Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος: Πώς η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ διαμορφώνει ιερέα και προφήτη!

20 Αυγούστου 2021

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί της Άννας»
[Mητέρας του προφήτη Σαμουήλ]
Ομιλία πρώτη
(Απόσπασμα)

ε. […] Ήταν κάποια Ιουδαία γυναίκα Άννα. Αυτή η Άννα υπόφερε επί πολύ χρόνο γιατί δεν έκανε παιδιά, και το χειρότερο μάλιστα, ότι η αντίζηλός της ήταν μητέρα πολλών παιδιών. Συμβαίνει δε φυσικά και καθ’ εαυτό το πράγμα να είναι αφόρητο στις γυναίκες· όταν δε έρχεται κοντά και αντίζηλος έχοντας παιδιά, πολύ χειρότερο γίνεται· γιατί στη γονιμότητα κείνης της γυναίκας ακριβέστερα αναγνώριζε τη δική της συμφορά. Όπως και κείνοι που ζουν μαζί με την έσχατη φτώχεια, όταν αντιληφθούν εκείνους που πλουτίζουν.

Και δεν ήταν αυτό μονάχα το φοβερό, ότι αυτή μεν δεν είχε παιδιά, ενώ η άλλη είχε, αλλά ότι ήταν και αντίζηλος, κι όχι μονάχα ότι ήταν αντίζηλος, αλλά ότι την προκαλούσε για να την εξουθενώσει. Ο Θεός δε βλέποντας όλα αυτά ανεχόταν και «Ουκ έδωκεν αυτή Κύριος», λέει, «κατά την θλίψιν αυτής, και κατά την αθυμίαν της ψυχής αυτής».

Τι σημαίνει «Κατά την θλίψιν αυτής»; Δεν είναι να πεις -λέει- ότι βλέποντας να υποφέρει με πραότητα τη συμφορά, της πρόσφερε τη δυνατότητα της γέννας, αλλά αν και την έβλεπε να ξεσχίζεται, να υποφέρει, να θλίβεται, δεν διέλυσε την αθυμία, οικονομώντας κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο.

Αυτά ας μη τ’ ακούμε χωρίς να δίνουμε σημασία, αλλά κι από δω ας μάθουμε μέγιστη φιλοσοφία, κι όταν σε κάτι φοβερό περιπέσουμε, κι αν υποφέρουμε, κι αν οδυρόμαστε, κι αν μας φαίνεται αβάσταχτο το κακό, ας μη σπεύδουμε, ούτε ν’ ανησυχούμε, αλλά ας αναμένουμε την πρόνοια του Θεού.

Γιατί εκείνος γνωρίζει καλά πότε πρέπει να καταλύσει την αιτία της αθυμίας σ’ εμάς· πράγμα λοιπόν, που συνέβη και σ’ αυτή. Γιατί όχι επειδή τη μισούσε, ούτε επειδή την αποστρεφόταν σφράγισε ο Θεός τη μήτρα της, αλλά για ν’ ανοίξει σε μας τις θύρες της φιλοσοφίας σχετικά με τη γυναίκα και να γνωρίσουμε καλά τον πλούτο της πίστης της, και να μάθουμε ότι απ’ αυτό την λάμπρυνε περισσότερο.

Άκου δε και τα εξής: «Και ούτως έκαμνε κατ’ έτος· οσάκις ανέβαινεν εις τον οίκον του Κυρίου, ούτω παρώξυνεν αυτήν· και εκείνη έκλαιε, και δεν έτρωγεν. Πολύ επίμονη η οδύνη, μεγάλο το μάκρος της λύπης, όχι δυο και τρεις μέρες, ούτε είκοσι κι εκατό, ούτε χίλιες και δυο φορές τόσες πολλές. Αλλά από πολλά ήδη χρόνια λυπούνταν και υπόφερε η γυναίκα· γιατί αυτό σημαίνει το «Κατ’ έτος»· Κι όμως, δεν απαύδησε, ούτε ο μακρός χρόνος έθεσε σ’ αμφιβολία την πίστη της, ούτε οι ντροπιασμοί κι οι κοροϊδίες της αντιζήλου, αλλά συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε.

