Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης), Για την γυναίκα που ήθελε να χωρίσει και αυτήν που ήθελε να κάνει έκτρωση…

5 Νοεμβρίου 2022

Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης) της Δράμας ο Ομολογητής. (1901-1959).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Η Κ.Π. από το Περιθώρι Δράμας ξεκίνησε μια μέρα από το σπίτι φορτωμένη με πέντε ψωμιά, λάδι, κρεμμύδια και πατάτες για να τα πάει στη Σίψα, να τα μοιράσει για το μνημόσυνο της γιαγιάς της.

Εκείνον τον καιρό την απασχολούσε πολύ το ζήτημα να χωρίσει τον συζυγό της.

Μόλις έφθασε στο μοναστήρι, είδε τον Γέροντα να κάθεται πάνω σε κάτι πέτρες και να της λέει:
– Κυριακή, αυτό που έχεις κατά νου ξέχνα το! Μόνο το θυμιατό θα σας χωρίσει εσάς. Δεν θ’ αφήσετε ο ένας τον άλλον.
– Γέροντα!, του είπε τότε εκείνη δεν αντέχω άλλο!
– Ψωμί, της λέει άφησες στα παιδιά σου;

Η αλήθεια είναι ότι εκείνη από τη χαρά της ξεχάστηκε και δεν τους άφησε. Ο σύζυγός της, που δεν την άφηνε να επισκεφθεί το μοναστήρι, έλειπε κι εκείνη βρήκε ευκαιρία να το σκάσει.

Της είπε τότε πάλι ο Γέροντας:
– Αυτά που έφερες θα τα φάμε εμείς οι χορτάτοι ή θα τα δώσουμε στους φτωχούς;
– Κάνε ό,τι αγαπάς Γέροντα» του είπε εκείνη. Έκοψε τότε τα ψωμιά και τα έστειλε στο σχολείο και τα υπόλοιπα τρόφιμα τα έστειλε σπίτια φτωχών.

Όταν μετά από λίγο καιρό η Κύριο έπεισε τον σύζυγό της να επισκεφθούν μαζί τον Γέροντα
εκείνος αυστηρά τον ρώτησε:
– Τι έκανες εσύ;
– Τίποτα δεν έκανα, απάντησε εκείνος αδιάφορα.
– Κοίταξε καλά σ’ έμενα δεν περνούν αυτά. Γιατί τυραννάς τη γυναίκα σου;

Τον έπιασε απ’ το αυτί κι άρχισε να λέει εκφώνως τις αμαρτίες του, ρωτώντας τον:
– Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί έκανες το άλλο; και του τις απαριθμούσε.

Αυτό ήταν! Συγκλονίστηκε, άλλαξε τρόπο ζωής κι έγινε καλύτερος κι από τη σύζυγό του. Σταμάτησε να βλασφημεί, πήγαινε στην εκκλησία και μάλιστα γύριζε τα σπίτια και μάζευε ξύλα την σόμπα του ναού, την όποια άναβε ο ίδιος.

Από το χωριό Μικρομηλιά (της Δράμας), οκτώ ώρες δρόμος με τα πόδια μέχρι το μοναστήρι, ξεκίνησε μια γυναίκα με τον σύζυγό της. Είχε επτά παιδιά και περίμενε το όγδοο. Στον δρόμο σκεφτόταν να μην το άφήσει να ζήσει, γιατί δεν θα μπορούσε να το μεγαλώσει κι αυτό.

Μετά από λίγο όμως σαν να μετάνοιωσε γι’ αυτά που σκεφτόταν.

Μόλις μπήκαν στην αυλή του μοναστηριού, ο Γέροντας την φώναξε και της είπε:
– Έλα, καλή νυφούλα, αυτό που έβαλες στο μυαλό σου βγάλτο! Εδώ θα φέρεις το μωρό να
το βαφτίσουμε.

Με δάκρυα κατόπιν, διηγήθηκε:
– Πού τα ήξερε ο καλόγερος όλα αυτά που εγώ σκεφτόμουν στον δρόμο;

Το παιδί αυτό έγινε ευλογημένο. Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι, αλλά ο Γέροντας είχε ήδη κοιμηθεί.

 

Από το βιβλίο, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων», έκδοση της Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμας.