Η αξία της ευχής του Αποδείπνου «Και δος ημίν Δέσποτα προς ύπνον απιούσιν…»

25 Μαρτίου 2022

Πρόκειται για την «Ευχή εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», την οποία αναγιγνώσκουμε ή απαγγέλλουμε ενώπιον της ιεράς εικόνος του Χριστού, όρθιοι ή και γονατιστοί. Την θαυμάσια αυτή Ευχή – Προσευχή συνέθεσε τον 7ο αιώνα, ο λόγιος μοναχός Αντίοχος, της λαύρας του Αγίου Σάββα στη Παλαιστίνη.

Αρχίζει η Ευχή με την φράση «Και δος ημίν Δέσποτα προς ύπνον απιούσιν, ανάπαυσιν σώματος και ψυχής». Δηλαδή, τώρα, όπου θα υπάγουμε για ύπνο, δώσε μας Κύριε και Δέσποτα της ζωής μας να έχουμε ξεκούραση του σώματος και της ψυχής. Και στη συνέχεια παρακαλούμε, να μας διαφυλάξει και προστατεύσει και από τον άλλο εκείνο ύπνο της αμαρτίας. Λέγει η Ευχή: «Και διαφύλαξον ημάς από του ζοφερού ύπνου της αμαρτίας». Και βέβαια, όταν αναγράφει, «ανάπαυσιν σώματος και ψυχής» εννοεί του σώματος και της ζωής μας την ξεκούραση. Ωστόσο, για να καταστεί περισσότερον κατανοητή και η φράση «και ψυχής» οφείλουμε να έχουμε υπ’ όψιν μας, να προσέξουμε τον λόγο του Χριστού, ο Οποίος μας λέγει: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11, 28), δηλαδή ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθείτε και κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω. Στον επόμενο δε αμέσως στίχο, διαβάζουμε ο,τι μας λέγει πάλιν ο Κύριος «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς ημών (στιχ. 29). Δηλαδή, σηκώσατε πάνω σας τον ζυγόν της υπακοής σας σε μένα και μάθετε από εμέ τον ίδιον ότι είμαι πράος και ταπεινός κατά την καρδίαν και θα εύρετε τότε ανάπαυση και ειρήνη στις ψυχές σας. Έτσι μ’ άλλους λόγους την ανάπαυση της ψυχής μας, την ξεκούραση από τις δυσκολίες και τους ποικίλους κόπους του καθ’ ημέραν βίου μας, ο Κύριος θα έλθει και θα την δώσει με την μέριμνά Του, δηλαδή θα μας ξεκουράσει, όταν βέβαια και εμείς τον ακολουθήσουμε στην πραότητα και την ταπείνωση. Κατ’ ακολουθίαν, καταλαβαίνουμε ότι η ανάπαυση αναφέρεται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου για τον οποίο χρησιμοποιούνται και άλλες λέξεις σε άλλα χωρία της Καινής Διαθήκης, όπως «πνεύμα» (Α’ Κορ. 16, 18, Β’ Κορ. 7, 13), «σπλάγχνα» (Φιλήμ. 7,20), «ψυχή» εδώ όπως όπου ως ανάπαυσις νοείται η αναψυχή, η ψυχική ηρεμία και γαλήνη (ερμηνεία καθ. Γ. Γαλίτη). Η έννοια βέβαια της ψυχής δεν αφίσταται και από την δωρεά του Θεού, το χάρισμα της «ανάπαυσης» της αιωνίου ζωής.

