Μεγαλόσχημος Αθανάσιος, Ένας υποδειγματικός Μοναχός

12 Νοεμβρίου 2022

Μοναστήρι Πλοστσάνσκ.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ο Γέροντας του Στάρετς Μακάριου της Όπτινα

 

Ο μεγαλόσχημος μοναχός Αθανάσιος είχε ευγενική καταγωγή. Το επώνυμό του ήταν Ζαχάρωφ. Υπηρέτησε τη θητεία του ως λοχαγός του ιππικού στο σύνταγμα του Χουσάρ. Όταν έγινε τριάντα ετών πήγε στο μοναστήρι του Νιαμέτς στη Μολδαβία. Εκεί τον έκανε μοναχό ο όσιος Παΐσιος κι έζησε στο μοναστήρι επτά χρόνια.

Γύρισε στη Ρωσία για κάποιο προσωπικό λόγο αλλά μετά δεν μπορούσε να ξαναπάει στο Νιάμετς. Αυτό τον έκανε να υποφέρει πολύ. Για κάποιο διάστημα τον διόρισαν οικονόμο στο μοναστήρι Φλόριστσεφ, στην επαρχία Βλαδιμήρου. Λίγο καιρό έζησε και στο μοναστήρι Γκορσκώφ. Και στα δυο αυτά μοναστήρια είχε πολλές δοκιμασίες.

Το 1806 έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στο Κίεβο. Στην επιστροφή μια ξαφνική αρρώστια τον ανάγκασε να σταματήσει στο μοναστήρι της Λευκής Χαράδρας. Το 1815, με την ευλογία του αρχιεπισκόπου Δοσιθέου, πήγε στο μοναστήρι Πλοστσάνσκ. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έσπασε το δεξί πόδι του κι αναγκάστηκε να μείνει στο Πλοστσάνσκ μόνιμα.

Τα δέκα χρόνια που έζησε στο Πλοστσάνσκ λειτούργησε ως υπόδειγμα σ’ όλους τους μοναχούς. Από τη ζωή του, τις διδαχές του και την αγάπη του ωφελήθηκαν πολλοί.

Ήταν πράος, συγκαταβατικός, ταπεινός, ευγενικός και στοργικός προς όλους. Όταν άκουγε πως κάποιος ήταν άρρωστος η φτωχός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον βοηθήσει, να τον παρηγορήσει. Ήταν και πολύ φιλόξενος. Σπάνια άφηνε να περάσει ξένος χωρίς να του πει δυο παρηγορητικά λόγια η να τον φιλέψει κάτι για το ταξίδι του.

Μερικές φορές έδινε ακόμα και το δικό του φαγητό στον αδελφό του χωρίς να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του. «Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Υπάρχουν άνθρωποι που μας παρέχουν την τροφή μας· ετούτοι δω οι άνθρωποι όμως είναι πάμφτωχοι⁻ πού θα βρουν φαγητό»;

Θ’ αφηγηθούμε εδώ ένα από τα πολλά παραδείγματα της καλοσύνης και αμνησικακίας του προς εκείνους που τον πρόσβαλαν. Ένας αδελφός ενοχλήθηκε από το δαίμονα του φθόνου και συκοφάντησε το γέροντα.

Είπε πως πήγε στο αρχονταρίκι του μοναστηριού για να κλέψει τσάι, ζάχαρη κι άλλα πράγματα από τους επισκέπτες. Η αλήθεια είναι πως οι ευλαβείς προσκυνητές του έδιναν πρόθυμα αυτά τα πράγματα, επειδή ωφελούνταν πολύ από τις πνευματικές νουθεσίες του.

Ο αδελφός αυτός δεν αρκέστηκε να γκρινιάζει μόνος του αλλά παρακίνησε κι άλλους αδελφούς να κάνουν το ίδιο. Εκείνοι βέβαια δεν τον πίστεψαν, επειδή γνώριζαν την άγια ζωή του γέροντα, μπερδεύτηκαν όμως.

Γνωρίζω προσωπικά τις προθέσεις του γέροντα και με πόση θλίψη πήγαινε στο αρχονταρίκι. Ο μόνος λόγος που τον έκανε να πηγαίνει εκεί ήταν γιατί πολλοί μοναχοί και λαϊκοί του το ζητούσαν, επειδή πίστευαν στη σοφία του και ωφελούνταν πνευματικά.

Ζητούσαν από τον ηγούμενο να τους επιτρέπει να βλέπουν το γέροντα ή να τον αφήνει να τους επισκέπτεται εκεί. Όσο για τα αγαθά που του έδιναν σαν αντίδωρο, εκείνος τα μοίραζε στους αδελφούς και τους φτωχούς, ούτε τα μισά δεν κρατούσε για τον εαυτό του.

Ο π. Αθανάσιος άκουγε τις κατηγορίες και τις συκοφαντίες που o αδελφός σκόρπιζε εδώ κι εκεί και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ευχαριστήσει. Σε όσους τον ρωτούσαν, απαντούσε πως ο αδελφός είναι πολύ καλός άνθρωπος.

Όταν ο μοναχός αυτός έφυγε από το μοναστήρι, o π. Αθανάσιος λυπήθηκε ειλικρινά. Τον αγαπούσε κι αυτόν, μ’ όλο που εκείνος τον μισούσε, όπως αγαπούσε και πολλούς άλλους ομοίους του.

 

Από το βιβλίο, «Στάρετς Μακάριος της Όπτινα», μετάφραση, επιμέλεια Πέτρου Μπότση.