Άγιος Θεόδωρος, Όταν οι φύλακες δεν έλυναν τα δεσμά του κρατουμένου για να κοινωνήσει…

8 Φεβρουαρίου 2022

Άγιος Θεόδωρος Συκεώτης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Μια φορά περνούσε από το δημόσιο δρόμο κάποιος που ήταν δεμένος με αλυσίδες στο λαιμό, στα χέρια και στα πόδια, που τον συνόδευαν άνδρες της βασιλικής φρουράς και
άλλοι στρατιώτες, γιατί καθώς έλεγαν, κατηγορήθηκε για ανταρσία εναντίον του βασιλέως Φωκά.

Λεγόταν Γεώργιος και η καταγωγή του ήταν από την Καππαδοκία.

Αυτός λοιπόν καθώς περνούσε [κοντά από το Μοναστήρι του αγίου Θεοδώρου του Συκεώτη], επεθύμησε πολύ να ανεβεί προς τον Όσιο και να αξιωθεί να πάρει την ευχή του. Την ίδια επιθυμία είχαν και οι φρουροί του και έτσι ανέβηκαν μαζί στο Μοναστήρι.

Προσευχήθηκαν εκεί στα παρεκκλήσια των Αγίων και μετά πήγαν και προς τον Όσιο στο κελλί που βρισκόταν. Εκεί προσκύνησαν και πήραν την ευχή του.

Οι στρατιώτες τον παρακάλεσαν να νουθετήσει το δέσμιο άνδρα ώστε να πορεύεται μαζί τους φρόνιμα και να μη προκαλέσει κακό στον εαυτό του ή σε κανέναν άλλον από αυτούς, για να μη κινδυνέψουν να τιμωρηθούν από το βασιλέα, πράγμα που το έκαμε ο άγιος πατέρας.

Το νουθέτησε χρησιμοποιώντας χωρία των αγίων γραφών και εξηγώντας του πως:
– Τα πράγματα στη ζωή αυτή είναι πρόσκαιρα, παιδί μου, ενώ αυτά που είναι εκεί είναι αιώνια. Είναι λοιπόν συμφέρον να υποστεί κάποιος βία από άλλον και να πεθάνει, όπως ο δίκαιος Άβελ, ο άμεμπτος ιερέας του Θεού Ζαχαρίας, ο Άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής και οι Άγιοι Απόστολοι και μάρτυρες του Χριστού, παρά να σκεφτεί κακό για τον εαυτό του και να υποστεί μετά την αιώνια καταδίκη.

Σκέψου και αυτό, παιδί μου, ότι εάν θα υποστείς το θάνατο επειδή είσαι ένοχος γι’ αυτό που κατηγορήθηκες ή και για κάποια άλλη αιτία, δέξου τον με ευχαρίστηση, γιατί θα τιμωρηθείς εδώ και έτσι θα φύγεις για τη μέλλουσα ζωή αθώος.

Εάν όμως δεν είσαι ένοχος για κάποιο αδίκημα και πρόκειται να υποστείς κάποια τιμωρία άδικα, πρέπει να προσδοκάς στέφανο δικαιοσύνης από το Θεό, όπως οι Άγιοι που δίκαια οδηγήθηκαν στο θάνατο.

Με αυτά και πολλά άλλα λόγια από τις θείες γραφές γιάτρεψε ο Άγιος την αδημονία του, γι αυτό ζήτησε ο σιδηροδέσμιος την άδεια να μεταλάβει τα θεία μυστήρια.

Τότε ο Όσιος είπε σ’ αυτούς που τον κρατούσαν:
– Τιμήστε παιδιά μου, το άγιο μυστήριο του Δεσπότου και λύστε τον από τα δεσμά μέχρι να μεταλάβει· γιατί δεν είναι δίκαιο ένας πιστός άνδρας, ενώ είναι δέσμιος, να δεχτεί μέσα του τον Χριστό που πέθανε για να μας λύσει από τα δεσμά του Άδη.

Επειδή όμως οι φύλακες του έλεγαν να τους συγχωρήσει για το θέμα αυτό, ότι δηλαδή δεν τολμούσαν να τον λύσουν επειδή ο άνδρας αυτός ήταν δυνατός, και έτσι και του ερχόταν να κάνει καμιά απερισκεψία, δε θα μπορούσαν αυτοί να τον συλλάβουν πλέον, τότε ο ίδιος ο θεοφόρος αφού πήρε το άγιο ποτήριο της θείας μεταλήψεως για να τον κοινωνήσει, σήκωσε τα μάτια του προς το Θεό και αναστέναξε· τη στιγμή εκείνη με μιας όλες οι αλυσίδες μαζί ανοίχτηκαν και τα δεσμά που τον έσφιγγαν σωριάστηκαν κάτω με θόρυβο.

Τρόμαξαν οι φρουροί του και γι αυτό έτρεξαν στις πόρτες και τις κλείδωσαν μήπως πηδήξει έξω και τους ξεφύγει.

Αλλά ο Όσιος, καθησυχάζοντάς τους, είπε·
– Μη τον φοβάστε καθόλου, διότι εγώ γνωρίζω τη σύνεση του άνδρα, και ότι δεν πρόκειται να διαπράξει καμιά απερισκεψία.

Τον κοινώνησε μετά με τα άγια μυστήρια και κανόνισε ώστε να φάνε αυτός και οι φρουροί του.

Μετά το φαγητό του πέρασαν πάλι τις αλυσίδες και συνέχισαν το δρόμο τους.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, ο «Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας. Μετάφραση Λεωνίδας Χαριτίδης (φιλόλογος), πρόλογος Αρχ. Αιμιλιανός, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους.