Ο εικονογραφικός κύκλος της ενσάρκωσης του Χριστού στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

5 Ιανουαρίου 2023

Ο εικονογραφικός κύκλος της ενσάρκωσης του Χριστού στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο[1]

Στον εικονογραφικό κύκλο της Γέννησης του Υιού του Θεού στο Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο περιλαμβάνονται γεγονότα που συνδέονται με τον επίγειο βίο του Χριστού και της Παναγίας. Συγκεκριμένα, εντοπίζονται οι σκηνές του Ευαγγελισμού, ως προάγγελος της Γέννησης, της Προσκύνησης των μάγων, της Φυγής στην Αίγυπτο, της Περιτομής και της Υπαπαντής. Από τις θεομητορικές γιορτές ο Ευαγγελισμός[2] κατέχει την πιο σημαντική θέση, καθώς μέσω της χαρμόσυνης αγγελίας του Αρχάγγελου Γαβριήλ στη Θεοτόκο, για τη Σάρκωση του Υιού τoυ Θεού, αρχίζει η υλοποίηση του προαιώνιου σχεδίου του Θεού για την Ενανθρώπιση του Υιού του και τη σωτηρία του ανθρώπου από την αμαρτία. Το θέμα απεικονίζεται ήδη από τον 5ο αιώνα σε ψηφιδωτά και χειρόγραφα και από τη μεσοβυζαντινή εποχή σε τοιχογραφίες. Στη συλλογή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου περιλαμβάνονται αρκετές εικόνες με το συγκεκριμένο θέμα ως  μεμονωμένη παράσταση ή ως κεντρική σκηνή σε μεσαία φύλλα τρίπτυχων και σε βημόθυρα. Σε ένα τέτοιο βημόθυρο (ΒΧΜ 2022)[3] του 15ου αιώνα, προερχόμενο από τη Μεσσήνη της Σικελίας, το θέμα του Ευαγγελισμού αποτελεί κεντρική σκηνή, ενώ στο πάνω τμήμα του διακρίνονται προφήτες και άγιοι. Η Θεοτόκος εικονίζεται όρθια μπροστά σε θρόνο, κλίνει ευλαβικά το κεφάλι, δηλώνοντας έτσι τη συγκατάνευσή της στο θείο θέλημα, και με το αριστερό χέρι κρατάει πορφύρα. Ο αρχάγγελος εικονίζεται σε στάση βηματισμού, με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατάει ράβδο. Στην επάνω ζώνη οι προφήτες Ησαΐας και Δαβίδ σε προτομή κρατούν ανοιχτά ειλητάρια, στα οποία αναγράφονται κείμενα σχετικά με το ρόλο της Θεοτόκου στην Ενσάρκωση. Πιο συγκεκριμένα, στου Ησαΐα διαβάζουμε: Ιδού η παρθέ/νος εν γαστρί / έξει. Καί τέξε/ται υιόν κ(αί) κα/λέσουσι τό όν[ο]/μα αυτού Εμμα/νουήλ[4]. Στου Δαβίδ αντίστοιχα: Άκουσον/ θύγατερ καί/ ίδε και κλίνον το ους / σου (Ψαλμ. 44, 11). Στο άνω άκρο του Η Η  βημόθυρου διακρίνονται μικρογραφημένοι οι άγιοι Νικόλαος και Ανδρέας, ενώ στο κάτω τμήμα, στο αριστερό πόδι του αρχάγγελου υπάρχει επιγραφή με τη δέηση του αφιερωτή.  Η εικονογράφηση των βημόθυρων με το θέμα του Ευαγγελισμού απαντάται από τον 12ο αιώνα, ενώ σχετίζεται άμεσα και με τη θεματική των βημόθυρων και των εικόνων των κρητικών εργαστηρίων του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα.

