Με τη νέκρωση των παθών νικάται ο θάνατος (Γ΄ Κυριακή Λουκά)

9 Οκτωβρίου 2022

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος «έκλινε το ους», έδωσε προσοχή, στην εισήγηση του διαβόλου να αθετήσει την εντολή του Θεού και να φάγει τον καρπό, που δεν είχε ευλογία να φάγει, δεχόταν τον θάνατο. Η απόφασή του να φάγει τον καρπό εκείνο, είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της σχέσης με τον Θεό και αποδοχή του θανάτου. Όπως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος για το σώμα, ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό είναι θάνατος της ψυχής. Ζωή για τη ψυχή ήταν η σχέση της με τον Θεό. Για να υπάρχει αυτή η σχέση, ο Θεός ήθελε τον άνθρωπο κοινωνό στη δική του ζωή, γι’ αυτό τον προίκισε με κείνο το «ζωοποιόν εμφύσημα». Για να συζεί και να συνυπάρχει μαζί Του «εν προσευχή και θεία θεωρία», με ταπείνωση και υπακοή, που θα καρποφορούσε την «κατά χάριν» θέωση και θα τον αναδείκνυε θεατή της θείας δόξας. Αγαπώντας τον Θεό θα κοινωνούσε στη ζωή Του, που είναι η αγάπη.

Θάνατος για την ψυχή είναι «η από του Θεού αποφοίτησις» (=απομάκρυνση) (Γρηγ. Νύσσης). Η εγκατάλειψη του Θεού ήταν εγκατάλειψη της ζωής και παράδοση στον θάνατο. Η αίσθηση του Αδάμ, ότι ήταν σε θέση να εξασφαλίσει μόνος τη ζωή και να πραγματοποιήσει τον σκοπό της θεώσεως, χωρίς τον Θεό, ήταν η αμαρτία του, γιατί «εκτός Θεού», ζωή αληθινή, άφθαρτη και αθάνατη δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος όμως αρνήθηκε τον Θεό, αλλοτριώθηκε απ’ Αυτόν και περιορίσθηκε σε μια φθαρτή και θνητή επιβίωση, που θα του εξασφάλιζαν τα υλικά αγαθά. Αυτή η αλλοτρίωσή του από τον Θεό, ήταν το αληθινό διαζύγιο, χωρισμός από την πηγή της ζωής, που έφερε της «ψυχής τον όλεθρον» (Γρηγ. Θεολ.).

Όταν δε χωρίσθηκε από τον Θεό, υποδουλώθηκε στα διάφορα πάθη της ψυχής, που όταν ενεργοποιούνται, συνθέτουν τις διάφορες αμαρτίες, που είναι θάνατος. «Η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. α’ 15). Η εμπαθής επιθυμία, δηλαδή, γεννά την αμαρτία, από την οποία γεννάται ο θάνατος (της ψυχής) και στη συνέχεια του σώματος. Όταν δε ο άνθρωπος αποξενωθεί από τον Θεό, παραδίδεται στον εφευρέτη και εισηγητή της αμαρτίας διάβολο. Και ενώ πλάστηκε από τον Θεό για να είναι εξουσιαστής κτισμάτων, παθών και δαιμόνων, έγινε διά της παραβάσεως, δούλος παθών, δαιμόνων και θανάτου. Μ’ αυτό τον τρόπο εβασίλευσε η αμαρτία και ο διάβολος στον κόσμο. Αυτή ήταν η επιδίωξή του, όταν έπειθε τον Αδάμ να μείνει «εκτός Θεού». Ήθελε να «αποσπάσει τον νου του ανθρώπου από τη μνήμη του Θεού και χρησιμοποίησε δολώματα γήινα, ώστε απ’ αυτό, που είναι πραγματικά καλό και ωραίο να τον εκτρέψει στο φαινομενικά καλό» (άγ. Μακάριος).

Ο θάνατος, επομένως, δεν είναι στη φύση του ανθρώπου από τη δημιουργία του, αλλά αποτέλεσμα της αποστασίας του, το «οψώνιον» της αμαρτίας, με το οποίο πληρώνει όσους τη διαπράττουν. «Ου γαρ έστιν άλλη γένεσις θανάτου από την αμαρτίαν» (Γρηγ. Νύσσης). Με άλλα λόγια μας θανάτωσε ο διάβολος με τα πάθη, που δεχθήκαμε να κυριαρχήσουν μέσα μας και με τις αμαρτίες που διαπράξαμε. Έτσι τον αναδείξαμε κύριο στον κόσμο της αμαρτίας, στον οποίο εντάξαμε τους εαυτούς μας. Το «κέντρον» (= το κεντρί) του θανάτου είναι η αμαρτία», λέγει ο απόστολος Παύλος. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η αμαρτία, αν νεκρωνόταν μέσα μας, ο θάνατος δεν θα μπορούσε να μας πλήξει. Επειδή όμως υπάρχει και γίνεται πραγματικότητα από μας, επιφέρει τον θάνατο πρώτα στη ψυχή και στη συνέχεια στο σώμα. Ο τρόμος δε που μας προκαλεί, είναι η συνείδηση της ένοχής μας από τη διάπραξή της. Γι’ αυτό ο ελεύθερος παθών, όχι μόνο δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά «συνέχεται αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. 1, 23).

Πιο οδυνηρός από τον σωματικό θάνατο είναι ο ψυχικός, δη¬λαδή η απουσία του Θεού από τη ζωή μας. Ο σωματικός θάνατος είναι τύπος του θανάτου της ψυχής από τα νεκρά έργα της αμαρτίας, «τα πάθη της σαρκός». Ο «αληθινός θάνατος ένδοθεν (=μέσα μας) εν τη καρδία κέκρυπται και ο άνθρωπος έσω νενέκρωται». Ο Θεός επιτρέπει να λαμβάνουμε αίσθηση, έστω και του σωματικού θανάτου, γιατί η σκληρή εμπειρία της οδύνης που μας προκαλεί, μπορεί να γίνει κίνητρο προς μετάνοια και επιστροφή στον Θεό. Θρηνώντας ο άνθρωπος την απώλεια της φυσικής ζωής, είναι δυνατό να «έλθη εις εαυτόν» και να αναζητήσει την «εν Θεώ» ζωή, «ην απώλεσε», την «επουράνιον Μητέρα», την «Χάριν του Αγίου Πνεύματος» και να επιστρέψει σ’ αυτή. Ο θάνατος θα κυριαρχεί στον κόσμο της αμαρτίας και των παθών, μέχρι που θα τον εξολοθρεύσει και θα τον πατήσει διά του θανάτου του ο «μη γνους αμαρτίαν» (Γρηγ. Νύσσης).

Ο καθαιρέτης του θανάτου

Ο Χριστός «επορεύετο εις πόλιν Ναΐν» για να νικήσει τον θάνατο. Και τον νίκησε «ως εξουσίαν έχων» και έφερε την ανάσταση και τη ζωή στον γιο της χήρας. Η πορεία του Χριστού συνεχίζεται. Και είναι πορεία οδύνης, πάθους και σταυρού, μέχρι να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον θάνατο, που έφερε η αμαρτία και να τον κάνει κοινωνό στην ανάσταση. Θάνατος είναι το «πνεύμα του κόσμου» και το «φρόνημα της σαρκός», που κυριαρχούνται από τον άρχοντα του κόσμου του αιώνος τούτου, από τη ζωή «δίχα Θεού». Αυτή τη ζωή ο Χριστός θέλει να τη ξαναφέρει σε κοινωνία μαζί Του, να τη μεταποιήσει σε ζωή «κατά Θεόν», αφού την καθαρίσει από τα αμαρτωλά πάθη και τα νεκρά έργα της αμαρτίας. Η «διά βίου» πορεία, που μας άφησε, είναι: Το θέλημα του Θεού να είναι «βρώμα» μας (=τροφή μας), ακόμη και αν οδηγεί στον Σταυρό.

Η αμαρτία με πολλές μορφές Τον πολέμησε (μίσος, ατιμία, ονειδισμοί, ύβρεις, κτυπήματα, φτυσίματα, όλα γενικά τα φρικτά πάθη και ο σταυρικός θάνατος). Όλα τα δέχθηκε με την οδύνη που συνεπάγονται, αλλά την αμαρτία ποτέ. Παρατάσσοντας στην ποικίλη αμαρτία των οργάνων του διαβόλου, το θέλημα του Πατρός Του, την αγάπη, την ταπείνωση, «κατεδίκασε μέσα στο ίδιο το Σώμα Του την αμαρτία», εξαφάνισε κάθε φύση αμαρτίας, καθώς και τον θάνατο που τη συνοδεύει, χάρη στην απόλυτη αναμαρτησία Του (Ησ. 53, 9). Όχι μόνο δεν τους ανταπέδωσε τα φρικιά μαρτύρια, αλλά και τους συγχώρησε. Έτσι φανέρωσε πραγ¬ματικά, ότι ο «Θεός αγάπη εστί».

«Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, που να γεννά τον θάνατο εκτός από την αμαρτία» (Γρηγ. Νύσης). Έστω κι αν υπόμεινε σταυρό και θάνατο, έγινε ο Νικητής του θανάτου. Καρποφόρησε την Ανάσταση και χάρισε στον άνθρωπο ζωή την αιώνιο. Επειδή ο Κύριος ήταν ελεύθερος από κάθε πάθος, από κάθε αμαρτία δεν τρόμαξε μπροστά στον θάνατο, ας ήταν και σταυρικός, δηλαδή ο σκληρότερος. Ως άνθρωπος, βέβαια, «ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν». Όμως, «οικονομικώς» λυπείται, για να δείξει, ότι στ’ αλήθεια ενηνθρώπησε.