Στην συγκεκριμένη, λοιπόν, Ευχή του Αποδείπνου, όπως διαπιστώνουμε, κεντρικό θέμα είναι ο ύπνος. Ο ύπνος, ο σωματικός και ο πνευματικός. Ο ύπνος του σώματος και ο ζοφερός ύπνος της αμαρτίας. Βέβαια κάμνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι θέμα της προσευχής είναι ο ύπνος. Αλλά εάν σκεφθούμε ότι υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι δυσκολεύονται να κοιμηθούν, κατά το δη λεγόμενον «δεν έχουν  ύπνο», υποφέρουν από αϋπνία και δυσανασχετούν, τότε καταλαβαίνουμε, πόση αξία έχει ο ύπνος για τον άνθρωπο. Η αϋπνία είναι μία σοβαρή ασθένεια που καταστρατηγεί την υγεία. Με άλλα λόγια, δεν βρίσκει ξεκούραση το σώμα, που την έχει τόσο ανάγκη από τον κάματο της ημέρας. Μάλιστα, πολλοί αναγκάζονται και χρησιμοποιούν ακόμη και χάπια για να μπορέσουν, κάπως, να κοιμηθούν.

*

Ωστόσο υπάρχει και ο άλλος ύπνος, ο πνευματικός. Αυτός είναι της αμαρτίας ο ύπνος. Η παντελής ραθυμία, η πνευματική αβελτηρία και η νάρκωση του πνεύματος. Αυτός ο πνευματικός ύπνος, ως άλλο σκοτάδι, στο σκοτάδι της νύκτας φέρει και προσθέτει αμαρτήματα. Πολύ έντονα στο περιεχόμενο της Ευχής περιγράφεται αυτή, η θλιβερή και ρυπαρή κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου. Οι λέξεις και οι φράσεις είναι πολύ δυνατές. Αναφέρονται πολύ χαρακτηριστικά: «Σκοτεινή και νυκτερινή ηδυπάθεια», «ορμές των παθών», «επαναστάσεις σαρκός», «γεώδες και υλικό φρόνημα». Και βέβαια, όλα τα παραπάνω, συντελούνται με τις επιθέσεις του χαιρεκάκου και μισανθρώπου, του πονηρού, του διαβόλου, ο οποίος με τα βέλη τα γεμάτα φωτιά, τα «πεπυρωμένα», επιτίθεται κατά του πιστού χριστιανού, όχι μόνο την ημέρα αλλά και την νύκτα.

Είναι βεβαιωμένο από την πνευματική ζωή ότι τις εκ γενετής νομίμους επιθυμίες μας, όπως είναι η πείνα, η δίψα, η ανάγκη στέγης και ενδύματος, η επιθυμία του ύπνου που αποβλέπουν στη διατήρηση και ανάπτυξη του σώματος, έρχεται ο μισάνθρωπος διάβολος και τις εκμεταλλεύεται και υποβάλλει παράνομους και αμαρτωλούς τρόπους ικανοποιήσεώς τους. Μας προτρέπει απατηλώς να χρησιμοποιήσουμε τα αγαθά αυτά κατά τρόπο άσωτο και λαίμαργο. Στο σημείο αυτό οφείλουμε βέβαια να το γνωρίζουμε καλά και να μη το υποτιμούμε ουδόλως το γεγονός, ότι υπάρχει ο διάβολος και πολεμά τον πιστό χριστιανό. Άλλωστε τέχνασμά του είναι να μας πείσει ότι δεν υπάρχει. Γράφει συγκεκριμένα το κείμενο της Ευχής για «πεπυρωμένα βέλη». Και έτσι είναι, όπως και ο Απ. Παύλος παρομοιάζει τις δόλιες αυτές επιθέσεις του πονηρού, με βέλη πεπυρακτωμένα και φλογερά (Εφεσ. στ’, 16). Συντελείται ένας πνευματικός πόλεμος με τα πονηρά πνεύματα. Θα πεί πάλιν ο θείος Απόστολος: «Ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφ. στ’, 16).

Βέβαια, ο Θεός, δεν μας εγκαταλείπει στον πόλεμο αυτό. Τον γνωρίζει και μας παρέχει περισσότερα μέσα για την νίκη μας, παρ’ όσα διαθέτει ο διάβολος. Μας παρέχει την ταπεινοφροσύνη, την μετάνοια, την προσευχή. Και προπαντός έχουμε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν», που μας δίδαξαν οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες μας. Όλα αυτά κυριολεκτικά τα φοβάται ο πονηρός. Και αυτά είναι τα πνευματικά μας όπλα στον πόλεμο αυτό.

