Αββάς Αγάθων, Εζούσε κι’ εκινείτο μόνο και μόνο για ν’ αναπαύη τον πλησίον του!

3 Δεκεμβρίου 2021

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Πολλά ανέκδοτα [περιστατικά] διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον συνάνθρωπό του.

Κάποτε κατέβηκε στην πόλι να πουλήση τα πανέρια του και σκόνταψε επάνω σ’ ένα δυστυχισμένον άνθρωπο, παραπεταμένο στο δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως τη στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφθή να τον βοηθήση.

Ο Όσιος τον εσήκωσε, τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που επήρε από τα πανέρια του [το εργόχειρό του] ενοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα.

Λέγουν μάλιστα πως έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον εφρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάζη τα έξοδά του.

Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήτο σε θέσι να γυρίση στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.

***

Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο Αγάθων εζούσε κι’ εκινείτο μόνο και μόνο για ν’ αναπαύη τον πλησίον του.

Όταν ετύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους Αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας.

Όταν επήγαιναν ξένοι στo κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνη τράπεζα για να τους φιλοξενήση.

Κάποτε του εχάρισαν ένα σκαλιστήρι για να καλλιεργή τον κήπο του.
– Τι όμορφο σκαλιστηράκι!

Έκανε ένας Αδελφός που έτυχε να το ιδή στα χέρια του μια μέρα.

Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγη, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Γεροντικόν, Σταλαγματιές από την πατερική σοφία», έκδοση Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «Λυδία». Μετάφραση Μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη.