Άγιος Σπυρίδων: Εμφανίστηκε και συμπορεύτηκε μαζί με τους οδοιπορούντες!

3 Οκτωβρίου 2021

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ένας φιλόχριστος, από εκείνους που αγαπούσαν ολόθερμα τον Άγιο Σπυρίδωνα, αλλά αγαπούσαν όχι λιγότερο και την αλήθεια, είπε ότι κατά την ήμερα που ετελείτο η εορτή του Αγίου στις 12 Δεκεμβρίου, προσήλθε και αυτός στον τάφο, σαν να επρόκειτο να συναντήσει ζωντανό τον Άγιο, δείχνοντας προς αυτόν, με την έκφραση του προσώπου του, την πολλή του ευλάβεια και τον βαθύτατο σεβασμό.

Και μόλις πλησίασε στον τάφο και επρόκειτο να προσηλώσει σ’ αυτόν τα μάτια του και όλη του την προσοχή, έλεγε: «Αισθάνθηκα μέσα μου ενεργούμενη τόση θεία επισκοπή (= επίσκεψη) από το ιερό λείψανο του Αγίου, η οποία μου διαπέρασε με τέτοιον τρόπο την καρδιά, ώστε να υψωθεί το πνεύμα υπέρ τα γήινα και να φαντάζομαι μόνο τα ουράνια κάλλη.

Έτσι, ξέχασα όλα τα γήινα και φθαρτά, ξέχασα και το ίδιό μου το σώμα- και σχεδόν άφωνος και άλαλος όντας αλλά και άσιτος, ούτε μίλησα με κανέναν ούτε όλη εκείνη την ημέρα πλησίασα φαγητό ή νερό, παρά μόνο κοινώνησα του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου».

Όμως μίαν άλλη φορά το θαύμα στον φιλόχριστο εκείνον άνθρωπο κατέστη εμφανέστερο και ο τρόπος της διηγήσεώς του είναι πάρα πολύ ευχάριστος.

Λοιπόν, όπως είπε εκείνος, τον καλούσε και πάλι η εορτή του Αγίου και, για τον λόγο αυτό, πήγε στην Τριμυθούντα. Εκεί τότε, ενώ προσκυνούσε και ασπαζόταν τη λάρνακα που περιείχε τα λείψανα του Αγίου, γέμισε η καρδιά του ομοίως από άπλετο φως και πλημμύρισε η ψυχή του από άφατη ηδονή και αγαλλίαση και, διά των παρόντων, συμπέρανε, όσον είναι δυνατόν, οποία είναι τα αγαθά που αναμένουν τους Αγίους.

Ακολούθως πήγε στην εμποροπανήγυρη να αγοράσει μερικά έπιπλα και ενδύματα για πένητες και άπορους, επειδή και ο καιρός τον καλούσε σε μια τέτοια ενέργεια. Ήταν πράγματι δριμύ το ψύχος. Αφού λοιπόν ετοιμάστηκε, έπρεπε να βρίσκεται στην πατρίδα του πιεζόμενος από κάποιαν επείγουσα ανάγκη.

Ο ουρανός όμως ήταν κατάφορτος από βαριά και μαύρα σύννεφα -χειμώνας άλλωστε ήταν- και έδειχνε ότι επρόκειτο να ξεσπάσει καταρρακτώδης βροχή. Τοιουτοτρόπως η φροντίδα και ο κόπος δεν ήταν μικρός, με τέτοια ταλαιπωρία και εκθέτοντας το φορτίο στη βροχή, να διαβαίνει την οδό προς τον οίκο του.

Στηρίχθηκε λοιπόν στην αγαθή ελπίδα και, αφού φόρτωσε στα υποζύγια τα έπιπλα και όλα τα είδη ενδύσεως, προσέτρεξε στον ιερό Ναό και, αγκαλιάζοντας ως είχε τη λειψανοθήκη και κολλώντας επάνω με θερμότητα, σαν να επρόκειτο για κάτι το ζωντανό, παρακάλεσε τον Άγιο να γίνει συνοδοιπόρος του και αγαθός ηγεμόνας σ’ αυτόν και σε όλους τους συν αυτώ· και να κάμει σ’ αυτούς εύκολη και χωρίς προβλήματα την οδοιπορία, εμποδίζοντας το ξέσπασμα της βροχής και τη βία των ανέμων.

Αυτά ζήτησε διά της προσευχής του από τον Άγιο ο φιλόχριστος εκείνος άνθρωπος και αναχώρησε από την Τριμυθούντα.

Ο δε Άγιος, όπως βέβαια κι ο φιλόχριστος αυτός το ζήτησε στην προσευχή του, συμπορεύτηκε σε όλο τον δρόμο όχι μόνο αοράτως, αλλά και ορατώς πλέον, σαν να ήταν ένας από τους οδοιπόρους.

Έτσι, η βροχή έμενε κρεμασμένη, θα λέγαμε, από τη σύγχυση του αέρα και τη συγκέντρωση των νεφών· με τη δύναμη δε του Αγίου κρατιόταν και το ξέσπασμά της αναστελλόταν.

Μόλις ο φιλόχριστος εκείνος άνθρωπος έφτασε στο σπίτι του, ο μεν Άγιος έγινε άφαντος· αυτού δε η καρδιά καταυγάστηκε πάλι από άρρητο φως και πλημμύρισε από απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση, σαν να την άγγιξε ο Άγιος και να της μετέδωσε τη δική του ευφροσύνη και ουράνια ηδονή.

Όταν δε ο άγιος Σπυρίδων έγινε άφαντος και ο άνδρας εκείνος μπήκε στο σπίτι του, ξέσπασε πάραυτα η βροχή, πολύ ραγδαία και καταρρακτώδης, και κράτησε τρεις ολόκληρες ημέρες.

Με τον τρόπο αυτό ο Άγιος εξαφάνισε, προς χάρη του ανθρώπου εκείνου, τη δυσχέρεια της οδού· σε μία άλλη δε περίπτωση του διέλυσε και άλλη αθυμία και στενοχώρια.

 

 

Από το βιβλίο: Συμεών του Μεταφραστού, «Βίος και πολιτεία Σπυρίδωνος του θαυματουργού και Ιωάννου του ελεήμονος»,  των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας, σ. 81-84.