Άγιος Ταράσιος, Πώς θρήνησε ο αυτοκράτορας, ο κλήρος, οι μοναχοί και ο λαός της Πόλης την κοίμησή του!

25 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Ταράσιος Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

(Διασκευή, επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Αγίου Ταρασίου όλος ο λαός της Πόλης έκλαιγε και οδυρόταν απαρηγόρητα για την ορφάνια και την στέρηση του προστάτη και ευεργέτη του.

Και πρώτος ο ευλαβέστατος και πιστότατος αυτοκράτορας Νικηφόρος, αφού έπεσε πάνω στο στήθος του και σκεπάζοντάς τον με τον βασιλικόν του μανδύα ξέσπασε σε επιτάφιο θρηνωδία.

Ο αυτοκράτορας τον αποκαλούσε Πατέρα, Αρχιερέα, λύχνο της βασιλείας ακοίμητο, θείο διδάσκαλο της πολιτείας και οδηγό στα ψυχοσωτήρια, τείχος απροσμάχητο στα στρατεύματα, διώκτη των εχθρών ισχυρότατο με την προσευχή του και άλλα πολλά!

Γιατί θεωρούσε τον θάνατο του αγίου ως οικουμενική απώλεια και ζημιά. Και γι’ αυτό εξέφραζε με ποικίλα λόγια και πράξεις την θλίψη του.

Οι λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι και μεγιστάνες του βασιλιά, αναστέναζαν από τα βάθη της ψυχής τους και επειδή δεν μπορούσαν να υπομείνουν τον χωρισμό του και θεωρώντας τον ως στέρηση πολλών αγαθών, περικύκλωναν το άγιο λείψανό του και το κατάβρεχαν με πολύ πικρά δάκρυα.

Αλλά και οι Αρχιερείς και οι Ιερείς και όλοι οι Εκκλησιαστικοί θρηνούσαν με κλάματα και οδυρμούς τον ακαταμάχητο προστάτη της Εκκλησίας, τον ψυχωφελέστατον πλουτιστή τους, τον καλλιεργητή και γεωργό κάθε αρετής, αυτόν που φύλαξε αμόλυντη την Ιερουργία, αυτόν που καθάρισε από κάθε μίασμα αιρέσεως την Εκκλησία, αυτόν που απέδειξε επικατάρατα τα χρήματα της σιμωνίας, δηλαδή την εξαγορά των βαθμίδων της Ιεροσύνης, τον διάδοχο των Αποστόλων στην αρετή, τον σύνθρονο των Πατριαρχών και Πατέρων, τον ομόφρονα των Αγίων Συνόδων, αυτόν που έγινε τοις πάσι τα πάντα για να σώσει κάποιους σύμφωνα με τους λόγους του Αποστόλου Παύλου.

Επίσης, και ο ευλαβέστατος χορός και κόσμος των Μοναχών θρηνούσε και έκλαιγε τον έμπειρο οδηγό τους, τον συνεπέστατο δάσκαλο της εγκράτειας και ψάλλοντας ύμνους με δάκρυα στα μάτια προέπεμπαν τον Πατέρα στους Πατέρες οι οποίος έλαμψαν παλαιότερα.

Οι φτωχοί έκλαιγαν για τον τροφοδότη τους, οι τυφλοί για τους οφθαλμούς τους, οι κουτσοί για το στήριγμά τους, οι ξένοι τον ξενοδόχο, οι χήρες τον προστάτη, τα ορφανά τον συμπαραστάτη!

Έτρεχαν, δε όλοι μαζί άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, νέοι και γέροντες σαν ποταμός για να πλησιάσουν το άγιο λείψανο και να απολαύσουν με ευλάβεια εκείνη την ιερή και εξαίσια πνευματική μορφή.

Και αν ο αυτοκράτορας δεν κρατούσε με στιβαρό στρατιωτικό χέρι την ορμή του πλήθους, θα είχαν θρηνήσει πολλούς θανάτους, σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι και συνεριζόμενοι μεταξύ τους ποιος να προλάβει να βρεθεί μπροστά στο άγιο σκήνωμα του πατέρα και Πατριάρχή τους.

Ο ενταφιασμός του έγινε με κάθε τιμή και μεγάλη ευλάβεια στις 25 Φεβρουαρίου του 806 στο μοναστήρι που έκτισε ο ίδιος στον Βόσπορο, λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη, και εκεί παρέμεινε μέχρι το 1018, οπότε το έκλεψαν οι Βενετοί και το πήγαν στην Βενετία.

 

Διασκευή από τον «Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας», μήνας Φεβρουάριος, τόμος β’.