Σε δύο ακόμα, σχεδόν πανομοιότυπα δίζωνα βημόθυρα  με αριθμούς ΒΧΜ 11604[5] και ΒΧΜ 12634[6], το ένα του 1745, και το άλλο επίσης του 18ου αιώνα και με προγενέστερο στρώμα του 15ου, προερχόμενα και τα δύο από τη Μεσσήνη της Σικελίας, στην άνω ζώνη τους απεικονίζεται το θέμα του Ευαγγελισμού και στην κάτω οι προφήτες Μωυσής και Ααρών. Η σκηνή του  Ευαγγελισμού  στα βημόθυρα αποδίδεται με τον γνωστό βυζαντινό τύπο, ο οποίος κυριάρχησε από τον 15ο αιώνα σε όλη τη μεταβυζαντινή εποχή και εντοπίζει κανείς σε έργα καλλιτεχνών της κρητικής σχολής. Το βημόθυρο ( ΒΧΜ 11604) κάτω δεξιά διασώζει τα ονόματα των αφιερωτών, της οικογένειας του Μιχαήλ Βασιλόπουλου, του ιδίου, της συζύγου του και των παιδιών του. Επίσης, διακρίνεται το όνομα του καλλιτέχνη, του Σιναϊτη μοναχού Ιερεμία, με καταγωγή από την Κρήτη, ενώ στο αριστερό του φύλλο σώζεται  η χρονολογία δημιουργίας του. Όσον αφορά στην παρουσία των δύο προφητών στην κάτω ζώνη των βημόθυρων, αυτή δικαιολογείται, καθώς μέσω του Μωυσή μεταβιβάστηκαν οι εντολές του Θεού στους ανθρώπους,  το πρώτο συμβόλαιο της Παλαιάς Διαθήκης, και είναι εκείνος που είδε την «καιόμενη και μη φλεγόμενη βάτο», η οποία, ως προεικόνιση της Θεοτόκου, υπαινίσσεται το ρόλο της στην Ενσάρκωση.  Αν κανείς συνδυάσει τη θεολογική αυτή παράμετρο με τον συμβολισμό του Ευαγγελισμού, τη νέα συνθήκη του Θεού με τον άνθρωπο, την Καινή Διαθήκη, αντιλαμβάνεται ότι ο καλλιτέχνης με τον τρόπο αυτό θέλει να καταδείξει τη συνέχεια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Δηλωτικό του ίδιου σωτηριολογικού ρόλου της Θεοτόκου αποτελεί και το άνθος που κρατεί ο προφήτης στο αριστερό χέρι του, επίσης γνωστός συμβολισμός της Θεοτόκου στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Επιπλέον, η παρουσία του δεύτερου προφήτη, του Ααρών, δικαιολογείται , καθώς η Θεοτόκος έχει ταυτιστεί με την «Κεκλεισμένη Πύλη», το σύμβολο της προεικόνισής της από τον προφήτη Ααρών.

Οι υπόλοιπες εικόνες της συλλογής με το ίδιο θέμα, στην απλή αλλά και την πιο σύνθετη διατύπωσή τους, απεικονίζουν την Παναγία μέσα στον ναό τη στιγμή που δέχεται τη χαρούμενη είδηση από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Σε μια τέτοια εικόνα (ΒΧΜ 1577)[7] του ζωγράφου Ηλία Μόσκου, χρονολογούμενη το έτος 1675, διακρίνεται το εσωτερικό ενός περίτεχνου ναού, απαρτιζόμενου από κλασικούς κίονες, πεσσούς, τόξα και επιστύλια. Η Θεοτόκος εικονίζεται στα δεξιά της παράστασης πίσω από το αναλόγιο, γονατιστή με τα χέρια της διπλωμένα μπροστά στο στήθος σε στάση υποταγής στο θείο θέλημα. Το Ευαγγέλιο στο αναλόγιο είναι ανοικτό στην σχετική περικοπή με βάση την οποία εικονογραφείται η συγκεκριμένη παράσταση: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι…» (Λουκ. 1,35)[8]. Στα αριστερά ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίζεται με έντονο βηματισμό μπροστά στην Παναγία. Με το δεξί χέρι του δείχνει τον ουράνιο χώρο και με το αριστερό της προτείνει τον κρίνο. Η παράσταση στο άνω τμήμα της συμπληρώνεται με τον ουράνιο χώρο, μέσα από τον οποίο  προβάλλει ο Θεός εν μέσω νεφελών ως Παλαιός των Ημερών, με πολλούς αγγέλους και χερουβίμ, ενώ λευκή περιστερά κατεβαίνει στη Θεοτόκο μέσα από θεϊκό φως. Πρόκειται για ένα πολύ καλό έργο που αντιγράφει δυτικοευρωπαϊκή χαλκογραφία.

Από τις σκηνές της ζωής του Χριστού το θέμα της Γέννησης αντιπροσωπεύεται στη συλλογή με ικανοποιητικό αριθμό εικόνων. Στις πιο αξιόλογες από αυτές η Θεοτόκος απεικονίζεται ανακεκλιμένη ή γονυπετής. Σε δύο-τρία παραδείγματα η σκηνή της Γέννησης συναπεικονίζεται με τη Βάπτιση. Χαρακτηριστικό των εικόνων αυτών είναι ότι δύο ακολουθούν την οριζόντια διάταξη, σύμφωνα με την οποία παρατάσσονται οι δύο σκηνές σε χρονολογική σειρά, ενώ μία ακόμη εικόνα έχει κάθετη διάταξη σε δύο ζώνες. Το θέμα συνήθως ακολουθεί ένα λιτό εικονογραφικό σχήμα, όπως διαμορφώθηκε τον 15ο-16ο αιώνα από τους ζωγράφους της κρητικής σχολής ( ΒΧΜ 2021)[9]. Στο κέντρο κυριαρχεί η βραχώδης σκοτεινή σπηλιά της Βηθλεέμ με το σπαργανωμένο νεογέννητο βρέφος και την ξαπλωμένη Παναγία. Στη φάτνη του Χριστού σκύβουν δύο ζώα, το βόδι  και ο όνος. Στο επάνω τμήμα της παράστασης εικονίζεται το άστρο, ενώ εκατέρωθεν της βραχώδους τοποθεσίας όμιλοι αγγέλων δοξολογούν για το χαρμόσυνο γεγονός.  Πιο κάτω δεξιά  οι τρεις μάγοι με δώρα στα χέρια ανηφορίζουν το βουνό με οδηγό το θεϊκό άστρο, ενώ κάτω αριστερά παριστάνονται βοσκοί και ο Ιωσήφ σε περισυλλογή. Στην κάτω δεξιά γωνία εικονίζεται το λουτρό του βρέφους με τη μαία και τη θεραπαινίδα, ενώ αντίστοιχα αριστερά άγγελος μεταφέρει τη χαρμόσυνη είδηση σε νεαρούς ποιμένες. Το συνολικό τοπίο πλαισιώνουν δέντρα, διάσπαρτοι θάμνοι και ζώα, τα οποία ζωηρεύουν την παράσταση και υποδηλώνουν τη συμμετοχή της φύσης σε αυτό το μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας χαρμόσυνο γεγονός. Η Θεοτόκος στην παράσταση της Γέννησης του Χριστού απεικονίζεται εκτός από ανακεκλιμένη, επίσης καθισμένη μπροστά στη φάτνη, γονυπετής και πιο σπάνια να θηλάζει[10].

Ο τύπος της καθισμένης μπροστά στη φάτνη Παναγίας εμφανίζεται τον 11ο αιώνα στο ψηφιδωτό του Οσίου Λουκά στην Λιβαδειά, αλλά και σε τοιχογραφημένα σύνολα, όπως είναι της Αγίας Τριάδας Κρανιδίου του 1245, και σε άλλα. Ο πιο διαδεδομένος ωστόσο τύπος στη βυζαντινή τέχνη ήταν αυτός της ανακεκλιμένης σε στρωμνή Θεοτόκου. Επίσης, σε μία άλλη εικόνα (ΒΧΜ 13109)[11] της Συλλογής Λοβέρδου το κάτω τμήμα της παράστασης, η Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος, η σκηνή με το λουτρό του βρέφους, η μαία και η θεραπαινίδα, αλλά και οι βοσκοί με τον Ιωσήφ απεικονίζονται με αντίθετη φορά από την προηγούμενη εικόνα. Μία άλλη ιδιαίτερη εικονογραφική απόδοση του θέματος εντοπίζεται σε εικόνα ( ΒΧΜ 2110)[12] του 1638, προερχόμενη από τη Μεσσήνη της Σικελίας, του Γιαννιώτη ζωγράφου Ευσταθίου. Η πρωτοτυπία της έγκειται στην κυριαρχία έντονων αντιθετικών χρωμάτων, αλλά και στη διακοσμητική διάθεση που κυριαρχεί στο έργο. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, συμβάλλει στον τονισμό των μεστών  θεολογικών νοημάτων της εικόνας, τα οποία σχετίζονται με την Ενανθρώπιση του Υιού του Θεού και τη σταυρική θυσία του. Πιο συγκεκριμένα, η Παναγία στην εικόνα αυτή δεν απεικονίζεται σε στρωμνή ξαπλωμένη, αλλά γονατιστή, σε στάση υποταγής και δέησης. Επίσης, ο τρόπος απόδοσης του Ιωσήφ, ο οποίος εικονίζεται επίσης γονατιστός να προσφέρει στην Παναγία ένα κρίνο, αποτελεί μοναδική εικονογραφική εφεύρεση του ζωγράφου, που με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζει και τον σημαντικό ρόλο του Ιωσήφ στην Ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Στη συνέχεια, ανάμεσά τους διακρίνεται το Θείο Βρέφος, που παραπέμπει  στον ευχαριστιακό- μελιζόμενο  Χριστό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται επιπρόσθετα από την απεικόνιση δύο αγγέλων, οι οποίοι προσφέρουν δύο ευχαριστιακούς άρτους, στον ίδιο κατακόρυφο άξονα με τον Χριστό, στην είσοδο της σπηλιάς. Η πρωτότυπη σύνθεση συμπληρώνεται στο άνω τμήμα της από χορεία δοξολογούντων αγγέλων, δεξιά από την επιμέρους γνωστή σκηνή του Ευαγγελισμού των ποιμένων, κάτω αριστερά από την προσκύνηση των μάγων, και πιο δεξιά από την σκηνή της ετοιμασίας του λουτρού του Βρέφους από τρεις γυναίκες. Το έργο διασώζει υπογραφή του ζωγράφου και θυρεό με απεικόνιση λιονταριού, τα οποία σε συνδυασμό με την εικονογραφική απόδοση επιμέρους λεπτομερειών σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα, επιβεβαιώνουν το καλλιτεχνικό περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκε η εικόνα.

