«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία»: Η «Πρώτη ανάσταση» ή Ο Εσπερινός της Αναστάσεως

1 Μαΐου 2021

Ο Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων κατά την «πρώτη Ανάσταση» στον Παλαιό Μητροπολιτικό Ναό Βεροίας (2019). © Kosmas Karagiannis – ΙΜΒΝΚ

Ένα από τα συγκλονιστικότερα υμνογραφικά κείμενα του Μεγάλου Σαββάτου, που το ακούμε μετά το εκρηκτικό εκείνο ξέσπασμα του Εσπερινού της αναστάσεως, στην «πρώτη», λεγόμενη, «Ανάσταση», με τον Κύριο ακόμη εν τω Άδη, είναι ο Χερουβικός Ύμνος, που ξεκινά με τη φράση: «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία».

Ένας Χερουβικός Ύμνος, που ψάλλεται στη Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου και στη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Αυτό διαβάζουμε σχετικώς. Στην πραγματικότητα, μια φορά το χρόνο, για όλους εμάς, τους πολλούς. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου:

Χερουβικόν. Τροπάριον Ήχος πλ. α’

«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου, και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω· ο γαρ Βασιλεύς των Βασιλευόντων, και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς· προηγούνται δε τούτου οι Χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον· αλληλούϊα».

Έτσι εν φόβω και τρόμω και εν σιγή ενώπιον του γεγονότος του Θανάτου και της Ταφής του Κυρίου. Κι ας έχει προηγηθεί η ανθοφορία του επιταφίου, με την ατμόσφαιρα να λάμπει, παρά το πένθος, και να μυροβλύζει, εαρινή και ανθοφορούσα. Με την ανάδειξη της ωραιότητος του θανόντος Χριστού με τους στίχους των εγκωμίων:

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»

Κι ας έχει ακόμα λίγο πρίν ακουστεί το σεισμικό «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην». Κι ας γέμισαν οι ναοί δάφνες. Κι ας κουνιούνται οι πολυέλαιοι πανηγυρικώς. Κι ας ηχούν εκρηκτικώς και βροντερώς τα στασίδια των ναών [έθιμο της Κύπρου]. Με το πλήθος των πανηγυριζόντων και εορταζόντων, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους ιερείς μας, που αφήνουν οπίσω το πένθος, για να αποκαλύψουν σπεύδοντες, εν χορώ, το φως και τη χαρά, προετοιμάζοντάς μας για την πρωία της επομένης, για την Ημέρα της Λαμπρής, με το «Δεύτε Λάβετε φως». Και τούτο, γιατί είμαστε λαός της αναστάσεως και του φωτός και του κάλλους και της ωραιότητος και της χαράς, σκέφτομαι. Και της ανοίξεως.

Γι’ αυτό και ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, που προηγήθηκε, κατά την εσπέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ανθοφορεί. Και ενώ ο μιλεί για τον θάνατο και το πένθος, μας ετοιμάζει για την ανάσταση. Και η επόμενη πρωία, με τον Εσπερινό της Κυριακής της αναστάσεως, κι ας είναι Σαββάτο, ακόμη, μας οδηγεί στη χαρά του Αναστάντος κι ας ευρίσκεται ο Κύριος στα καταχθόνια του Άδου.

Γυρίζω, όμως σε εκείνο το «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Και σ’ εκείνο το «στήτω μετά φόβου και τρόμου». Και θυμάμαι την λακωνική εκείνη περιγραφή του ασκητικού βίου των Εβραίων, όπως την όριζε ο παλαιός μας δάσκαλος στη Φιλοσοφική:
«Η αποξένωσις του εκλεκτού ανθρώπου από το περιβάλλον του, ίνα δεχθή την παρουσίαν του Θεού εις βίωμα παντοδύναμον γενόμενον δεκτόν εν φόβω και τρόμω είνε η εμπειρία η εβραϊκή…».

Σκέφτομαι κι εκείνο των Πατέρων της εκκλησίας και των ασκητών, του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, αλλά και του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου:

«Φόβος Θεού και μνήμη θανάτου».

Έτσι, λοιπόν, ο «Χερουβικός ύμνος», με εκείνο το:

«και στήτω μετά φόβου και τρόμου, και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω·»

Και εξηγεί ο υμνογράφος γιατί:

«ο γαρ Βασιλεύς των Βασιλευόντων, και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς·»

Θυμίζω εδώ το «Λάβετε φάγετε» και το «Πίετε εξ αυτού πάντες» του Μυστικού Δείπνου, που προηγήθηκε. Στον Μυστικό Δείπνο ο Χριστός, αφού πρόσφερε στους μαθητές Του το Άγιο Σώμα Του και το Τίμιο Αίμα Του, τους έδωσε την εντολή: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Γι’ αυτό και ο ιερέας εκφωνεί: «Λάβετε, φάγετε· τούτο μου εστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον, εις άφεσιν αμαρτιών». Κι ακόμη, «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτό εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».

Και το «οδοιπορικό» και το σκηνικό συνεχίζουν οι στίχοι:

«προηγούνται δε τούτου οι Χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον· αλληλούια».

Είμαστε στον «Χερουβικό ύμνο». Γι’ αυτό και «οι Χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ».

Στέκομαι, τέλος, σε εκείνο το «τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον· αλληλούια». ενώπιον των φρικτών μυστηρίων καλύπτουμε, από το δέος που αποδεσμεύει το γεγονός, τας όψεις. Το πρόσωπό μας. Γιατί είμαστε περιδεείς. Τελούμε εν φόβω και τρόμω. Να, το σκηνικό του μυστηρίου. Με όσα φρικτά τελούνται εκεί μυστικώς και κρυφίως.

Είναι κι εκείνο το Δοξαστικόν των Αίνων, του Όρθρου που προηγήθηκε το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής:

Δόξα… Ήχος πλ. β’

«Την σήμερον μυστικώς, ο μέγας Μωϋσής προδιετυπούτο λέγων· και ευλόγησεν ο Θεός, την ημέραν την εβδόμην· τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον· αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ο Μονογενής Υιός του Θεού, διά της κατά τον θάνατον οικονομίας, τη σαρκί σαββατίσας, και εις ο ην, πάλιν επανελθών, διά της αναστάσεως, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος».

Να η προδιατυπούμενη ανάστασις. Και το προσδοκώμενο φως. Και η ημέρα του Σαββάτου που ετοιμάζει την ανάστασιν του Κυρίου. Κι ένα ποίημα που συνάπτεται υπογείως με το «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία» με εκείνο το «Και ευλόγησεν ο Θεός, την ημέραν την εβδόμην» και «το ευλογημένον Σάββατον» και την «της καταπαύσεως ημέραν, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ο Μονογενής Υιός του Θεού, διά της κατά τον θάνατον οικονομίας».

Να, η γαλήνη και σιγή και η κατάπαυσις των παθών και η ημέρα η Εβδόμη, και η ημέρα του Κυρίου, που λαμπροφορεί. Και η ανάπαυσις των ψυχών και των σωμάτων.

 

Νίκου Ορφανίδη, «Πορεία προς την Ζωηφόρον Ανάστασιν, Δώδεκα κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου».