον Παράδεισο με πολλή σιγου­ριά και λιγότερο κόπο σωματικό».

γ) Στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Α΄Τιμ. 1,15-17) ο Απόστολος Παύ­λος γράφει στο μαθητή του Τιμόθεο με τρόπο χαρακτηριστικά αφοπλιστικό: «Ο Ιησούς Χριστός ήλ­θε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς· και πρώτος α­νά­μεσά τους είμαι εγώ». Θεωρεί τον εαυτό του έσχατο πάντων, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο. Τοποθετείται ο ίδιος πρώτος ανάμεσα στους αμαρτωλούς, παρότι με­τα­νόησε, -διότι προηγουμένως «εδίωκε την εκκλησία του Χριστού»-, βαπτίσθηκε, φω­τί­σθηκε, έ­φθασε έως τρίτου ουρανού και είχε εμπειρίες θείας μεθέξεως. Η παραπάνω φράση εν­σω­ματώθηκε στη ακολουθία της θείας Μεταλήψεως και διαβάζεται από όσους πρό­κει­ται να κοινωνήσουν, δημιουργώντας ανάλογη συνείδηση.

  δ) Χαριτωμένος και χαρισματούχος ο Απόστολος δεν περιχαρακώνεται στα στε­γανά όρια νο­μικών διατάξεων. Αφήνει το Πνεύμα του Θεού να κατευθύνει τη σκέ­ψη και τη ζωή του. Είναι ελεύθερος εν Χριστώ. Γι’ αυτό, παρόλο που δεν θεωρούσε υ­πο­χρε­ωτική την περιτομή για τους εξ εθνών  χριστιανούς, και σε πολλά σημεία  κα­τα­φέ­ρεται εναντίον εκείνων που επέμεναν σ’ αυτήν για άλλους λόγους, περιέτεμε τον Τιμόθεο τέκνον Έλληνα και πιστής Ιουδαίας, «δια τους Ιουδαίους τους όντας εν τοις τόποις εκείνοις» ( Πραξ. 16, 1-3). Η πνευματική διάκριση και η επιθυμία να οι­κο­νο­μήσει τα πράγματα προς όφελος των ανθρώπων αποτελούσαν πλοηγό των ενέρ­γειών του.

ε) Στη σημερινή περικοπή ο Απόστολος δεν ενδιαφέρεται τόσο να εξάρει το μέγεθος της δικής του αμαρτωλής κατάστασης και να φανερώσει το ταπεινό του φρό­νη­μα. Θεωρεί τον εαυτό του πρώτο αμαρτωλό σε σχέση με την μακροθυμία, το έλεος και την ευ­σπλαχ­νία του Θεού. Διότι τελικά σε αυτή ελπίζουν όλοι οι «νουν Χριστού έ­χοντες», ακόμη και εκείνοι που έφθασαν δια της ασκήσεως σε ύψη αρετής και α­γιό­τη­τας. Αλλά και οι δίκαιοι αισθάνονται δέος μπροστά στο μέγεθος της αγά­πης και της φι­λανθρωπίας του Θεού.

στ) Να σημειωθεί όμως, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, ότι όλα τα παρα­πά­νω δε λειτουργούν για να καταπραΰνουν προσωρινά τον άνθρωπο ή να τον οδη­γή­σουν σε πνευματική ραθυμία. Η αγάπη και το έλεος του Θεού, που είναι δεδομένα, δεν μπορεί να αποτε­λούν αφορμή ακηδίας, αλλά κίνητρο για τους φιλότιμους αγω­νι­στές, προκειμένου να εντείνουν τον κα­λό αγώνα της πίστεως. Να μιμηθούν δηλαδή τον Από­στο­λο, ο οποίος γράφει: «Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό με ελέησε, για να δείξει ο Ιη­σούς Χρι­­στός σ’ εμένα πρώτον  όλη του την μακροθυμία, ώστε να γίνω παράδειγμα για κεί­­νους που πρόκειται να πιστέψουν σ’ αυτόν και να κληρονομήσουν έτσι την αι­ώ­νια ζωή».

ζ) Η αίσθηση της αναξιότητας μπροστά στην σαρκωμένη αγάπη και τη φι­λαν­θρω­πία του Θεού, οδηγεί σε μετάνοια, θείο φόβο και επίγνωση του θείου θελή­μα­τος. Ο άκτιστος Θεός είναι άτρεπτος και απαθής, ενώ ο άνθρωπος τρεπτός. Λόγω ακριβώς της τρεπτότητας χρειάζεται την  «επικουρία του Παντοκράτορος» χωρίς τον οποίο, ού­τε αρετή, ούτε σοφία, ούτε πνευματική προκοπή υφίσταται. Όταν προ­σφέ­ρεται στον Θεό η αγαθή προ­αίρεση και υπάρχει συναίσθηση της προσωπικής α­ποτυχίας, ο Θεός καταφθάνει συνα­ντι­λή­πτορας και βοηθός. Τότε ο άνθρωπος σώζεται ό­χι τόσο με τα δικά του καλά έργα όσο με την ευδοκία της χάριτος του Θεού.

   (Μακεδονία 23.1.2011)