Έτσι, ο προσευχόμενος πιστός, ο δυνατός και θωρακισμένος πιστός, αυτό το γεώδες και υλικό φρόνημα, το χαμηλού επιπέδου ήθος ζητεί με την προσευχή του να κατανικήσει και να σταματήσει να αιχμαλωτίζει τον νούν του.

*

Έπειτα ο πιστός ικετεύει και δέεται, ο Θεός να του χαρίσει «γρήγορον νούν», «σώφρονα λογισμόν», «καρδίαν νήφουσαν» και «ύπνον ελαφρόν». Τι είναι άραγε αυτά τα τέσσερα δωρήματα; Ο νούς, πρώτον, να είναι «γρήγορος», δηλαδή, να ευρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και όχι σε ράθυμη κατάσταση, σε οκνηρία, καθ’ ότι η πνευματική «νάρκη» κάθεται εύκολα στις ψυχές μας. Ο Κύριος όμως Ιησούς Χριστός πάντοτε μας παροτρύνει: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε». Ξυπνήσατε από το πνευματικό λήθαργο και προσεύχεσθε.

Έπειτα, ο «σώφρων λογισμός» είναι ο καλός λογισμός. Ο λογισμός εκείνος, που κρύβει μέσα του την αγνότητα, την σεμνότητα, την ακεραιότητα, την τιμιότητα, την δικαιοσύνη. Είναι η σωφροσύνη, η μεγάλη αυτή αρετή. Λέγει ο άγιος Κασσιανός ότι οι άνθρωποι που έχουν σωφροσύνη, μοιάζουν με τους αγγέλους που βρίσκονται στον ουρανό. Ο σώφρων, λοιπόν, λογισμός διώχνει την αισχρή φαντασία και τον πονηρό λογισμό.

Η «καρδία η νήφουσα», στη συνέχεια, είναι η καρδία που βρίσκεται σε πνευματική ετοιμότητα. «Νήφουσα» είναι από το ρήμα νήφω που σημαίνει είμαι ξύπνιος, νηφάλιος, εγκρατής, σώφρων. Έχω πνευματική διαύγεια. Και νήψη είναι η ορθή επίγνωση των θείων εντολών. Τότε το Ευαγγέλιο δεν αργεί, δεν είναι κλειστό, στο ράφι της βιβλιοθήκης. Συμβαίνει με την νήψη επακριβώς μία υπέρβαση της νωθρότητος και της ακηδίας. Αυτό χρειαζόμεθα. Πρόκειται για την περίσκεψη που δεν έχει φόβο και αγωνία, ούτε μηδενιστική και απογοητευτική διάθεση, αλλά πίστη για την σωτηρία, ελπίδα και εναπόθεση της ζωής στη θεία Πρόνοια. Έτσι, νήφουσα καρδία είναι η πνευματική επιμέλεια, η επαγρύπνηση για την απόκρουση κάθε διαβολικής προσβολής. Οι λεγόμενοι «νηπτικοί Πατέρες» δίδαξαν πραγματικά αυτή την πνευματική κατάσταση της καρδίας και απεκάλυψαν την δύναμη που κρύβει για την διαφύλαξη της χριστιανικής βιοτής. Ο Απ. Παύλος θα υπογραμμίσει τον αγώνα αυτό και θα γράψει προς τον μαθητή του Τιμόθεο: «Συ δε νήφε εν πάσι». Δηλ. πρόσεχε, μένε άγρυπνος σε όλα όσα διδάσκει ο Θεός. Και ο Απ. Πέτρος θα υπογραμμίσει στην Καθολική Επιστολή του «Νήψατε, γρηγορήσατε˙ ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πετρ. ε’, 8).