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, αν ζουν τα πάθη μέσα μας (εγωισμός, φιλαυτία, φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, μίσος, κατάκριση κ.ά.) τότε ζει μέσα μας ο θάνατος, τον οποίο ακολουθούν ο φόβος και η οδύνη. Αυτός ο φόβος του θανάτου δημιουργήθηκε στον Αδάμ από την απουσία του Θεού, που είναι η αληθινή και μόνη ζωή. Αν νεκρωθούν τα πάθη, νεκρώνεται ο θάνατος. Τα πάθη νεκρώνονται από την ψυχή με την πνευματική άσκηση και με τη βοήθεια του Θεού. Γι’ αυτό όλοι οι εν «ασκήσει ζώντες» συμμετέχουν στο Δείπνο του Κυρίου «προς απονέκρωσιν των παθών». Είναι το μυστικό, που νικά τον θάνατο. Αφετηρία της νέκρωσης του θανάτου είναι ο θάνατος του Χριστού από τα όργανα του δια¬βόλου, τον οποίο δέχθηκε εκούσια, αλλά, χάρη στην αγάπη προς τον Πατέρα Του, τον μεταποίησε σε ζωή και ανάσταση.

Οι Άγιοι, νικητές του θανάτου

Ο θάνατος θα καταργηθεί τελείως κατά τη δευτέρα Παρουσία, όταν θα αναστηθούν οι πάντες. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος», λέγει ο απόστολος Παύλος (Α΄Κορ. 15, 26). Αφού οι νεκροί όλοι, τους οποίους κατέχει και εξουσιάζει τώρα, θα αναστηθούν και θα βασιλεύει σ’ αυτούς ο Χριστός, άρα η εξουσία του θα καταργηθεί. Είναι όμως δυνατό στον άνθρωπο να γίνει υπεράνω παθών, για να γίνει και υπεράνω θανάτου; Οι Άγιοι απαντούν, ναι, γιατί με τον αγώνα τους και τη Χάρη του Θεού έγιναν «δεσπόται δαιμόνων και παθών» (άγ. Μακάριος). Δεσπότες δε παθών θα πει και δεσπότες (=εξουσιαστές) του θανάτου, τέλειοι άνθρωποι και θεοί «κατά χάριν». Με την εμπειρία τους οι Άγιοι μας δίνουν το μήνυμα ότι ο θάνατος νικήθηκε, «τεθανάτωται», γιατί καθάρθηκαν από τα πάθη και πολιτεύθηκαν στον κόσμο, σύμφωνα με τις θείες εντολές. Ζωή τους ήταν η αγαπητική σχέση και κοινωνία τους με τον Θεό. Τα φθαρτά που παρασύρουν εμάς, τα υπέταξαν στα άφθαρτα και αιώνια. Όσοι απ’ αυτούς έγιναν Μάρτυρες, αντιμετώπισαν τα φρικτά μαρτύρια για τον Χριστό, με θάρρος, χαρά και αγαλλίαση και έγιναν υπεράνω θανάτου, γιατί ζούσαν «εν Χριστώ». Ζούσαν την ανάσταση, πριν την κοινή Ανά¬σταση. Κατά τον ίδιο τρόπο νίκησαν τον θάνατο, όσοι με την ά-σκησή τους πήραν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και νέκρωσαν τον παλαιό άνθρωπο, και «παρέστησαν εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας», δηλαδή ζούσαν πνευματικά την ανάσταση απ ’ αυτή τη ζωή.

Επομένως το «μη κλαίε», που ο Χριστός απηύθυνε στη μητέρα του νέου της Ναΐν, μπορεί να πραγματοποιηθεί με τον κάθε άνθρωπο, που νέκρωσε τον θάνατο των παθών μέσα του για την αγάπη στον Χριστό και τη Βασιλεία Του. Τότε ο θάνατος του σώματος είναι ευχαριστία στον Θεό, χάρη στην ανάσταση της ψυχής. Μπορούμε να νεκρώσουμε εντός μας τον θάνατο, που συνθέτουν τα πάθη; Τότε «μεταβαίνομεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Α’ Ιω. 3, 14).

Αυτός ο αγώνας γίνεται συνεχώς στο εσωτερικό μας, όπου η ψυχή συνάπτεται και κοινωνεί με τον Χριστό, για να φέρει καρπούς Αγιοπνευματικούς και αυξάνει η πνευματική ηλικία, μας βεβαιώνει από την εμπειρία του ο άγιος Μακάριος. Έργο μας καθημερινό ας είναι η εργασία των αγίων του Χριστού εντολών, μέσα στις οποίες βρίσκεται ο ίδιος με τρόπο μυστικό. Σ’ αυτό το έργο συνεργεί η δύναμη του Χριστού, η οποία χαρίζει την Ανάσταση, που είναι παρηγοριά και χαρά και στον φυσικό θάνατο.

 

(Παύλου Μουκταρούδη, Θεολόγου, Διήρχετο διά των σπορίμων, τ. Β΄, εκδ. Ι. Μ. Λεμεσού 2008, σσ.42-47)