Και το μεγαλύτερο βέβαια απ’ όλα, και που περισσότερο αποδείχνει τον πόθο της για τον Θεό, (είναι) ότι δεν επιθυμούσε ν’ αποκτήσει απλά το παιδί το ίδιο, αλλά ν’ αφιερώσει καρπό της κοιλιάς της στον Θεό, και από τα ίδια της τα σπλάχνα να θυσιάσει, και για την καλή αυτή υπόσχεση να λάβει ανταμοιβή.

Από πού είναι αυτό φανερό; από τα ύστερα από αυτά λόγια. Γιατί όλοι χωρίς αμφιβολία, γνωρίζετε, ότι η ατεκνία στις γυναίκες είναι για τους άντρες περισσότερο ακόμη αφόρητη. Γιατί πολλοί από τους ανθρώπους τόσο παράλογα συμπεριφέρονται, ώστε να κατηγορούν τις γυναίκες, αφού δεν γεννούν, μη γνωρίζοντας ότι η γέννηση έχει από ψηλά την αρχή, από την πρόνοια του Θεού, και ούτε γυναικεία φύση, ούτε επαφή σαρκική, ούτε άλλο τίποτα είναι γι’ αυτό το σκοπό αρκετό. Αλλ’ όμως, αν και γνωρίζουν βέβαια ότι άδικα κατηγορούν, ονειδίζουν και πολλές φορές αποστρέφονται, και δεν συμπεριφέρονται προς
αυτές με γλυκύτητα.

στ. Και πρόσεξε ευλάβεια γυναίκας. Δεν είπε: «αν μου δώσεις τρεις γιους, σου δίνω τους δυο, και αν δύο, σου δίνω τον ένα»· αλλά: «αν μόνο έναν δώσεις, ολόκληρο τον καρπό σου αφιερώνω». «Και οίνον και μέθυσμα ου μη πίεται». Ακόμη δεν έλαβε το παιδί, και διαμορφώνει κιόλας προφήτη, και για την ανατροφή του συνομιλεί και κλείνει συμφωνίες με το Θεό.

Ω παρρησία γυναίκας! Επειδή τότε δεν είχε τίποτα να προσφέρει, γιατί ποτέ δεν έλαβε, καταβάλλει το τίμημα από τα μέλλοντα να λάβει. Κι όπως πολλοί από τους γεωργούς ζώντας σ’ έσχατη φτώχεια και μη έχοντας χρήματα ώστε ν’ αγοράσουν μοσχάρι ή πρόβατο, τα παίρνουν μεσιακά [από κοινού] από τους πλούσιους άρχοντες, υποσχόμενοι να καταβάλουν την αξία απ’ τους μελλοντικούς καρπούς. Έτσι λοιπόν κι αυτή, μάλλον δε και πολύ περισσότερα έκαμε. Γιατί δεν λαβαίνει από τον Θεό τον γιο μεσιακό [από μισό], αλλά για να τον αποδώσει πάλι ολάκερο σ’ Αυτόν, και να καρπωθεί την ανατροφή του. Διότι νόμισε πως είναι αρκετή αμοιβή, το να πονέσει για τον ιερέα του Θεού.

«Και οίνον και μέθυσμα ου μη πίεται», λέει. Δεν αναλογίστηκε λέγοντας: «τι θα γίνει δε, αν, όντας άγουρος, καταστραφεί απ’ την υδροποσία; Τι θα γίνει αν πέσει σ’ αρρώστια; Τι δε αν έχοντας αρρωστήσει βαρειά, πεθάνει»;

Αλλά έχοντας κατανοήσει ότι εκείνος που τον έφερε στην ζωή, εκείνος θα μπορέσει να προνοήσει και για την υγεία, από τα ίδια αυτά τα σπάργανα και τις ωδίνες του τοκετού τον έβαλε μέσα στην αγιοσύνη, έχοντας στηρίξει το παν στον Θεό, και πριν από τις ωδίνες αγιαζόταν η γαστέρα της έχοντας (μέσα της) προφήτη, και εγκυμονώντας ιερέα, και φέροντας το αφιέρωμα, αφιέρωμα έμψυχο.

Συνεχίζεται

 

Από τον τόμο «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα. Κείμενον – Μετάφρασις, τόμος έβδομος, Ερμηνευτικά Β’». Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κώστας Ε. Τσιρόπουλος. Γενική επιμέλεια Κων. Λουκάκη. Εκδόσεις ο «Λόγος», Αθήνα 1972.