Mία μεγάλη συγγνώμη και ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ!

13 Απριλίου 2021

«Θάρρος παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε

άγνωστη να ΄ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη «φοβάμαι»…

Δώσ΄ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα

Διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μεσ΄ την σκέψη κρυμμένα!»

(Γ. Βερίτης Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους.)

Με αυτούς τους στοίχους ξεκινά το ποίημα του: «Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους» ο ποιητής Γεώργιος Βερήτης. Ποιητής ο οποίος αγαπήθηκε στον μέγιστο βαθμό από τον μακαριστό πατέρα Ιωακείμ, τον γνωστό και κατά πάντα σεβαστό και πολυαγαπημένο μας «παππού». Το ποίημα δείχνει με ξεχωριστό τρόπο το βέβαιο των δυσκολιών τού βίου μας, αλλά και το ακόμη πιο βέβαιο, της αγαπητικής παρουσίας του Κυρίου στην ζωή μας.

Μεταξύ των πολλών γνωρισμάτων μιας τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας είναι τα μέλη της. Το έμψυχο σώμα της. Γι’ αυτά τα μέλη, υπάρχει μία θυσιαστική παρουσία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Παράλληλη με αυτή τη θυσία, είναι και η εναπόθεση του λογικού ποιμνίου, στα με Αποστολική διαδοχή φέροντα την ιεροσύνη μέλη της. Τούτα τα μέλη, οι ιερείς δηλαδή, είναι ευτυχείς όταν «με καθαρές και μεγάλες θυσίες το Χριστό φέρνουν στους επιγείους. Ευτυχής διότι αποτελούν το γέννημα της ουράνιας ποίμνης, και οδηγούν στις νομές του Χριστού πρόβατο τέλειο» (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Έπη θεολογικά. Ποίημα ΙΖ’, Διαφόρων βίων μακαρισμοί. ΕΠΕ 9:262).

Τέτοιας ψυχής και διακονίας λειτουργός τού Υψίστου ο μακαριστός «παππούς». Παλιάς στόφας άνθρωπος. Ξεχωριστής προσωπικότητας ιερέας.

Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα, πολυσέβαστοί μου πατέρες και αδελφοί, ευλογημένοι μου χριστιανοί. Στηριζόμενοι σε μία ακροστιχίδα τού ονόματος τού «παππού», θα τολμήσουμε μια σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του.

Ι εροπρεπής

Ω ραιότητα.

Α κακίας

Κ άλλος.

Έ φερες

Ι δεοσημία

Μ ακάριε.

Ιεροπρέπειας γνώρισμα, η μετά την κοίμηση του ελλόγου πλάσματος, αγαθή ανάμνηση. Ο «παππούς», 60 και πλέον χρόνια, είχε και έχει, σε όσους έδωσε ο καλός Θεός να τον ζήσουμε, χαράξει στη μνήμη μας, μία ιδιαίτερη ιεροπρέπεια. Ο άγιος Γρηγόριο ο Θεολόγος σε ένα από τα πολλά και υπέροχα ποιήματά του, αναφέρει: «να σέβεσαι πρώτα τον Θεό και κατόπιν τον ιερέα, τον επίγειο Χριστό, που σου δείχνει τα σημάδια της ζωής σου» (Έπη θεολογικά. Ποίημα Β’. Υποθήκαι παρθένοις. ΕΠΕ 9:84. «Αζεό μοι πρώτιστα Θεόν, μετέπειθ’ ιερήα Χριστόν επιχθόνιον, ζωής σημάντορα σείο∙»).

Όσοι τον ζήσαμε, όσοι του φιλήσαμε το χέρι, όσοι ακούσαμε έναν λόγο αληθινό παρηγοριάς από τα χείλη του, άλλα και όσοι του γυρίσαμε την πλάτη, έδωσε ο καλός Θεός να ομολογούμε σήμερα μεγαλόφωνα και με ειλικρίνεια, το ποιος ήταν. Βαθιά χαραγμένες μνήμες έχουμε ο καθένας μας από τον «παππού». Μας βοήθησε να ορθοβηματίσουμε πολλές φορές μέσα από την εξομολόγηση. Είχε βαθιά γνώση του λειτουργήματός του «συνιστών εαυτόν ως Θεού διάκονον, εν υπομονή πολλή» (B’ Κορινθίους 6:4) και ως επί γης Χριστός, μάς έμαθε να είναι «άγνωστη και ξένη στα χείλη μας η λέξη «φοβάμαι»…». Και κάθε που μας τρόμαζε η τεθλιμμένη οδός «ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν» (Ματθαίος 7:14) και εκεί ήταν παρόν. Κάθε συνάντηση μαζί του, έκπληξη και πλούσια, πνευματικών δωρεών εμπειρία. ΠΟΙΟΣ άραγε το καταλάβαινε τότε;