Η ιδιαίτερη απόδοση του θέματος στη συγκεκριμένη εικόνα αλλά και των επιμέρους λεπτομερειών της πιθανότατα σχετίζονται με τις θεολογικές διαφορές της εποχής σε βασικά δόγματα ανάμεσα σε Ορθόδοξους, Καθολικούς και Προτεστάντες , όπως είναι η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε Αίμα και  Σώμα Χριστού κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Το πιο σημαντικό όμως είναι, ότι εξαίρει το ρόλο της Θεοτόκου, η οποία υποτάχθηκε πλήρως στο προαιώνιο σχέδιο της Θείας Οικονομίας και στο θείο θέλημα. Επιπλέον, το έργο κάνει σαφή θεολογικό υπαινιγμό στην ίδια την Εκκλησία του Χριστού και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας,  αλλά και  στη μελλοντική σταυρική θυσία του Θεανθρώπου για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Έπειτα, στη συλλογή του μουσείου το θέμα της Προσκύνησης των Μάγων αντιπροσωπεύεται με λίγες εικόνες που ακολουθούν δυτικά πρότυπα. Σε μία εικόνα από αυτές (ΒΧΜ 13158)[13] του ζωγράφου Εμμανουήλ Τζάνε, χρονολογούμενη το 1667, απεικονίζεται η Παναγία με τον Χριστό σε χαμηλό μαρμάρινο θρόνο να τον κρατεί στα γόνατά της. Μπροστά στον μικρό Χριστό διακρίνεται γονατιστός ένας από τους μάγους να ασπάζεται το δεξί του χέρι, ενώ πιο πίσω οι άλλοι δύο με βασιλικά ενδύματα προσφέρουν μέσα σε χρυσά σκεύη τα δώρα τους στον Χριστό. Ακριβώς πίσω από την Παναγία ο Ιωσήφ ακουμπισμένος στο ραβδί του παρακολουθεί σκεφτικός τη σκηνή. Την παράσταση συμπληρώνουν αριστερά η συνοδεία των μάγων και σε ορεινό τοπίο άτομα της συνοδείας τους, στρατιωτικοί και αξιωματούχοι ακόλουθοι. Η σκηνή διαδραματίζεται μπροστά σε απλό ξύλινο οικοδόμημα με τριγωνική απόληξη στη σκεπή, ενώ στο βάθος πίσω από αυτό διακρίνονται άλλα οικοδομήματα της Ιερουσαλήμ με ημικυκλικά ανοίγματα. Στο κάτω τμήμα της εικόνας σώζεται η υπογραφή του ζωγράφου με το όνομά του και τη χρονολογία κατασκευής της. Πρόκειται για ένα αξιόλογο έργο στο οποίο ο γνωστός ζωγράφος έχει αποδώσει ένα δυτικό θέμα με τα μέσα της κρητικής τέχνης.