Και έτσι παρακαλούμε, να έχουμε ένα «ύπνον ελαφρόν». Είναι το βασικό αίτημα της προσευχής του Αποδείπνου μετά το διάβα της ημέρας. Ο ύπνος, ως είναι γνωστόν, είναι ένα βιολογικό φαινόμενο του ανθρώπινου οργανισμού και αποτελεί μία ζωτική ανάγκη. Είναι βέβαια ένα μυστηριώδες στοιχείο της ζωής του ανθρώπου και δεν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό. Είναι ωστόσο πολύ χαρακτηριστικό, ότι και οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας γράφουν για τον ύπνο. Ο Μ. Βασίλειος λέγει: «Ευχαρίστησε, ω άνθρωπε τον Θεόν, ο οποίος με τον ύπνο που μας στέλνει λύει την συνέχεια των κόπων και με την ανάπαυση αυτή μας επαναφέρει και πάλιν στην ακμή της δυνάμεώς μας». Ο αδελφός του, επίσης, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, σημειώνει ότι η συνεχής δράση και εργασία επιφέρει «ρήξιν τινα και διασπασμόν των υπερτεινομένων μερών του σώματος», όπως εξ αντιθέτου η συνεχής αργία και άνεσις φέρει κατάπτωση και χαύνωση. Δηλαδή το ορθό και φυσιολογικό, είναι εργασία αλλά και η ανάπαυση. Ο κόπος αλλά και η ξεκούραση.

Έπειτα γίνεται αναφορά στην Ευχή όχι απλώς για ύπνο αλλά για ένα ελαφρό ύπνο και ο ελαφρός ύπνος είναι ο ύπνος της καθαρής συνείδησης. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για ένα ελαφρό ύπνο. Μία ήρεμη συνείδηση που φέρει τον ελαφρύ και καλό ύπνο. Και αυτός έρχεται, όταν ο άνθρωπος έχει την εσωτερική πληροφορία ότι ενήργησε την ημέρα που διήλθε κάθε του πράξη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν διαπράττει αμαρτία και αδικία έχει πραγματικά ένα καλό, ελαφρό και γαλήνιο ύπνο. Και όσοι έχουν ειρηνικό, ελαφρό ύπνο είναι πράγματι αναπαυμένοι, ήρεμοι και με τάξη στη πορεία της ζωής τους.

Μάλιστα, ο σοφός Σειράχ μας συμβουλεύει ότι η εγκράτεια στο φαγητό και το ποτό, η λιτότητα, η όλη προσεκτική βιοτή μας, όλα αυτά υποβοηθούν στον ελαφρό και ήρεμο ύπνο. Γράφει: «Ύπνος υγιείας επί εντέρω μετρίων ανέστη πρωί˙ και η ψυχή αυτού μετ’ αυτού. Πόνος αγρυπνίας και χολέρας και στρόφος μετ’ ανδρός απλήστου» (κεφ. λα’, 20-21).

Κατ’ ακολουθίαν, δεν έχει ύπνο ελαφρό και καλό, εκείνος που νοιώθει τύψεις στη συνείδησή του, που διέπραξε την ημέρα αδικίες και παραβατικές συμπεριφορές αντίθετες με τον θείο νόμο. Λέγει ο προφητάναξ Δαυΐδ ότι «ημέρα και νύκτα βαρεία επέπεσε επάνω μου η τιμωρός δεξιά σου, Κύριε. Εβυθίσθην ολόκληρος εις πόνον και ταλαιπωρία, διότι σαν αιχμηρά και οδυνηρά άκανθα ενεπήχθη εις εμέ η αμαρτία και η εποχή μου» (Ψαλμ. λα’, 4). Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ένας δεσμός μεταξύ δικαιοσύνης – αδικίας και ύπνου. Ο δίκαιος «εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσεται και υπνώσει» (Ψαλμ. δ’, 9).

