Άγιος Ιάκωβος ο Μέγας, Διεκδίκησή του με ένοπλη μάχη, τριήμερη προσευχή κάτω από χιόνια!

8 Φεβρουαρίου 2023

Σχέδιο Ιωάννη Βράνου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=364371

 

8

Όταν ξάπλωσε στο έδαφος έλεγα ευχάριστα λόγια, για να κάνω τη διάθεσή του περισσότερο χαρούμενη. Βάζοντας το χέρι μου μέσα από το ιμάτιό του προσπαθούσα να του τρίψω ελαφρά την πλάτη· τότε είδα το μεγάλο φορτίο από σίδηρο που έδενε τη μέση του και τον αυχένα και άλλες αλυσίδες γύρω από τον αυχένα, δύο μπροστά και δύο πίσω, που φθάνοντας στον κάτω κύκλο λοξές και σχηματίζοντας το σχήμα του χι μπροστά και πίσω συνέδεαν τους δύο κύκλους μεταξύ τους· και τα χέρια είχαν μέσα, γύρω από τους αγκώνες, άλλα τέτοια δεσμά.

Βλέποντας λοιπόν αυτό το βαρύτατο φορτίο τον ικέτευα να βοηθήσει το ταλαιπωρημένο σώμα που δεν μπορούσε να σηκώσει συγχρόνως αυτόν και τα εθελούσια φορτία και την ακούσια αρρώστια.

«Διότι τώρα», είπα, «πάτερ, ο πυρετός κάνει τη δουλειά του σιδήρου. Όταν αυτός περάσει θα βάλομε πάλι στο σώμα τον κόπο από το σίδερο». Υποχώρησε και σ’ αυτό, αφού καταθέλχθηκε από τέτοιες ωραίες συνομιλίες.

Αλλά τότε, έπειτα από αρρώστια λίγων ήμερων, εύκολα έγινε καλά.

 

9

Ύστερα από καιρό περιέπεσε σε ακόμα βαρύτερη αρρώστια. Μαζεύτηκαν τότε πολλοί από παντού, για να αρπάξουν το σώμα. Όταν το έμαθαν οι κάτοικοι της πόλεως έτρεξαν όλοι μαζί, στρατιώτες και πολίτες, άλλοι με τον πολεμικό τους εξοπλισμό, και άλλοι με όπλα που έτυχε.

Παρατάχθηκαν και πολέμησαν ρίχοντας βέλη και εκσφενδονίζοντας πέτρες, όχι για να
χτυπήσουν, αλλά μόνο για να φοβερίσουν και αφού μ’ αυτόν τον τρόπο έδιωξαν τους περίοικους, έβαλαν στο φορείο τον πρωταθλητή, που δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα γίνονταν (δεν κατάλαβε μάλιστα ούτε ότι οι χωρικοί τού μαδούσαν τα μαλλιά), και έφθασαν στην πόλη.

 

10

Όταν ήρθαν στον προφητικό τάφο, τοποθέτησαν το φορείο στο ασκητήριο που ήταν εκεί κοντά. Τότε έφθασε κάποιος στη Βέροια [ελληνιστική πόλη στη Βόρεια Συρία σημερινό Χαλέπι] (διότι έτυχε να είμαι εκεί), ανήγγειλε όσα είχαν γίνει και έφερε την είδηση του θανάτου. Αμέσως λοιπόν έτρεξα και βαδίζοντας όλη τη νύχτα έφθασα μετά την ανατολή στον θεοσεβή άνθρωπο που ούτε μιλούσε ούτε μπορούσε να γνωρίσει κανέναν από όσους ήταν παρόντες.

Μόλις εγώ του μίλησα και του είπα πως ο μεγάλος Ακάκιος του στέλλει χαιρετισμό, άνοιξε αμέσως τα μάτια και ρωτούσε πώς είμαι και ζητούσε να μάθει πότε είχα έλθει. Όταν του απάντησα σχετικά έκλεισε πάλι τα μάτια του.

Μετά τρεις μέρες, το απόγευμα, ρώτησε πού βρισκόταν όταν έμαθε στενοχωρήθηκε πολύ και αξίωσε να τον μεταφέρουν αμέσως στο βουνό. Θέλοντας να τον περιποιηθώ ο ίδιος με κάθε τρόπο, παρήγγειλα να φέρουν αμέσως το φορείο και να τον μεταφέρουν στο μέρος που ποθούσε.