Το σπάνιο θέμα της Περιτομής του Χριστού[14] εμφανίζεται στη βυζαντινή τέχνη για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα. Το θέμα προέρχεται από την εικονογραφία της Δύσης, ενώ όλες οι παραστάσεις στο χώρο της ορθόδοξης Ανατολής έχουν δυτικές επιρροές. Η σκηνή αντιπροσωπεύεται στο μουσείο με μία εικόνα (ΒΧΜ 13245) από τη συλλογή Λοβέρδου του 18ου αιώνα, πιθανότατα του ζωγράφου Παναγιώτη Δοξαρά, με βάση σχετική επιγραφή που διασώζει. Πρόκειται για μια πολυπρόσωπη σύνθεση, στην οποία κεντρική θέση κατέχει το θείο Βρέφος, το οποίο έχει παραλάβει και κρατάει με τα δυο χέρια του ο αρχιερέας του ναού πάνω σε λευκό ύφασμα,  προκειμένου να τον υποβάλλει στη διαδικασία της Περιτομής. Δίπλα του πάνω σε δύο τραπέζια διακρίνονται τα όργανα της περιτομής, στα δεξιά η Θεοτόκος λυπημένη προσεύχεται με το βλέμμα της στραμμένο άνωθεν και με τα χέρια της, το δεξί ανασηκωμένο σε στάση δέησης και το αριστερό διπλωμένο μπροστά στο στήθος. Ο μικρός Χριστός εικονίζεται με τα πόδια του σε συνεσταλμένη στάση, λόγω του ότι έχει παραδοθεί από τη μητέρα του στον αρχιερέα και προαισθάνεται τη σχετική διαδικασία.  Την υπόλοιπη σκηνή σε πρώτο επίπεδο συμπληρώνουν αντρικές μορφές, οι οποίες βοηθούν τον αρχιερέα, αλλά και το βάθος της παράστασης άλλες μορφές που παρευρίσκονται εκεί για να παρακολουθήσουν το γεγονός. Πρόκειται για μια καθαρά δυτικού τύπου παράσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από προοπτική απόδοση των μορφών και του εσωτερικού αρχιτεκτονικού βάθους, αλλά και άλλα δυτικά στοιχεία στις επιμέρους λεπτομέρειες της σκηνής, όπως είναι στην απόδοση των μορφών με δυτικού τύπου ενδύματα, στα αρχιτεκτονικά στοιχεία και στον κινητό εξοπλισμό του χώρου.