Πέρα τούτων το σπουδαιότερο για τον ήρεμο ύπνο είναι η αίσθηση και η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την στοργική πρόνοια και αγάπη του Θεού. Ο πιστός δεν φοβάται τίποτα αλλά επαναλαμβάνει τα λόγια του Ψαλμωδού: «Εν ειρήνη κοιμηθήσομαι και υπνώσω, ότι Συ Κύριε κατά μόνας κατώκισάς με». Και την πρωΐα πάλιν λέγει: «Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα  εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου» (Ψαλμ. δ’, 9, γ’, 6). Είναι τελικά ο Θεός, ο δίδων ζωογόνο, ελαφρό «ύπνο τοις αγαπητοίς αυτού» (Ψαλμ. ρκστ’, 2). Έπειτα ο Χριστός όταν κοιμόταν στο πλοιάριο που ταλανίζονταν από τα κύματα και οι μαθητές είχαν φοβηθεί, αυτό ακριβώς συμβολίζει: Την απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό.

*

Ακολούθως συνεχίζει η Ευχή με τα λόγια: «Διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής». Δηλαδή, την ώρα της προσευχής να σηκωθούμε από το κρεβάτι μας και μάλιστα παρακαλούμε να μας δώσει την δύναμη να μπορέσουμε να σταθούμε προσηλωμένοι στις δικές Του εντολές, στα κρίματα του Κυρίου, έχοντας στο είναι μας, απαρασάλευτη και αδιάσπαστη την ενθύμηση των προσταγμάτων Του.

Και έρχεται και η τελευταία παράκληση προς τον Κύριον. Ήτοι: «Παννύχιον ημίν την σην δοξολογίαν χάρισαι, εις το υμνείν και ευλογείν και δοξάζειν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές Όνομά Σου». Όχι απλώς ένα μέρος της νύκτας, αλλά όλη την νύκτα νάναι η δοξολογία προς τον Κύριον. Να υμνούμε, να ευλογούμε και να δοξάζουμε το υπέρτιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Του.

Η νύκτα, λοιπόν, με τον φωστήρα τον ελάσσω, δηλαδή την σελήνη, όταν φαίνεται και όταν δεν φαίνεται, αλλά και τους άλλους αστερισμούς είναι και αυτή ένα δημιούργημα του Θεού και οφείλουμε η συνηθισμένη φυσική αυτή διαδοχή από την ημέρα στη νύκτα και από την νύκτα στην ημέρα, να εκπέμπει και αυτή, η χρονική στιγμή, αέναη δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεόν. Επιπροσθέτως, η συνεχής αυτή διαδοχή, έρχεται και μας προσφέρει και κάτι άλλο ακόμη. Προσφέρει την σκέψη περί της προσωρινότητας της επιγείου ζωής, την αξία του χρόνου, τις ευκαιρίες που μας δίνει ο Θεός, μας υπενθυμίζει προσέτι την αιωνία ημέρα, την άλλη κατάσταση πέρα από τον αστρονομικό χρόνο, ημέρα κατά την οποία «νυξ ουκ έσται εκεί».

