Ηθική αυτονομία: από την αρχαιότητα στην νεωτερικότητα

24 Μαρτίου 2021

Ο Σωκράτης θεωρούσε την άγνοια αιτία της ανηθικότητας. Η χρήση της λογικής για τη κατάκτηση της γνώσης του αγαθού οδηγεί στην αρετή. Το αγαθό και η δικαιοσύνη εκφράζουν αυτόνομες αντικειμενικές αλήθειες οι οποίες δεν υπακούν σε κανενός θεού την θέληση. Η συνείδηση της ηθικής ύπαρξης είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους και αποτελεί βασικό στοιχείο της φύσης του.

Οι ηθικές έννοιες, οι καρποί της ηθικής, οι οποίες είναι συμφυείς στην ανθρώπινη ψυχή, υπάρχουν σε λανθάνουσα μορφή και αποτελούν τις ψυχικές του δυνάμεις τις οποίες μπορεί ο ίδιος να ανακαλύψει και να ενεργοποιήσει με την γνώση. Η σωκρατική ηθική δεν βρίθει ολοκληρωμένων αυτονομικών αναφορών αλλά υπό μορφή ιχνών μπορούμε να τις εντοπίσουμε στην αναζήτηση του νόμου της ηθικής, στην ανθρώπινη φύση και στην χρήση της λογικής σε κάθε ηθική έρευνα.(Κόιος, 2004:15-22)

Ο Πλάτωνας αν και ταυτιζόταν σε μεγάλο μέρος με τις απόψεις του δασκάλου διαχώρισε τη θέση του ως προς τη μεθοδολογία της αναζήτησης του αγαθού. Στη θέση της σωκρατικής διαλεκτικής μεθόδου τοποθέτησε την ενόραση. Η ενόραση στηρίζεται στη λογική και στην επιστημονική σκέψη. Με αυτή τη μέθοδο ο Πλάτωνας έρχεται πιο κοντά στην αντίληψη της αυτονομίας. Η βασική διαφορά των δύο διανοητών βρίσκεται στον τρόπο χρήσης της λογικής. Ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την λογική για να διερευνήσει την αλήθεια ή την πλάνη κάποιου φιλοσοφικού προβληματισμού . Ενώ αντίθετα ο Πλάτωνας θέτοντας τη λογική ως καθοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης διανόησης την αξιώνει. Διότι με βάση αυτή διατυπώνει αξιωματικές αρχές με τις οποίες οδηγήθηκε στο απόλυτο ιδανικό στο κόσμο των ιδεών. Το αγαθό τελικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί στα ανθρώπινα όρια διότι η αθάνατη ψυχή που το αναζητά δεν είναι ελεύθερη αλλά είναι αιχμάλωτη στο φθαρτό ανθρώπινο σώμα το οποίο λειτουργεί σαν δεσμωτήριο της . (Κόιος, 2004:22-23 ). Μέσα σε μια ανελεύθερη ψυχή είναι αδύναμο να υπάρχει αυτονομία.

Στην λογική εναποθέτει την αναζήτηση των ηθικών επιλογών και του ύψιστου αγαθού, ο ιδρυτής της επιστήμης της ηθικής, ο Αριστοτέλης. Ο Αριστοτέλης ωθεί τη σκέψη ακόμα πιο κοντά στην αυτονομία όταν αφαιρεί το αγαθό από τη σφαίρα της οντολογίας και το παραδίδει αξιωματικά στη αναλογική ύπαρξη, στη ύπαρξη του, δηλαδή, σε σχέση με κάποιο άλλο και όχι καθ’ εαυτό. Ο Αριστοτέλης κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα όταν αντιλήφθηκε την σχετικότητα του αγαθού. Την επιβολή του ηθικού νόμου τότε την εναπόθεσε στην ανθρώπινη λογική, επειδή δεν υπάρχει απόλυτο αγαθό για να τον «επιβάλλει». Όμως, τη πιθανότητα αυθαιρεσίας ή κατάχρησης στην εφαρμογή της ηθικής την περιορίζει η θεώρηση της αρετής σαν μεσότητα πολλών παραμέτρων. Ο Αριστοτέλης αντιτιθέμενος στον Πλάτωνα αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σαν ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Με αυτή την θεώρηση ακυρώνει τον πλατωνικό δυαλισμό, ώστε να μπορέσει να αναζητήσει την ευδαιμονία μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση αλλά και στη ανθρώπινη δραστικότητα που είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού (Κόιος, 2004:23 )

Οι σοφιστές είναι οι φιλόσοφοι οι οποίοι έδωσαν όσο κανείς άλλος προηγουμένως την αυτονομία στην ηθική και έγιναν οι εμπνευστές της σύγχρονης θεώρησης της ηθικής αυτονομίας. Το βασικό τους αξίωμα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έδωσε, φιλοσοφικά, την δυνατότητα στον άνθρωπο να συμμετάσχει ο ίδιος στην ηθική κρίση, διότι σε αυτό τον τομέα επικρατεί η σχετικοκρατία και ο υποκειμενισμός, Με αυτή την λογική είναι αδύνατο να υπάρξει αντικειμενικότητα στην ηθική. Οι σοφιστές αντιτίθενται στον Σωκράτη ο οποίος ζητούσε την ηθική στην κοινή ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με τον σχετικισμό τους υπάρχουν τόσες ηθικές όσες και οι άνθρωποι. Ο σχετικισμός δεν ήταν μια ακόμα φιλοσοφική θεωρία, αλλά ένα διδακτικό μέσο για να κάνουν τους μαθητές τους άνδρες ικανούς να συμμετέχουν και να διαχειρίζονται τα πολιτικά πράγματα. Για το λόγο αυτό δεν θεωρούν υψηλό ιδανικό την ευδαιμονία αλλά την επιτυχία. (Κόιος, 2004: 24 )

