Προσβάσιμη σελίδα

Γεωργίου Ραιδεστηνού, Θεωρητικόν, Μέθοδος Μουσικής

Πρόσφατα ο Σύλλογος Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως[1] προχώρησε στην έκδοση του τρίτου κατά σειρά μουσικού βιβλίου του Γεωργίου Ραιδεστηνού του Β΄ (1833-1889), Πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας με τίτλο «Γεωργίου Ραιδεστηνού, Θεωρητικόν. Μέθοδος Μουσικής» (Εικ. 1).

Η έκδοση του Θεωρητικού, την οποία επιμελήθηκε ο κ. Γεώργιος Δροσάκης, Θεολόγος, Πρωτοψάλτης του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Νικολάου και Πρόεδρος του Συλλόγου Ιεροψαλτών της Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, έχει σκοπό να αναδείξει τις γνώσεις, το μουσικό χάρισμα και το διδακτικό ταλέντο του αοίδιμου διδασκάλου της πατρώας Εκκλησιαστικής μουσικής.

Η νέα έκδοση του Θεωρητικού του Γ. Ραιδεστηνού Β΄.

Είναι πραγματικά ευτύχημα ότι διασώθηκαν ως τις μέρες μας οι πρόχειρες ιδιόχειρες σημειώσεις του εμπνευσμένου αυτού Πρωτοψάλτου του Πατριαρχείου, τις οποίες συνέγραψε ως διδακτική ύλη των πολλών μαθητών του Πατριαρχικού ύφους του. Ωστόσο, αυτές οι πολύτιμες εκδόσεις δεν θα είχαν έρθει στο φως της δημοσιότητας χωρίς την ευλογία και την ολόθυμη μέριμνα του λόγιου, φιλόκαλου και φιλόμουσου Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης κ. Ανθίμου.

Ο Γεώργιος Ραιδεστηνός (Εικ. 2) έχει δομήσει διδακτικά και παιδαγωγικά τις σημειώσεις του Θεωρητικού του σε έντεκα προσεγμένα κεφάλαια, τα οποία έχουν σκοπό τους την πληρέστερη, αναλυτικότερη και βαθύτερη μετάδοση της τέχνης της Εκκλησιαστικής μουσικής στους μαθητές του, με στόχο να τους καταστήσει αφενός συγκοινωνούς των θεωρητικών και πολυετών γνώσεων και εμπειριών του, αλλά και αφετέρου να τους προετοιμάσει κατάλληλα, ώστε να γίνουν στη συνέχεια ολοκληρωμένοι φορείς μετάδοσης και διάδοσης αυτών των γνώσεων στις επερχόμενες γενιές, δράττοντας δυναμικά με τη σειρά τους τη μακραίωνη αλυσίδα της Πατριαρχικής Παράδοσης.

Χειρόγραφο του Γ. Ραιδεστηνού Β΄.

Για αυτό και προβαίνει σε λεπτομερείς εξηγήσεις και υπεραναλύσεις των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτήρων, των γενών και των ήχων της Εκκλησιαστικής μουσικής, προκειμένου να καταστούν απόλυτα αντιληπτοί από τους μαθητές του τόσο οι λόγοι που έλαβαν οι διάφοροι χαρακτήρες και τα γένη τη συγκεκριμένη ονομασία από τούς προ αυτόν διδασκάλους, όσο και οι μεγάλες ή μικρές διαφορές που διαπιστώνονται κατά την εκτέλεσή τους. Επιπλέον, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μουσική ορθογραφία και τον ορθό τρόπο εκτέλεσης των μαθημάτων της Εκκλησιαστικής μουσικής. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος το Θεωρητικό του Ραιδεστηνού ως τη «Γραμματική» και το «Συντακτικό» της Εκκλησιαστικής μουσικής, αντίστοιχης αξίας και σημασίας με το Θεωρητικό του εκ Μαδύτων Χρυσάνθου (Εικ. 3).

Η παρούσα έκδοση του Θεωρητικού του Ραιδεστηνού αποτελείται από 163 συνολικά σελίδες. Μετά το Προλογικό Σημείωμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου (σ. ε΄), ακολουθεί το Εισαγωγικό Σημείωμα του επιμελητού της εκδόσεως κ. Γεωργίου Δροσάκη (σ. θ΄).

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε έντεκα συνολικά κεφάλαια, διατηρώντας τον τρόπο δόμησης του Ραιδεστηνού, τα οποία με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε 49 υποκεφάλαια.

Η ημεροχρονολογία των χειρογράφων

Στο Α΄ κεφάλαιο γίνεται λόγος Περί τοῦ ποσοῦ, δηλαδή το κατά πόσο ανεβαίνει ή κατεβαίνει ένας χαρακτήρας (σ. 1). Ακολουθεί στο Β΄ κεφάλαιο Ἡ ποσότης τῶν χαρακτήρων: περί του ίσου (σ. 2), περί του ολίγου (σ. 5), περί των κεντημάτων (σ. 9), περί της πεταστής (σ. 12), περί της υψηλής (σ. 14), περί των κατιόντων χαρακτήρων (σ. 16), περί του ελαφρού (σ. 18), περί της υπορροής (σ. 20) και περί της χαμηλής (σ. 21). Στο Γ΄ κεφάλαιο ο Ραιδεστηνός διαπραγματεύεται την ποιότητα των χαρακτήρων (σ. 23): περί του κλάσματος (σ. 25), περί της απλής (σ. 25), περί της σιωπής (σ. 26), περί του σταυρού (σ. 26), περί του χρόνου και περί του γοργού (σ. 27), περί του αργού (σ. 28), περί των αχρόνων (σ. 28), περί του ψηφιστού (σ. 29), περί του αντικενώματος (σ. 29), περί του ετέρου [συνδέσμου] (σ. 30), περί του ομαλού (σ. 31) και περί του ενδοφώνου (σ. 31). Στο Δ΄ κεφάλαιο γίνεται λόγος Περί του φθόγγου (σ. 32) και στο Ε΄ Περί των τονιαίων διαστημάτων (σ. 34). Το Ϛ΄ κεφάλαιο τιτλοφορείται Περί συστημάτων (σ. 36), όπου διαπραγματεύεται το οκτάχορδο σύστημα ή διαπασών (σ. 36), το πεντάχορδο σύστημα ή τροχό (σ. 38), το Τετράχορδο σύστημα ή Τριφωνία του διατονικού Γένους (σ. 41), το Τετράχορδο του χρωματικού Γένους (σ. 45) και το Τετράχορδο του εναρμονίου Γένους (σ. 49). Τα τρία Γένη (διατονικόν, χρωματικόν, εναρμόνιον) της Εκκλησιαστικής μουσικής είναι το θέμα του Ζ΄ κεφαλαίου (σ. 53), ενώ οι αντίστοιχες Μαρτυρίες τους του Η΄ (σ. 55-65) και οι ποικίλες φθορές τους του Θ΄ (σ. 65). Η πλήρης ανάλυση των οκτώ ήχων της Εκκλησιαστικής μουσικής και των συστατικών τους [απήχημα, κλίμαξ, δεσπόζοντες φθόγγοι, καταλήξεις] γίνεται στο κεφάλαιο Ι΄ (σ. 79-114). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ΙΑ΄ κεφάλαιο, όπου ο Ραιδεστηνός αναφέρεται στις Μαρτυρίες των ήχων (σ. 115), στις Μαρτυρίες που γράφονται προ της Μελωδίας (σ. 117), στις Μαρτυρίες του δευτέρου ήχου (σ. 121), του τρίτου και του πλαγίου αυτού (σ. 125), καθώς και στις αρχικές Μαρτυρίες του τετάρτου ήχου (σ. 127). Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα Παράρτημα, όπου παρουσιάζονται οι μουσικές κλίμακες του Γεωργίου Ραιδεστηνού και του υιού του Νικολάου (σ. 131-136), ένας Κατάλογος των φιλόμουσων συνδρομητών (σ. 137-143) και τα Περιεχόμενα (σ. 145-147).

Η ημεροχρονολογία των χειρογράφων (Εικ. 5)

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Γεώργιος Ραιδεστηνός στο Θεωρητικό του είναι η επίσημη καθαρεύουσα της εποχής, εμπλουτισμένη με αρχαϊκούς και εκκλησιαστικούς τύπους. Τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα αριθμητικά και οι μετοχές κλίνονται αλάνθαστα, σύμφωνα με τις τρεις κλίσεις της αρχαίας ελληνικής, όπως και οι τύποι των ρημάτων σε όλα τα πρόσωπα και τις εγκλίσεις. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία του -ν- στην αιτιατική του αρσενικού και του θηλυκού, καθώς και στην ονομαστική και αιτιατική του ουδετέρου. Εκτός του ενικού και πληθυντικού αριθμού, χρησιμοποιεί και τον δυικό αριθμό στο αριθμητικό δύω, το οποίο γράφει με -ω-. Κάποτε γράφει τον σύνδεσμο ἐνῷ ως μία λέξη· άλλοτε πάλι στην αρχική του μορφή ως εμπρόθετο προσδιορισμό (ἐν ᾧ). Ωστόσο, στο τελικό κείμενο επιλέχθηκε από τον επιμελητή η πρώτη περίπτωση, αυτή της μίας λέξης, επειδή απαντάται συχνότερα.