 

11

Τότε κατάλαβα την έλλειψη ματαιοδοξίας αυτής της σεβάσμιας σε μένα κεφαλής. Την επόμενη του έφερα χυλό από ξεφλουδισμένο κριθάρι που τον κρύωσα· διότι δεν ανεχόταν να βάλει στο στόμα του τίποτα ζεστό, επειδή είχε απαρνηθεί εντελώς την ανάγκη της φωτιάς.

Επειδή δεν ήθελε να φάει του είπα· «Λυπήσου όλους εμάς, πάτερ, που θεωρούμε κοινή σωτηρία την υγεία σου. Διότι συ δεν είσαι μόνο πρότυπο ωφέλειας, αλλά προσευχόμενος μας προστατεύεις και μας παρέχεις τη θεία ευμένεια. Εάν σε στενοχωρεί το ασυνήθιστο, δείξε και σ’ αυτό», είπα, «καρτερία, πάτερ διότι και αυτό είναι τρόπος ασκητικής ζωής. Όπως ακριβώς δηλαδή όταν ήσουν υγιής και επιθυμούσες τροφή, νικούσες την επιθυμία με την καρτερία. Έτσι και τώρα, έχοντας ελάχιστη όρεξη, δείξε την καρτερία της μεταλήψεως».

Όταν έλεγα αυτά ήταν παρών και ο άνθρωπος του θεού, ο Πολυχρόνιος, ο όποιος, για να ενισχύσει τα λόγια μου θέλησε πρώτος ο ίδιος να φάει την τροφή, αν και ήταν ακόμα χαράματα, αυτός που πολλές φορές έτρεφε το σώμα του κάθε επτά ημέρες.

Πείσθηκε λοιπόν στα λόγια και ο Ιάκωβος και, αφού έκλεισε τα μάτια, όπως συνηθίζομε να κάνομε στα πικρά ροφήματα, κατάπιε ένα ποτήρι χυλό. Επειδή και τα πόδια από εξάντληση είχαν χάσει τη δύναμη να βαδίζουν, τον πείσαμε να τα βρέξομε με νερό, πράγμα που έδειχνε νομίζω φανερά αυτήν την αυστηρή άσκηση της ψυχής του.

Διότι εκεί κοντά ήταν ο ξύλινος κουβάς· κάποιος από εκείνους που διακονούσαν προσπάθησε να τον σκεπάσει με ένα πανέρι για να μη το βλέπουν αυτοί που έρχονται κοντά του.

Εκείνος όμως είπε «Γιατί σκεπάζεις τον κουβά; Και όταν του απάντησε, «Για να μη μπορούν να τον βλέπουν όσοι έρχονται», είπε· «Φύγε, τέκνο μου, μη κρύβεις από τους ανθρώπους αυτά που είναι φανερά στον Θεό των όλων· διότι, θέλοντας να ζω μόνο για Εκείνον, δεν έχω φροντίσει καθόλου για την ανθρώπινη δόξα. Ποια θα ήταν η ωφέλεια, εάν αυτοί μου καταλόγιζαν μεγαλύτερη άσκηση και ο Θεός μικρότερη; Δεν είναι αυτοί που δίνουν την αμοιβή για τους κόπους, αλλά ο χορηγός Θεός».

Ποιος λοιπόν δεν θα θαύμαζε υπερβολικά και τα λόγια και τον νου που σκέφτηκε τα λόγια και τον τρόπο με τον όποιο ξεπέρασε την ανθρώπινη δόξα;

[…]

 

13

Είναι βέβαια περιττό να μιλώ για την καρτερία του, αφού το φανερώνει η όψη του. Πολλές φορές τρεις μέρες και τόσες νύχτες που χιόνιζε καταχώθηκε μέσα στο χιόνι με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πεσμένος μπρούμυτα και να ικετεύει το Θεό, ώστε να μη φαίνεται ούτε ένα μικρό από τα κουρέλια που φορούσε.

Πολλές φορές μάλιστα οι γείτονες χρησιμοποιούν τις αξίνες και τις δικέλλες για να τραβήξουν μ’ αυτόν τον τρόπο το χιόνι που είναι γύρω του, ανασύροντάς τον έτσι και σηκώνοντάς τον.

 

14

Μ’ αυτούς τους κόπους έλαβε τα δώρα της θείας χάριτος…

Η μνήμη του τιμάται στις 6 Φεβρουαρίου.

 

Από τον τόμο «Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών», Θεοδωρήτου Κύρου, «Φιλόθεος Ιστορία η ασκητική πολιτεία» των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Κείμενο, μετάφραση, σχόλια Σταυρούλα Ζαχαριάδου, Θεολόγος.