Άγιος Σεραπίων: Πουλούσε τον εαυτό ως δούλο και «εξαγόραζε» τα αφεντικά του για τον Χριστό

2 Οκτωβρίου 2021

Άγιος Σεραπίων, ο «Σιδόνιος».

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ήταν κάποιος από την Αίγυπτο που λεγόταν Σεραπίων και είχε την επωνυμία «Σιδόνιος», επειδή ποτέ δεν φορούσε κάτι άλλο έκτος από ένα σεντόνι. Αυτός είχε ασκήσει στο έπακρο κάθε αρετή· στην ακτημοσύνη μάλιστα τους ξεπέρασε σχεδόν όλους, και για χάρη της δεν μπόρεσε να ησυχάσει σε κελλί, για να μην έχει περισπασμούς και για να μην του ανήκει τίποτε. Τη ζωή του την περνούσε περιπλανώμενος, την καθημερινή τροφή του την εξασφάλιζε από τους περαστικούς, και δεν είχε τίποτε άλλο, παρά μόνο το σεντόνι που φορούσε.

Αυτός κάποτε, με τη βοήθεια κάποιου γνωστού του ασκητή, πουλήθηκε σε κάποια πόλη δούλος σε έναν ειδωλολάτρη ηθοποιό για είκοσι νομίσματα, τα όποια πήρε από τον ασκητή και τα φύλαξε. Υπηρετούσε λοιπόν τον ηθοποιό και τη γυναίκα του και το σπίτι του με πολλή επιμέλεια και επιδεξιότητα, χωρίς να τρώει τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και νερό, και χωρίς να αφήνει τον νου του, και πολλές φορές και το στόμα του, να ησυχάζει από τη μελέτη των θείων Γραφών.

Αφού έμεινε κοντά τους πολύν καιρό, και μιλώντας τους σε κάθε ευκαιρία για τον χριστιανισμό, έφερε σε κατάνυξη πρώτα τον ηθοποιό, έπειτα τη γυναίκα του και τέλος όλο του το σπίτι. Βαφτίστηκαν λοιπόν, άφησαν το θέατρο και πέρασαν στη θεάρεστη ζωή. Και επειδή είχαν μεγάλο σεβασμό προς τον Σεραπίωνα, του είπαν:
– Έλα, αδελφέ, να σε ελευθερώσουμε, γιατί και εσύ μας ελευθέρωσες από ατιμωτική δουλεία.

Τότε αυτός τους είπε:
– Επειδή ο Θεός μου ενήργησε, και εσείς συνεργήσατε, ώστε να σωθούν μέσω εμού οι ψυχές σας, θα σας αποκαλύψω πλέον το μυστικό. Εγώ ήμουν ελεύθερος ασκητής, στην καταγωγή Αιγύπτιος, και επειδή σας λυπήθηκα πού ζούσατε μέσα στην πλάνη, πουλήθηκα σ’ εσάς, για να ελευθερωθείτε εσείς από μεγάλες αμαρτίες και να σωθείτε. Αφού λοιπόν ο Θεός έκανε αυτό που ήθελα, θα φύγω, για να βοηθήσω και άλλους.

Με τα λόγια αυτά τους έδωσε πίσω τα χρυσά νομίσματα, εκείνοι όμως αρνήθηκαν να τα πάρουν.
– Δώσε τα στους φτωχούς, του είπαν, γιατί αυτά έγιναν προκαταβολή για τη σωτηρία μας.
– Εσείς να τα δώσετε, τους απάντησε, γιατί είναι δικά σας. Εγώ δεν χαρίζω στους φτωχούς ξένα χρήματα.

Πήραν εκείνοι τα χρήματα, τον παρακαλούσαν όμως να μείνει μαζί τους.
– Από εδώ και πέρα, τον διαβεβαίωναν, θα σε έχουμε σαν πατέρα και κύριο των ψυχών μας.

Αφού τον παρακάλεσαν πολύ, χωρίς να μπορέσουν να τον πείσουν, του ζήτησαν τουλάχιστο να τους επισκέπτεται μια φορά τον χρόνο.

Αφού λοιπόν τους αποχαιρέτησε ο μακάριος, έφυγε από εκεί για την περιοχή της Σπάρτης, όπου έμαθε για κάποιον άρχοντα της πόλης ότι ανήκε, μαζί με όλο του το σπίτι, στην αίρεση των Μανιχαίων, ενώ κατά τα άλλα ήταν άνθρωπος ενάρετος και θεοφοβούμενος.

Πουλήθηκε λοιπόν και σε αυτόν με τη βοήθεια κάποιου άλλου, και μέσα σε δύο χρόνια τον απομάκρυνε από την αίρεση, μαζί με όλο του το σπίτι, και τους οδήγησε στην Εκκλησία.

Έπειτα τους άφησε και αυτούς και γύριζε την οικουμένη, ευεργετώντας τους ανθρώπους όσο μπορούσε.

 

Από τον «Ευεργετινό», τόμος γ’, σ. 290-291 των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.