Μία ακόμη γλωσσική ιδιομορφία του Ραιδεστηνού είναι ότι συγχέει το απαρέμφατο εἶναι με την υποτακτική του ρήματος εἰμί (ὦ, ᾖς, ᾖ, ὦμεν, ἦτε, ὦσιν). Έτσι, θεωρεί το -ναι ως κατάληξη τρίτου ενικού προσώπου και προσθέτει σε αυτήν τον γραμματικό τύπο της υποτακτικής, δηλαδή ᾖ+ναι. Ως γνωστόν, η συνεκφορά νά εἶναι προήλθε ετυμολογικά από το απαρέμφατο και όχι από τύπο υποτακτικής ᾖναι, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ανύπαρκτος. Για αυτόν τον λόγο, στη νέα έκδοση του κειμένου ο τύπος της βουλητικής πρότασης νά ᾖναι με -η- αντικαταστάθηκε από τον επιμελητή με την αντίστοιχη της νεοελληνικής νά εἶναι με -ει-.

Επιπλέον, σε όλα τα κεφάλαια και υποκεφάλαια ο Ραιδεστηνός χρησιμοποιεί τη συνεκφορά Περί του τάδε χαρακτήρος, ή ήχου, ή φαινομένου κλπ, η οποία έχει τις ρίζες της σε αρχαιοελληνικές και βυζαντινές πραγματείες (π.χ. περί μουσικής, περί ποιητικής, περί ιατρικής, περί ψυχής, περί γενέσεως και φθοράς, περί κτισμάτων κ.ά), όσο και σε λατινικές της ρωμαϊκής, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής Δύσης με τον εμπρόθετο de+αφαιρετική (de medicina, de bello civili, de arte poetica, de homine figuris, de utilitate credendi, de hominis dignitate κ.ά).

Η συνοπτική υπογραφή του Γ. Ραιδεστηνού Β΄.

Μετά το πέρας της συγγραφής εκάστου μαθήματος, ο Ραιδεστηνός συνηθίζει να παρέχει κάποιες πληροφορίες για αυτό (π.χ. τὸ παρὸν νεωστὶ μελοποιηθὲν παρ’ ἐμοῦ εἰς ἦχον βαρὺν διατονικόν), θέτει τον τόπο (π.χ. ἔγραφον ἐν Φαναρίῳ) και έπειτα την υπογραφή του, άλλοτε ολογράφως, κυρίως όμως συνοπτικά ως Γ. Π. Ῥ. ὁ Β΄, δηλαδή Γεώργιος Πρωτοψάλτης Ραιδεστηνός ο Β΄ (Εικ. 4). Στη συνέχεια, αναγράφει αριθμητικά την ημεροχρονολογία ολόκληρης του έργου, αρχίζοντας από τον μήνα, την ημερομηνία, το έτος και την ημέρα της εβδομάδας, άλλοτε ολογράφως (π.χ. Δευτέρα) και άλλοτε με αραβική αρίθμηση, με 1 την Κυριακή, 2 τη Δευτέρα, 3 την Τρίτη κ.ο.κ., μέχρι 7 το Σάββατο (π.χ 72018795 [= Ιουλίου 20 1879 Πέμπτη] ή 41818804 [= Απριλίου 18 1880 Τετάρτη] ή 1191878 [= Νοεμβρίου 9 1878] Δευτέρα) (Εικ. 4, 5, 6). Προς αποφυγή σύγχυσης τονίζει με μελάνι διαφορετικά τον μήνα και την ημέρα. Για παράδειγμα, στην τελευταία ημεροχρονολογία θα μπορούσε κανείς να αναγνώσει αντί του 1191878 [= Νοεμβρίου 9 1878] Δευτέρα), 1191878 [= Ιανουαρίου 19 1878] Δευτέρα). Ωστόσο, ο Ραιδεστηνός γράφει εντονότερα και μεγαλύτερο το 9, προκειμένου να διασκεδάσει οποιαδήποτε αμφιβολία (Εικ. 5).

          Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις πυκνές αναφορές του Ραιδεστηνού στους προ αυτόν μουσουργούς και θεωρητικούς της αρχαίας και της Βυζαντινής μουσικής, για να στηρίξει τα γραφόμενά του. Αναφέρει για παράδειγμα ότι ο βασιλιάς Πτολεμαίος εφηύρε το ίσον, το ολίγον και την απόστροφο (σ. 3), η χρήση των οποίων έμεινε απαρασάλευτη σε όλους τους Διδασκάλους της παλαιάς μεθόδου της Βυζαντινής μουσικής (σ. 4). Σε μία αποστροφή του παραπέμπει αυτολεξεί στο περίφημο Θεωρητικό του Χρυσάνθου (σ. 80), ενώ συχνά πυκνά αναφέρει κανόνες για την ορθογραφία και εκτέλεση των φθόγγων, τους οποίους όμως καταγράφει εμπειρικά, χωρίς να αναφέρει την προέλευσή τους. Τέλος, αντλεί παραδείγματα από τα χειρόγραφα των παλαιών, της παλαιάς Μεθόδου Διδασκάλων (σ. 87), και ιδιαίτερα στα μαθήματα του Ιακώβου Πρωτοψάλτου (87, 88, 102, 108), του Δανιήλ Πρωτοψάλτου (126) και του Πέτρου Λαμπαδαρίου (σ. 109), προκειμένου να δικαιολογήσει ορθότερα τον τρόπο γραφής ή ανάλυσης ή εκτέλεσης μίας μουσικής γραμμής.

          Το μέχρι πρότινος άγνωστο Θεωρητικό του Γεωργίου Ραιδεστηνού, που για πρώτη προσφέρεται στο εξειδικευμένο και το ευρύ φιλόμουσο κοινό από τον ιδιαίτερα δραστήριο Σύλλογο των Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, φιλοδοξεί να συγκαταριθμηθεί μεταξύ των σπουδαίων Θεωρητικών των Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησιαστικής μουσικής, τα οποία άρχισαν να εκδίδονται ήδη από τα μέσα του 19ου αι. και συνεχίζουν να εκδίδονται ως τις μέρες μας, άλλα εκτενέστερα και αναλυτικότερα, έτερα πιο συνοπτικά και έτερα πιο απλουστευμένα, κρατώντας σθεναρά την μακραίωνη αλυσίδα τής Εκκλησιαστικής μουσικής. Το εν λόγω Θεωρητικό του Πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, με την λεπτομερή παρουσίαση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτήρων, την ορθογραφία τους, τις επιμέρους αναλύσεις και εκτελέσεις τους, τις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες των γενών, των ήχων, των συστημάτων, των μαρτυριών και των φθορών, είναι βέβαιο ότι συμπληρώνει έναν ακόμη άγνωστο κρίκο αυτής της Εκκλησιαστικής μουσικής αλυσίδας και προσφέρει απλόχερα στον αρχάριο, αλλά και στον βαθύτερο γνώστη της Βυζαντινής Μουσικής, συμπυκνωμένη όλη τη γνώση, την εμπειρία και το Πατριαρχικό ύφος της καθ’ ημάς Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής μουσικής, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αι.

 

 

 

 

 

[1] Η παρουσίαση του Θεωρητικού του Πρωτοψάλτου της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Γεωργίου Ραιδεστηνού του Β΄ πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 8.01.2023 στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Αλεξανδρουπόλεως στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 έτη από την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης (1922-2022). Και από αυτή τη θέση θα επιθυμούσα να ευχαριστήσω τον επιμελητή της έκδοσης κ. Γεώργιο Δροσάκη για την ευγενική παραχώρηση αδημοσίευτου υλικού από τα πρωτότυπα χειρόγραφα του Γεωργίου Ραιδεστηνού B΄.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Χερουβικόν ήχος πλ.α΄ | Κωνσταντίνου Πρίγγου
Λόγος και Μέλος: Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία (Ζαχάρου) Έσσεξ: Ομιλήματα Τεσσαρακοστής (B')
Λόγος και Μέλος: Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία (Ζαχάρου) Έσσεξ: Ομιλήματα Τεσσαρακοστής (Α')
«Βυζαντινά Πάθη» του Μιχάλη Αδάμη (24/4/2024, Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης)
Λόγος και Μέλος: Περιμένοντας την Ανάσταση - Εισαγωγή στο Θείο Δράμα