Ωραιότητα αυθεντικού μεγαλείου ψυχής μοναδικής, η κάθε του στιγμή και συμπεριφορά. «Πάσχα ἐστίν ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις» (Λόγος είς τό Ἅγιον Πάσχα.) μας λέει ο Ιερός Χρυσόστομος. Την ωραιότητα τής επιγείου πασχαλιάς του ο «παππούς», την έζησε κατά τον καλύτερο τρόπο και σε πολλούς από εμάς έγινε παράδειγμα προς μίμηση. Ποιος άραγε σήμερα τολμά να μην ομολογήσει πως «με την γνώση και την αρετή διαποτίστηκε από το Πνεύμα, και οδήγησε, με την διδασκαλία τούς δεκτικούς,, στην ευσέβεια και την πίστη». (Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά Β’. ΕΠΕ 15Δ:99). Απολαμβάνει σήμερα την συνάντησή του με τον Γλυκύ Ιησού, για Τον οποίο, έδωσε όλο του το είναι. Είμαι βέβαιος πως ο «παππούς», δεν θα πάψει να Του μιλά για όλους εμάς, όπως έκανε στην επί γης βιωτή του. Κι εμείς ως τέκνα εν Κυρίω αληθινά, με τις ισχνές μας δυνάμεις, ας τον συναντάμε συχνά-πυκνά στις δικές μας προσευχητικές περιπλανήσεις και προσκομιδές.

Ακακίας διδάσκαλος ξεχωριστός και απαράμιλλης αγάπης παιδαγωγός υπήρξε. Η πραότητά του, η ηρεμία του, το χαμόγελό του, ο γλυκύς λόγος του, αλλά κυρίως το παιδευτικό επαναλαμβανόμενο «οὐδέν σχόλιον», θα μας συντροφεύουν και θα θέτουν το πνευματικό φρένο στις κατ’ εξακολούθηση εκτροπές μας. Παράλληλα δε, η βιωματική απλότητά του, είναι μία αποστομωτική απάντηση σε κάθε έναν από εμάς, ο οποίος εν ονόματι της δόξας της Εκκλησίας, καλλιεργεί τα θέλω του και τρέφει λογιών, λογιών εγωισμούς και εγωπάθειες. Παραφράζοντας κατά το ελάχιστο και όχι αλλοιώνοντας τον Όσιο Μάξιμο τον Ομολογητή, θα ομολογήσουμε πως η απλότητά του «δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ακινησία του θυμού και της επιθυμίας στο παρά φύση» (Όσιος Μάξιμος Ομολογητής. Πεύσεις και αποκρίσεις, ΕΠΕ 14Α:267. «Η πραότης ουδέν έτερον εστιν η θυμού και επιθυμίας εις τα παρα φύσιν ακινησία»).

Κάλλος ιδιαίτερο, εκτός του μεγαλείο της ακακίας του και το απέριττο της ζωής του. Λιτό, απλό και ταπεινό το κελί του. Τέτοιο, που εμείς οι σύγχρονοι γνώστες των πάντων, να λέμε πολλές και εύκολες κουβέντες, ξεπερνώντας ανώδυνα, το μέγιστο της παιδικότητάς του. Κι αν ψάξει κανείς τα ρούχα του και τις στολές του, θα διαπιστώσει πως υπήρξε όσο ελάχιστοι απλός, σε μια εποχή που θα μπορούσε να είχε ό,τι ήθελε, δικαιολογημένα… Με την ευγενή καθημερινότητα και συμπεριφορά του ουδέποτε ήρθε σε σύγκρουση το «λάθε βιώσας» (Επίκουρος.). Όταν έπρεπε ήταν παρόν∙ μα και, όταν έπρεπε, κρυβόταν. Μία ιδιότυπη σαλότητα.

