Άγιος Θεόδωρος Συκεώτης, Πώς έσωσε τους γεωργούς και τα βόδια που κουβαλούσαν ασβέστη;

22 Απριλίου 2022

Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Τον ίδιο καιρό που έκτιζαν το ναό, στο μέρος που λεγόταν Αρκέας, οχτώ μίλια μακρυά από το Μοναστήρι, οι κάτοικοι του χωριού Ευαρζίας έκαψαν ασβέστη για το χτίσιμο του ναού και μετά φόρτωσαν τον ασβέστη πάνω στα αμάξια τους και σε πολλά άλλα αμάξια που ήρθαν από τα γύρω χωριά για να βοηθήσουν.

Βρισκόταν εκεί μαζί τους και ο πανάγιος αυτός και θεοφόρος άνθρωπος [ο άγιος Θεοδώρος ο Συκεώτης]. Ξεκίνησαν λοιπόν αυτοί και πορεύονταν προς το άγιο Μοναστήρι.

Καθώς όμως βρίσκονταν ακόμη στα μισά του δρόμου, τους σκέπασε ένα μεγάλο σύννεφο και ήταν έτοιμο να ρίξει επάνω τους σφοδρή βροχή. Τρόμαξαν οι γεωργοί και βρέθηκαν σε πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί νόμιζαν πως σε λίγο θα καίγονταν και τα αμάξια και τα βόδια από τον ασβέστη εξαιτίας της ραγδαίας βροχής που θα έπεφτε.

Καθώς λοιπόν ερχόταν ο Όσιος από πίσω, άρχισαν να κράζουν προς αυτόν με δυνατές
φωνές:
– Τρέχα, δέσποτα, γιατί σε λίγο πεθαίνουμε και εμείς και τα ζώα.

Και συγχρόνως άρχισαν με βιασύνη να ξεζεύουν τα ζώα από τα αμάξια.

Αλλά Άγιος τους πρόφτασε και τους εμπόδισε να ξεζέψουν τα βόδια από τα αμάξια.

Στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και προσευχήθηκε στο Θεό.

Μετά αφού ανέβηκε στο αμάξι που πήγαινε μπροστά από τα άλλα, κάθησε και προχωρούσε ψέλνοντας.

Αμέσως χωρίστηκε το σύννεφο στα δύο και έβρεξε στα δεξιά και αριστερό του δρόμου τους ώστε, ενώ τα νερά της βροχής έπεφταν και από τις δύο μεριές και έτρεχαν κάτω από τα αμάξια, επάνω τους δεν έπεφτε καθόλου ούτε και μια σταγόνα από τη βροχή.

Έτσι σώθηκαν και έφτασαν στο άγιο Μοναστήρι δοξάζοντας το Θεό που επιτελεί θαυμάσια διά μέσου του δούλου Του.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης» των εκδόσεων το «Περιβόλι της Παναγίας». Μεταφορά στη νεοελληνική Λεωνίδας Χαριτίδης, φιλόλογος.