Η ελληνική σκέψη των ελληνιστικών χρόνων αν και δεν παρήγαγε τις πρωτοτυπίες και τις ιδιοφυΐες του παρελθόντος κατάφερε με τη δυναμική της να επικρατήσει. Και μέσα από τον συγκρητισμό μπόρεσε να διαποτίσει ένα ενιαίο πολιτισμό, αφήνοντας τη σφραγίδα του σε κάθε όμορο λαό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Διεισέδυσε και στον Ιουδαϊσμό από την οποία προέκυψε ο ελληνιστικός Ιουδαϊσμός. Τελικά ο ελληνιστικός πολιτισμός διεισδύει σε όλη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και όταν εμφανίζεται ο Χριστιανισμός αναμετριέται μαζί του.

Ο Χριστιανισμός ήλθε σε επαφή με τρεις διακριτές Ελληνικές φιλοσοφικές, πολιτισμικές τάσεις, οι οποίες εκτός από την θεωρητική τους βάση παγιώθηκαν και σαν τρόποι ζωής. Η πρώτη τάση ήταν ο μονισμός ο οποίος ενοποιεί την αισθητή με την νοητή διάσταση. Η δεύτερη ήταν η δυαρχία η οποία ασχολείται με την σύγκρουση και τη συμπλοκή ύλης και πνεύματος στο επίπεδο του αισθητού και του νοητού, της ψυχής και του σώματος. Κατά τα αξιώματα της δυαρχίας ανώτερος, αθάνατος ανώλεθρος και καθαρός είναι μόνο ο πνευματικός κόσμος ενώ ο υλικός κόσμος (αισθητός) είναι κατώτερος και φθαρτός. Τέλος η Τρίτη τάση αυτή της ιεραρχίας πρεσβεύει το κόσμο μιας νομοτέλειας. Στην ιεραρχία όλα τα στοιχεία της θεοί , ημίθεοι, ήρωες, πολίτες, δούλοι και λοιποί αποτελούν ένα άτεγκτο νομοτελειακό σύστημα. Και σε ένα καθορισμένο κύκλο δράσης (οριακό) υπό το εξουσία εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων. Η διαφυγή του ανθρώπου από τα προκαθορισμένα όρια της ελευθερίας του και από τον προκαθορισμένο χώρο δράσης του αποτελεί ύβρη. ( Ματσούκας,2001: 80-82)

Η έννοια της αυτονομίας στην νεότερη φιλοσοφία

Ο ορισμός της αυτονομίας και της ελευθερίας και η θέση τους στην ανθρώπινη ζωή απασχόλησε και απασχολεί το σύνολο σχεδόν των φιλοσόφων όλων των εποχών. Στην αρχαία φιλοσοφική σκέψη των κλασικών χρόνων υπάρχουν σπαράγματα προβληματισμών για την προέλευση της ηθικής. Αν αυτή προέρχεται, δηλαδή, από εξωτερική δράση (ετερονομία ) ή από εσωτερική ενέργεια (αυτονομία ), χωρίς να υπάρχει σαφής φιλοσοφικός ορισμός για την ετερονομία. Η έννοια της ετερόνομης ηθικής διασαφηνίστηκε με την ανάπτυξη και τη διάδοση του Χριστιανισμού και μεταδόθηκε με την διδασκαλία του, η οποία είχε απόλυτη εφαρμογή στη Δύση. Η αυταρχική απαίτηση από την δυτική Εκκλησία στην υπακοή των χριστιανικών εντολών από τους πιστούς της , δημιούργησε την νοητική πλάνη ότι η χριστιανική ηθική είναι κατά βάση ετερόνομη. Την φαινομενική αίσθηση της ηθικής ετερονομίας ενίσχυσε και η διάδοση στη Δύση , μέσω του χριστιανισμού, της Παλαιάς Διαθήκης. Η οποία θεωρήθηκε ότι είναι πηγή ετερόνομης ηθικής, επειδή αποτελείται από θείους νόμους οι οποίοι απαιτούν υποχρεωτική εφαρμογή. Στη σύγχρονη χριστιανική εποχή ο Ιμμάνουελ Κάντ θεμελίωσε στην αυτονομία την ηθική, εξετάζοντας παράλληλα και τη σχέση της αυτονομίας με την ετερονομία. Ο Έριχ Φρόμ εξέτασε την αυτόνομή ηθική σε σχέση με την σύγχρονη κοινωνία και με τη ηθική της θρησκείας. Εκτός από αυτούς του δύο σημαντικούς φιλοσόφους είδαν την ηθική αυτονομία μέσα από ιδιάζουσα προοπτική τέσσερεις άλλοι εξίσου σπουδαίοι φιλόσοφοι. Οι Γιόχαν Φίχτε, Λούντβιχ Φόιερμπαχ, Φρίντιχ Νίτσε και Κάρλ Πόπερ. (Κόιος, 2004: 34 )

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