Έτσι, ειδικότερα, η νύκτα θεωρείται υπό τρεις έννοιες. Είναι η νύκτα, κατά την οποία κοιμώμεθα. Έχουμε το φαινόμενο του ύπνου. Είναι εδώ το κατά φύσιν, το ανθρώπινον. Έπειτα έχουμε την έννοια της αμαρτωλής καταστάσεως, είναι το παρά φύσιν, η αλογία όπου βρίσκονται τα κακά έργα, η ανομία, η υποδούλωση στα πάθη. Και μη λησμονούμε ότι ο φόβος που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο με την νύκτα έχει σχέση ενδόμυχα με την πτώση του ανθρώπου και την ενοχή του. Και υπάρχει και η τρίτη έννοια της νύκτας, εκείνη της αφιέρωσης στο Θεό. Είναι το υπέρ φύσιν. Είναι η αγρυπνία της προσευχής. Είναι η εγκαρτέρηση στο «αγρυπνείν εν ταίς προσευχαίς». Η αναμονή και η προσδοκία και ο πόθος του ερχομού του Νυμφίου «εν τω μέσω της νυκτός». Ο ύπνος, λοιπόν, είναι μία κατάσταση και λειτουργία του κόσμου τούτου, γεγονός ενδοκοσμικό. Κατά το υπόδειγμα όμως του Χριστού, που αγρυπνούσε προσευχόμενος, έτσι είναι και σπουδαιότατο προτέρημα και γενναίο άθλημα η αγρυπνία για προσευχή. Τούτο δεν είναι καταστρατήγηση του ύπνου αλλά άλλης φύσεως ζήτημα. Το επιτυγχάνουν οι αυθεντικοί μοναχοί που αγρυπνούν «εν ταίς προσευχαίς». Ακόμη και ο ελάχιστος ύπνος του μοναχού μοιάζει με αγρυπνία κατά τον βιβλικό λόγο: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» (Άσμα, ε’, 2). Έχουμε, εν προκειμένω, ενώπιόν μας τον επίγειο άγγελο που μιμείται τους ουρανίους αγγέλους που απαύστως υμνούν και δοξολογούν τον Κύριο. Ιδία, ο άγρυπνος μοναχός χαίρει για την αγρυπνία του πνεύματος, την προσευχή, την καθαρότητα της καρδίας, την συνομιλία και ένωση του με τον Θεό. Αυτός ο μοναχός, μεσ’ στην νύκτα περιλούζεται από το ουράνιο φως και έτσι κατανικά κάθε λογισμό. Αλήθεια, πόσο παρήγορο είναι για τους «κοσμικούς», να ξέρουν ότι σε κάποιο ταπεινό κελάκι κάποιου μοναστηριού είναι αναμμένο το καντήλι του Χριστού και της Παναγίας και κάποιος μοναχός προσεύχεται για την σωτηρία του κόσμου. Αλλ’ αυτά «ου πάντες… αλλ’ οις δέδοται». Είναι ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της κλήσεως του Θεού.

Συνελόντ’ ειπείν, ο Θεός με την πανσοφία Του επέβαλε στην ύπαρξη του ανθρώπου την εναλλαγή αυτή της εγρήγορσης και της ανάπαυσης με τον ύπνο. Ωραιότατα διαβάζουμε στον «Ευεργεντινό»: «Αδελφέ, ποίησον την αγρυπνίαν σου εν σεμνότητι και μη αποστερήσης το σώμα σου της χρείας αυτού, αλλά τέλεσον τας λειτουργίας σου μετ’ επιεικείας και γνώσεως, μήποτε εκ της πολλής αγρυπνίας σκοτωθή η ψυχή και φύγη εκ του σταδίου. Αρκεί ούν σοι λογίζεσθαι, ότι τα έργα των αρετών εισίν οι σωματικοί κόποι εν γνώσει, τα δε γεννήματα των παθών γίνονται από της αμελείας» (Αββάς Ησαΐας). Έτσι, κάθε φορά που θα πηγαίνουμε για ύπνο και για την ανάπαυση σώματος και ψυχής, ας σκεπτόμεθα, ότι μόνον εάν επιτελούμε το θείο θέλημα καθ’ ημέραν, τότε και ο ύπνος μας θάναι ελαφρός και γαλήνιος. Ακριβώς, γιατί θα έρχεται ως αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης μας στον Κύριο και Θεό μας. Ως αναφέρει ο βιβλικός λόγος και μας το λέγει ο Θεός: «Υιέ, τα ρήματά μου τηρείτω ση καρδία. Ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλιπέτωσάν σε, προνοού καλά ενώπιον Θεού και ανθρώπων, τήρησον εμήν βουλήν και έννοιαν και τότε εάν κάθη άφοβος έση, εάν δε καθεύδης, ηδέως υπνώσεις» (Παροιμ. γ’ 1, 3, 4, 21, 24).

Και που ξέρουμε, ας το σκεφθούμε και αυτό, εάν κοιμηθούμε και δεν ξυπνήσουμε ποτέ και απέλθουμε από τον μάταιο τούτο κόσμο και ανέλθει η ψυχή μας στον ουρανό εκείνο το βράδυ; Μη λείπει, λοιπόν, η προσευχή μας και δη, το θαυμάσιο Απόδειπνον, από την πνευματική μας βιοτή.