Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Μόλις υπήρξε η Παρθένος, έγινε εντελώς φανερός ο Θεός!

10 Οκτωβρίου 2021

«Μήτηρ Θεού». Λεπτομέρεια από τη δέηση Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ομιλία: Εις την Υπερένδοξον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Γέννησιν

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=323383

16. Έτσι την πρώτη καθαρότητα έδωσε στη φύση με την πρόοδό της η μητέρα [η Θεοτόκος]. Και ο Υιός έδωσε τη δεύτερη και καλύτερη. Κι αυτό αρμόζει βέβαια να συμβή σε μια μακάρια μητέρα, το να ευοδωθή δηλαδή κάθετι που αφορά τον υιό της, να νικηθή η ίδια από την αρετή του παιδιού της και να κατορθώση δι’ αυτού μεγαλύτερα κατορθώματα και να δοξασθή περισσότερο χάρις σ’ αυτόν παρά χάρις στον εαυτό της.

Φανέρωσε έτσι σ’ αυτόν τον κόσμο, σαν στον παράδεισο, καθαρό κι ολόκληρο τον άνθρωπο, τέτοιον που πλάσθηκε στην αρχή και τέτοιον που έπρεπε να μείνη και τέτοιον που θα ήταν στη συνέχεια, αν αγωνιζόταν για την ευγένειά του. Γιατί, αφού έπρεπε η ανθρώπινη φύση να συναντηθή με τη θεία και να ενωθή μαζί της τόσο στενά, ώστε να υπάρχη και στις δύο η ίδια υπόσταση, ήταν προηγουμένως ανάγκη να φανερωθή η κάθε μια αμιγής.

Και ο Θεός βέβαια φανερώθηκε όπως ήταν δυνατόν σ’ αυτόν να φανερωθή, ενώ τον άνθρωπο τον φανέρωσε μόνη η Παρθένος. Κι έτσι ο Ιησούς, που ήταν Θεός και έγινε και άνθρωπος, παρουσιάσθηκε αφού προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά η κάθε μια από τις δύο του φύσεις.

Όπως ακριβώς, αφού πρώτα έπλασε ο Θεός το νοητό κόσμο, στη συνέχεια εδημιούργησε τον αισθητό και σε τρίτη φάση έκτισε αυτόν που αποτελείται και από τα δύο, τον άνθρωπο, έτσι ο μεν Θεός υπήρχε από την αρχή, ο δε άνθρωπος εμφανίσθηκε μόλις στο τέλος των αιώνων, στις έσχατες δε αυτές ημέρες παρουσιάσθηκε ο Θεάνθρωπος.

Και μου φαίνεται ότι, αν ο Θεός στο τέλος μόλις των αιώνων ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση κι όχι από παλαιότερα, συνέβη αυτό, γιατί δεν είχε ως τότε ακόμη υπάρξει η ανθρώπινη φύση κατά τρόπο αληθινό, αλλά για πρώτη φορά την εποχή αυτή εμφανίσθηκε.

17. Έτσι η Πανάμωμη δεν εδημιούργησε τον άνθρωπο, αλλά τον βρήκε συντετριμμένο· ούτε πάλι μας έδωσε τη φύση, αλλά τη συνετήρησε· ούτε μας έπλασε αυτή, αλλά πρόσφερε εκείνα με τα οποία αναπλασθήκαμε.

Έγινε έτσι βοηθός του πλάστη, το άγαλμα συνεργάσθηκε με τον τεχνίτη.

Αυτή ξανάδωκε στο άγαλμα ό,τι είχε προηγουμένως κι εκείνος πρόσθεσε αυτό που δεν είχε. Και δεν θα πρόσθετε βέβαια εκείνος αυτό που έλειπε, αν δεν εύρισκε αυτό που υπήρχε, πάνω στο οποίο έπρεπε να προσθέση το δεύτερο.

Στον Αδάμ από όλα τα άλλα ζώα του Παραδείσου μόνη βοηθός ήταν η Εύα.

Και το Θεό, για να φανερώση τη χρηστότητά Του, μόνη από όλα τα όντα τον εβοήθησε η Παρθένος.

Γιατί τίποτε άλλο δεν μετείχε στη φύση του Αδάμ εκτός από την Εύα, και τίποτε επομένως δεν μπορούσε να λάβη μέρος στις πράξεις του. Αλλά και καμμιά από τις υπόλοιπες υπάρξεις δεν συμμετείχε τόσο στη χρηστότητα του Θεού, όσο η Παρθένος· έτσι κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον βοηθήση.

Γιατί βέβαια και ο καλύτερος τεχνίτης φθάνει στο σκοπό του και γίνεται φανερός, ότι είναι άριστος, αν βρη το κατάλληλο όργανo που τον εξυπηρετεί στην πραγματοποίηση της τέχνης του. Ο Θεός όμως δεν βρήκε απλώς ένα όργανο, που ταίριαζε κατά πάντα στο σκοπό του, αλλά ένα ικανώτατο συνεργάτη, τη μακαρία Παρθένο, κι έτσι φανέρωσε τον εαυτό του.