Έφερε πνευματικά εφόδια, χωρίς κανείς σήμερα, να μπορεί να αντιπαραβάλει αντίθετη γνώμη, πέρα από τα όποια ανθρώπινα προσωπικά του μικρομειονεκτήματα, την ευσέβεια, την πίστη και την εμπιστοσύνη του στον Θεό της αγάπης, ως κάλος ξεχωριστό. Από τότε που τον γνωρίσαμε, μάς δίδασκε, με τον τρόπο ξεχωριστό τον αγιογραφικό λόγο τον οποίο ζούσε έντονα: «ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίος 18:3). Όλους, μάς θυμόταν και μας φώναζε με το μικρό μας όνομα, χωρίς να το ξεχνά ΠΟΤΕ ! ! ! Ώρες και ώρες αφιέρωνε να μιλά, να αφηγείται, και να πλάθει ιστορίες με τα παιδιά και για τα παιδιά. Τα παιδιά τα υπεραγαπούσε και ουδέποτε στα υλικά και πνευματικά του δώρα προς αυτά, υπήρξες φειδωλός. Αλλά και στους μεγάλους, υπήρξε στήριγμα, απαντοχή και ανάπαυση μεγάλη. Σήμερα, με γνώση αψευδή, δημόσια μου επιτρέπετε να ομολογήσω την μεγάλη του αγάπη για την φιλανθρωπία. Μοίρασε απλόχερα όλα του τα χρήματα και είμαι βέβαιος πως πολλοί από εμάς είμαστε μάρτυρες αυτής της μεγάθυμης πράξης του.

Ιδιοσημία του, όλα τα προαναφερθέντα. Μία όμως τελευταία επισήμανση ταπεινά φρονώ πως είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη. Η θυσιαστική του υπακοή στον μακαριστό Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο ο οποίος τον εισήγαγε στην ιεροσύνη, αλλά και ο σεβασμός του στον νυν Μητροπολίτη Κασσανδρείας κ. Νικόδημο, τον οποίο με τις όποιες υπερήλικες δυνάμεις είχε, διακόνησε, έγιναν αιτία, όλοι εμείς, οι πνευματικοί μείρακες, να εντυπώσουμε εικόνες οι οποίες «ὀδὸν σωτηρίας» (Ευχή Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων. Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων) διδάσκουν.

Σεβασμιώτατε, πατέρες και αδελφοί εν Χριστώ, ας μου επιτραπεί ως «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» (Παλαιά Διαθήκη. Έξοδος 33:11) να κλείσω αυτή την ταπεινή μου αναφορά μιλώντας (εκ μέρους όλων μας) απευθείας στον κατά πάντα σεβαστό πατέρα Ιωακείμ, τον γλυκύ «παππού μας».

Μακάριε παππού και μακαριστέ πνευματικέ μας πατέρα, διδάσκαλε και οδηγέ «ἐπί νομάς ζωηφόρους και σωτηρίους» πολλών εξ ημών, αναπαύου «ἐν χώρᾳ ζώντων» (Μακαρισμοί εξοδίου ακολουθίας). Χαίρε της προγεύσεως της αιωνίου χαράς και μακαριότητας. Αγάλλου και απόλαυσε τον μισθό των κόπων σου, διότι είναι γνωστό πως «δεν βάδισες σε κήπους ανθόσπαρτους». Υπέμεινες κόπους και δυσκολίες, δοκιμασίες και διωγμό, όμως, είναι πανθομολογούμενο πως «έδωσες το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησες πάνω» στον Κύριο.

«Όλα για την δόξα του Χριστού!

να το μεγάλο σύνθημά σου.

Όλα για την δόξα του Χριστού,

απ’ τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά σου».

Θα πει ο πολυαγαπημένος του Βερίτης.

Τούτη την ώρα, μένει να εκφραστεί δημόσια μία μεγάλη συγγνώμη και ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ. Είμαι βέβαιος πως μεταφέρω και καταθέτω, την κρυφή επιθυμία όλων όσων σε είδαμε, σε γνωρίσαμε, σου μιλήσαμε και σε απολαύσαμε. Μία συγγνώμη για τις όποιες θλίψεις σού προξενήσαμε, είτε άθελά μας, είτε ηθελημένα. Μια συγγνώμη για όλους τους πόνους και τα όποια ποτήρια πίκρας σου προσφέραμε. Μία συγγνώμη εκφρασμένη μέσα από την καθημερινή μας προσευχή. Αλλά και ένα μεγάλο ευχαριστώ βγαλμένο από τα μύχια των καρδιών μας. Ένα ευχαριστώ, για την υπομονή σου, την καταδεκτικότητά σου, την πραότητα, την ακακία, την απλότητά σου, την συγχωρητικότητά σου, και φυσικά ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αφειδώλευτη, ανυστερόβουλη και πλούσια αγάπη σου.

«Παππού» καλό Παράδεισο και καλή αντάμωση.

«καλήν ἀπολογίαν, τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ»

(Ομιλία που εκφωνήθηκε στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του Αρχιμ. Ιωακείμ Μπιτούνη, τ. Πρωτοσυγκέλου της Ι.Μ. Κασσανδρείας, στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Πολυγύρου)