Το θέμα της Υπαπαντής του Χριστού απαντάται επίσης σε αρκετό αριθμό εικόνων.  Σε ένα παράδειγμα το θέμα αποτελεί την κεντρική σκηνή σε μεσαίο φύλλο τριπτύχου. Σε εικόνα επίσης του 1669 του Φιλόθεου Σκούφου (ΒΧΜ 2059)[15] η σκηνή ακολουθεί τον παλαιολόγειο εικονογραφικό τύπο των κρητικών εργαστηρίων του 15ου-16ου αιώνα. Η Θεοτόκος στα αριστερά, κάτω από κιβώριο με διακοσμητικό παραπέτασμα, στρέφεται προς τον γέροντα προφήτη Συμεών, ο οποίος πάνω σε αναβαθμό κλίμακος κρατεί ευλαβικά το Θείο Βρέφος[16]. Πίσω από την Παναγία εικονίζεται  η προφήτισσα Άννα κρατώντας ανοιχτό ειλητάριο με την εξής επιγραφή :« Τούτο το/ βρέφος/ ουρανόν/ και γην/ εστερέ/ ωσεν». Στρέφει το κεφάλι της προς τον Ιωσήφ, που κρατάει στα χέρια του «ζεύγος  τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστεριών», για να τα θυσιάσουν ως δώρο στον Θεό σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο. Η σκηνή δραματίζεται μπροστά σε αρχιτεκτονικό βάθος από  στενά και ψηλά κτίρια, ενώ πιο πίσω διακρίνονται τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Στα δεξιά, στο πάνω μέρος του οικοδομήματος σε τμήμα κολόνας παριστάνεται βάζο με άνθη. Ανάμεσα στον Συμεών και την Παναγία διακρίνεται το άνω μέρος της Αγίας τράπεζας, που καλύπτεται με θολωτό κιβώριο, ενώ το κύριο μέρος του ναού χωρίζει από το Ιερό Βήμα χαμηλό βημόθυρο που διακοσμείται με την απεικόνιση των προφητών Ααρών και Μελχισεδέκ, αλλά και Χερουβίμ. Στο κάτω μέρος της παράστασης εν μέσω οικόσημου διακρίνεται κεφαλαιογράμματη επιγραφή σε δύο τμήματα. Αυτή αριστερά αποκαλύπτει τον καλλιτέχνη της εικόνας και τη χρονολογία δημιουργίας της: «ΧΕΙΡ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΣΚΟΥΦΟΥ/ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΚΥΔΩΝΙΑΙΟΥ. ΑΧΞΘ ΦΕΥΡΟΥΑΡΙΟΥ», ενώ από τη δεξιά αντίστοιχη επιγραφή μαθαίνουμε το όνομα του πιστού-αναθέτη: «Μνήσθητι Κ(ύρι)ε του [δ]ούλ[ου του Θεού Γεω]ργίου Μπαρπία και Κο[…]/ συνβί(ας) γονέων κ[αι τέκ]νων αυτών». Το θέμα της Υπαπαντής του Χριστού εικονογραφικά καθιερώθηκε την παλαιολόγεια περίοδο[17]. Η συγκεκριμένη εικόνα είναι πλούσια σε θεολογικό περιεχόμενο, γιατί εκτός από την εικονογραφική απόδοση του γνωστού ιστορικού γεγονότος, ταυτόχρονα σε αυτήν εντοπίζει κανείς πολλές προεικονίσεις  σχετικές με τη Θεία Ενσάρκωση και το Σταυρικό Πάθος, όπως είναι οι παλαιοδιαθητικές μορφές-προφήτες και η κολόνα με το βάζο και τα άνθη, τα οποία παραπέμπουν σημειολογικά στα ιστορικά γεγονότα της Ενανθρώπισης και της Σταυρικής Θυσίας του Χριστού. Τέλος, η απεικόνιση του δεξιού γυμνού ποδιού του μικρού Χριστού, την οποία συναντά κανείς και στις απεικονίσεις της Παναγίας Γλυκοφιλούσας, υπαινίσσεται κατά τον ίδιο τρόπο το Σταυρικό Πάθος.

Τέλος, το θέμα της Φυγής στην Αίγυπτο[18] στη συλλογή του Βυζαντινού και Χριστιανικού μουσείου απαντάται σε εικόνα (ΒΧΜ 2063)[19] του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, αποδιδόμενη στην τέχνη του κρητικού ζωγράφου Εμμανουήλ Τζάνε.  Η Θεοτόκος εικονίζεται πάνω σε λευκό όνο να θηλάζει το Θείο Βρέφος που έχει στην αγκαλιά της. Πίσω της ο Ιωσήφ σκεφτικός στηρίζει το κεφάλι του στα δύο δάκτυλα του δεξιού χεριού του. Στο βάθος η τειχισμένη πόλη της Ιερουσαλήμ και στο πάνω τμήμα της παράστασης, κάτω από ξυλόγλυπτη ημικυκλική απόληξη δύο άγγελοι προβάλλουν μέσα από σύννεφα,  εκ των οποίων ο ένας με ζωηρή ιπτάμενη κίνηση. Το θέμα είναι γνωστό από τη βυζαντινή εποχή σε τοιχογραφίες, εντοίχεια ψηφιδωτά και εικονογραφημένα χειρόγραφα. Παράδειγμα πρώιμης απεικόνισης του θέματος αποτελεί μία εικόνα του 10ου  αιώνα της μονής Σινά, που αποδίδεται με τον ίδιο εικονογραφικό τρόπο σε μια ευρύτερη σύνθεση με σκηνές από τον κύκλο της Γέννησης του Χριστού.

 

Παραπομπές:

[1] Το εν λόγω κείμενο αποτελεί επιμέρους κεφάλαιο της διπλωματικής εργασίας μου, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, το έτος 2015, το οποίο παρατίθεται ελαφρά τροποποιημένο.

[2] Γενικά για την απεικόνιση του θέματος του Ευαγγελισμού στη Βυζαντινή Τέχνη βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Οι εικονογραφικοί τύποι και τα κυριότερα θέματα του εικονογραφικού κύκλου της προσωπικής ζωής της Θεοτόκου, Η Θεοτόκος ως αυτοτελής παράστασις ή μετά του Θείου Βρέφους, Εικονογραφικά θέματα του βίου της Θεοτόκου, Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972,  σσ. 115-120.