Και όλο τον άλλο καιρό παρέμενε, για να το πούμε έτσι, κατά το μεγαλύτερο μέρος αθέατος, αφού δεν υπήρχε κανείς για να τον φανερώση. Μόλις όμως υπήρξε η Παρθένος, έγινε και αυτός εντελώς φανερός.

Γιατί, όπως ακριβώς από όλα τα σώματα μόνον διά μέσου του αέρος βλέπουμε καθαρά τον ήλιο -επειδή ο αέρας δεν βάζει μαζί με το φως τίποτε το δικό του μπροστά στα μάτια μας- κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνη τίποτε άλλο δεν είχε εκτός από καθαρότητα και από ό,τι ήταν κατ’ εξοχήν συγγενικό προς το πρώτο φως.

18. Γι’ αυτό πανηγυρίζοντας με ευφροσύνη απέραντη φθάνουμε λαμπροί και με τρόπο λαμπρό σ’ αυτή την ημέρα, κατά την οποία όλα αυτά έλαβαν την αρχή τους. Στην ημέρα που γεννήθηκε όχι απλώς η Παρθένος, αλλά μάλλον η οικουμένη ολόκληρη, που πρώτη και μόνη είδε τον αληθινό άνθρωπο, από τον οποίο επήγασε για όλους η δυνατότης να γίνουν επίσης αληθινοί άνθρωποι.

Σήμερα η γη έδωκε καθαρά τον καρπό της, ενώ όλο τον άλλο καιρό έδινε καρπούς γεμάτους από αγκάθια και τριβόλια, από τη συγκομιδή αυτή που προερχόταν από την αμαρτία. Σήμερα ο ουρανός κατάλαβε πως δεν οικοδομήθηκε άσκοπα, αφού αυτός για τον οποίον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, αφού ο ήλιος είδε εκείνο, που, για να το βλέπη, έλαβε το φως.

Σήμερα ολόκληρη η κτίση ένοιωσε τον εαυτό της καλύτερο και λαμπρότερο, αφού έλαμψε το κοινό στολίδι του σύμπαντος. Σήμερα «όλoι οι Άγγελοι του Θεού έψαλαν με φωνή κραταιή ύμνους και εγκώμια στον Κύριό τους», τόσο περισσότερο από τότε που στόλιζε τον ουρανό με το στεφάνι των αστέρων, όσο Αυτή που ανατέλλει σήμερα είναι υψηλότερη, και λαμπρότερη από κάθε αστέρι και για ολόκληρο τον κόσμο ωφελιμώτερη.

Σήμερα η τυφλωμένη φύση των ανθρώπων έλαβε διεισδυτικό οφθαλμό, την Παρθένο, δια του οποίου έφθασε να ιδή τα μεγαλεία αυτής εδώ της ημέρας. Γιατί, όπως αργότερα τον εκ γενετής τυφλό, έτσι όταν συνάντησε ο Θεός την ανθρώπινη φύση να περιπλανιέται σκοντάφτοντας την ελέησε και της έδωσε τον αξιοθαύμαστο αυτό οφθαλμό.

Και είδε ο άνθρωπος αυτά που «διά μέσου πολλών προφητών και βασιλέων επεθύμησε να ιδή από μακριά, αλλά δεν μπόρεσε». Γιατί, όπως μέσα σ’ ένα σώμα υπάρχουν πολλά μέρη και μέλη, κανένα όμως εκτός από το μάτι δεν έχει δημιουργηθή για να βλέπη τον ήλιο, έτσι από όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ μόνο στην Παρθένο δόθηκε απόλυτα το αληθινό Φως και διά μέσου αυτής δόθηκε σε όλους.

Μια ακατάπαυστη λοιπόν υμνωδία προσφέρεται σ’ Αυτή και από τις δύο κτίσεις. Με μια φωνή όλες οι γλώσσες ψάλλουν τα δικά της μεγαλεία κι είναι ασίγητοι υμνωδοί της Μητέρας του Θεού όλοι οι άνθρωποι κι όλοι οι χοροί των Αγγέλων.

Καταθέτουμε λοιπόν και εμείς, ψάλλοντας, στην κοινή εισφορά αυτά που μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχώς και από αυτά που οφείλαμε και έπρεπε να είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε, αλλά και από αυτά που προθυμοποιηθήκαμε.

Τόσα πολλά είναι αυτά που οφείλουμε.

Αλλά σ’ Εσένα και στη δική σου φιλανθρωπία ανήκει, Πολυύμνητη, να μη σταθμίσης τη χάρη που θα μας δώσης σε τίποτε δικό μας, αλλά στη δική σου μεγαλοπρέπεια.

Κι όπως Εσύ, αφού εξαιρέθηκες από το κοινό γένος κι έγινες δώρο στο Θεό, εκόσμησες έπειτα όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, έτσι και σ’ εμάς, αντί γι’ αυτούς εδώ τους λόγους που σου προσφέρουμε, αγίασε το θησαυροφυλάκιο των λόγων, την καρδιά μας, κι ανάδειξε τη χώρα της ψυχής άγονη για κάθε κακό με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του μονογενούς σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίον αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχό Του Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

Από το βιβλίο Νικολάου [νυν αγίου Νικολάου] Καβάσιλα, η «Θεομήτωρ (Τρεις Θεομητορικές ομιλίες)», των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας. Κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Παναγιώτης Νέλλας