Ποιοί ζούν το μυστήριο της Eκκλησίας

7 Φεβρουαρίου 2022

Η εκκλησία του Χριστού επί της γης είναι η κατ’ εξοχήν θεία αποκάλυψη. Δεν αποκαλύφθηκε σαν ένα θείο σημείο που θα είχε στόχο να δώσει ένα μήνυμα σωτηρίας, αλλά αποκαλυπτικώς ιδρύθηκε για να υπάρχει και να ενεργεί επί της γης και να είναι άμεσα συνδεδεμένη ως στρατευομένη με τη θριαμβεύουσα, μαζί με την οποία αποτελούν τη μία εκκλησία του Χριστού που σώζει αιωνίως. Είναι θεοΐδρυτη, επειδή είναι σώμα του ζώντος Θεού. Είναι και εκκλησία αποκαλύψεων και υπερφυσικών σημείων που πιστοποιούν την αλήθεια της όλης διδασκαλίας της, της λατρείας και ζωής της. Την αποτελούν επί γης κλήρος και λαός. Ο πρώτος έχει διά της αποστολικής διαδοχής την ευθύνη της διαποίμανσης ψυχών. Ο δεύτερος έχει την πνευματική ελευθερία, αλλά και συγχρόνως την από μέρους της θείας πρόνοιας ευλογία να μην είναι αποίμαντος. Να μην στερείται ποδηγεσίας.

Ολόκληρη η εκκλησία είναι το μυστήριο των μυστηρίων. Όσοι ζούν αυτό το μυστήριο, βιώνουν πραγματικά την εκκλησία και προγεύονται πνευματικώς και ενίοτε αισθητώς τον παράδεισο, κατά το μέτρο της εν Χριστώ ζωής τους. Όλοι οι άγιοι των οποίων ο βίος είναι γνωστός και ιδιαίτερα οι πατέρες της ερήμου, μίλησαν για γεύση παραδείσου με πρώτο τον απόστολο Παύλο που γράφει γιατο γεγονός αυτό τόσο παραστατικά [Β΄ Κορ. 12,1-10].

Αυτές οι θείες εμπειρίες τους έδιναν τη δύναμη να συνεχίζουν τον αγώνα τους και να ζούν ακόμη περισσότερο το μυστήριο της εκκλησίας καθώς περνούσε ο καιρός. Βέβαια δεν μπορούσαν να περιγράφουν αυτά που βίωναν, διότι το μυστήριο τούτο, μόνο βιώνεται. Δεν μπορεί να περιγράφει. Δεν υπάρχουν λέξεις με τις οποίες θα μπορούσε να περιγράφει. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε για την εμπειρία του εκείνη·«οίδα άνθρωπον εν Χριστώ ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι»[στίχ. 4], δηλ. μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο και ακούσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πεί άνθρωπος.

Το μυστήριο της εκκλησίας το ζεί μόνο οποίος έχει συνέπεια στην εν Χριστώ ζωή. Τήρηση των εντολών, νήψη, άσκηση, συμμετοχή στα μυστήρια, αταλάντευτη προσπάθεια πορείας στο τρίπτυχο κάθαρση φωτισμός θέωση. Το μυστήριο της εκκλησίας το έζησαν άνθρωποι κάθε τάξεως και εποχής, όσοι πορεύθηκαν βάσει των παραπάνω γνησίων γνωρισμάτων τηςεν Χριστώ ζωής. Από πατριάρχες και βασιλείς, μέχρι τον τελευταίο αφανή αγωνιστή, είτε έζησε στην έρημο είτε μέσα στον κόσμο και τον οποίο γνωρίζει ο Θεός. Αυτά μας διδάσκουν τα συναξάρια και η ιερά παράδοση. Συμπέρασμα· ούτε τα αξιώματα γίνονται εμπόδιο, αλλά ούτε η αφάνεια και η ανωνυμία, «ίνα παν στόμα φραγή»[Ρωμ. 3,19], δηλ. γιανα κλείσει κάθε στόμα ως αναπολόγητο κατά την ημέρα της κρίσεως.

Ένας κορυφαίος αξιωματούχος της εκκλησίας μπορεί ως εκ του Αξιώματος του να τελεί τα μυστήρια, να διδάσκει, να διοικεί μεγάλο μέρος της εκκλησίας, ακόμη να διοικεί και αγίους οι οποίοι βρίσκονται στη δικαιοδοσία του και οι οποίοι ευλαβώς τον υπακούουν και τον τιμούν, όμως στην καρδιά του να μην αναπαύθηκε η θεία χάρις και να ζεί ο ίδιος ως αθεράπευτος ένα οδυνηρό κενό. Να μην έχει εσωτερική πνευματική ζωή, να πεθάνει στην ουσία δυστυχισμένος και να πάει και στην κόλαση. Εάν δεν είχε απορροφηθεί ολότελα από τη ματαιοδοξία και τη διοίκηση, αλλά ζούσε παράλληλα και εσωτερική αγωνιστική πνευματική ζωή, θα ήταν χαριτωμένος και η χάρις θα διαπότιζε κάθε του ενέργεια λατρευτική, διδακτική και διοικητική. Τότε ως εκ του αξιώματος του η πνευματική καρποφορία θα ήταν μεγάλη σε όλο του το ποίμνιο και θα ζουσε και ο ίδιος το μυστήριο της εκκλησίας χωρίς κενό ψυχής.

Ένας πάλι απλός άνθρωπος στον οποίο δεν δίνει κανείς σημασία, μπορεί να ζεί απλά και ταπεινά την εν Χριστώ ζωή. Να υπακούει απλά και ταπεινά στις εντολές της εκκλησίας, να τιμά τους ποιμένες ακόμη και τους ανάξιους και να δέχεται πλημμυρίδα χάριτος και τέλος να εξαγιάζεται.

Ο Θεός παρακολουθεί τη ζωή του καθενός, και ως δίκαιος Κριτής θα «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού»[Ρωμ. 2,6], δηλ. θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του. Αυτό το «εκάστω», κοντά στα πολλά άλλα που αφορούν στην προσωπική ευθύνη από την όλη πορεία του στη γη, δηλώνει και κάτι άλλο αναμενόμενο από πλευράς της θείας κρίσεως· τις προϋποθέσεις που είχε ο καθένας για αγώνα και καρποφορία. Διαφορετικά θα κριθεί αυτός που ήταν καθημερινώς συναναστρεφόμενος με τα θεία και όμως παρέμεινε άκαρπος, και διαφορετικά αυτός που δεν είχε αυτή την ευκαιρία, αλλά όμως έδειξε πρακτικά αγάπη στον Θεό και στον πλησίον του και αγωνίστηκε κατά της αμαρτίας.

Πηγή: Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Επί το Άροτρον, Αθήνα 2021.