[3]Βλ. Kalliopi-Phaidra Kalafati, “ Royal doors:  Annunciation, Prophets and Saints” στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity ( Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), σσ. 36-37, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[4] Ησ. 7, 14. Ματθ. 1, 23.

[5] Βλ. Terpsichori-Patricia Scotti, “ Altar door with the Annunciation and the prophets Moses and Aaron”, στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity ( Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), σσ. 68-69.

[6] Kalliopi-Phaidra Kalafati, “ Altar door: Annunciation, Prophets and Saints” στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity ( Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), σσ. 70-71.

[7] Βλ. Αχειμάστου Ποταμιάνου Μυρτάλη, «Θαύμα της Παναγίας»,  στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 85, σσ. 258-259.

[8] Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Ιστορικαί και θεολογικαί προϋποθέσεις της απεικονίσεως της Θεοτόκου εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν, Η Θεοτόκος εις την παράδοσιν των Εκκλησιών», Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 28.

[9]Βλ. Τερψιχόρη- Πατρίτσια Σκώττη, « Η Γέννηση» στο Χειρ Αγγέλου, Ένας ζωγράφος εικόνων στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, κατάλογος έκθεσης ( Μουσείο Μπενάκη, 16 Νοεµβρίου 2010-31 Ιανουαρίου 2011), επιµ. Μ. Βασιλάκη, Αθήνα 2010, αρ. 39, σσ. 180-181, όπου η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[10]Για την απεικόνιση της Θεοτόκου στην παράστασης της Γέννησης του Χριστού γενικά, βλ. . Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Η Θεοτόκος εις γενικότερας σύνθετους παραστάσεις, Η Θεοτόκος εις τα εικονογραφικά θέματα του βίου του Χριστού, Η Θεοτόκος εις την Γέννησιν του Κυρίου», Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972 σ. 149-151.

[11] Βλ. Αχειμάστου Ποταμιάνου Μυρτάλη, « Γέννηση του Χριστού»,  στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 26, σσ. 96-99.

[12] Βλ. Elena Parastavrou, “ Nativity” στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity (Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), αρ.. 11, σσ. 54-55, όπου η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[13]Βλ. Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, «Προσκύνηση των μάγων», στο Οι Πύλες του Μυστηρίου, Θησαυροί της Ορθοδοξίας από την Ελλάδα, κατάλογος έκθεσης, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα 1994, αρ. 12, σσ. 196-197.

[14] Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Η Θεοτόκος εις τα εικονογραφικά θέματα του βίου του Χριστού, Η Θεοτόκος εις την Περιτομήν του Κυρίου», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 153-154.

[15]Βλ. Μαγδαληνή Σύρου « Φιλοθέου Σκούφου: Η Υπαπαντή», στο

Μυστήριον Μέγα και Παράδοξον, Έκθεσις εικόνων και Κειµηλίων, κατάλογος

έκθεσης (Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον, 28 Μαϊου-31 Ιουλίου 2001),

Αθήνα 2002, αρ. 40,  σσ. 164-165,  όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία

[16] Στην μνημειακή ζωγραφική, εκτός από τις παραστάσεις με τον Χριστό στα χέρια του Συμεών, εντοπίζονται παραδείγματα στα οποία ο μικρός Χριστός βρίσκεται ακόμα στα χέρια της Παναγίας ή σε άλλα ο Χριστός απεικονίζεται τη στιγμή της μετακίνησής του από τα χέρια της Παναγίας στον Συμεών, βλ. D. Shorr, « The Iconographic Development of the Presentation in the Temple», Art Bulleting 28, (1946), σ. 17 κ.ε.

[17]Βλ. Ευθύµιος Τσιγαρίδας, «Υπαπαντή», στο Θησαυροί του Αγίου

Όρους, κατάλογος έκθεσης, Θεσσαλονίκη 1997, αρ. λήμ. 2.60, σ.127-128.

[18]Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Η Θεοτόκος εις τα εικονογραφικά θέματα του βίου του Χριστού , Η Θεοτόκος εις την φυγήν εις Αίγυπτον», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 155-156.

[19] Όλγα Γκράτζιου- Αναστασία Λαζαρίδου, «Εικόνα: Φυγή στην Αίγυπτο», στο Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο 1884-1930, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 29 Μαρτίου 2002- 7 Ιανουαρίου 2003), Αθήνα 2006, σσ. 355-356.