Ὁ ἅγιος Νικόλαος παπᾶ ‐ Πλανᾶς, ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ οἱ ἀγρυπνίες στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖo.

2 Μαρτίου 2023

Ο ναός του αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα της Αθήνας και από αριστερά ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.

Από το βιβλίο του δρος Νίκου Ορφανίδη, «Μαθητεία στον Διονύσιο Σολωμό και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία, 2018 σελ. 118 – 139. Το κείμενο δημοσιεύεται με την ευκαιρία της χθεσινής γιορτής του Προφήτου Ελισσαίου.

 

Τιμώντας τὴ μνήμη τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ δεόμενοι γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ Γένους ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας, τοῦ κορυφαίου τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας μας, ὑποκλινόμεθα, συγχρόνως, καὶ στὴν ἁγιασμένη μορφὴ ἑνὸς ἄλλου συνομήλικού του, ἁγιασθέντος πρὸ πολλῶν χρόνων, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα ‐ Πλανᾶ.

Ὑποκλινόμαστε, ἔτσι, ταπεινὰ καὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν παπα‐ Πλανᾶ, ἀπὸ τὴν Νάξο, μὲ τὸν ὁποῖο συναντήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, στὴν ὁδὸ Ἄρεως 10, στὴν Ἀθήνα, στὴν Πλάκα, δίπλα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Ἠλεκτρικοῦ στὸ Μοναστηράκι, ἐκεῖ στὸν Παλιὸ Στρατῶνα,στὴν ἀρχαία ρωμαϊκὴ ἀγορά. Ὑποκλινόμαστε καὶ στοὺς δύο, τοὺς ἀσπαζόμαστε ταπεινά. Κι ἀσπαζόμαστε, ὑποκλινόμενοι, τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ζητοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη του.

Συνομήλικοι οἱ δυό τους, κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο, βρέθηκαν ὑπὸ τὴν σκέπη τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, σ ̓ ἐκεῖνες τὶς ἱστορικὲς ἀγρυπνίες, κατὰ τὸ ἦθος τῶν κολλυβάδων καὶ τῆς ̔Αγιορείτικης παράδοσης, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννηση, στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως καὶ ἐξόχως εἶχε μαθητεύσει ὁ Παπαδιαμάντης, εἴτε στὴ μονὴ τῆς Εὐαγγελίστριας στὴ Σκίαθο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση.

Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἔτος 1851. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1851 στὴ Σκιάθο. Κι ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, πάλι το 1851, στὴ Νάξο. Νησιῶτες καὶ οἱ δύο. Καὶ οἱ δυὸ μετοικοῦν στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ δυὸ ζοῦν, διάγουν τὸν ἐν Ἀθήναις βίο τους ἐν πλήρει πενίᾳ,ὅπως ἐπαληθεύσουν αὐτὸ τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἐν Μύροις, ποὺ ἀποδίδουμε καὶ ὡς τροπάριο στὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.»

Κέρδισαν καὶ οἱ δυό τους, μὲ την ταπείνωση, τὰ ὑψηλὰ καὶ μὲ τὴν πτωχεία τους, τὰ πλούσια.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα‐ Πλανᾶς, ἀφοῦ ἀφήνει ὀπίσω του καὶ μοιράζει ὅλη τὴν πατρικὴ περιουσία, φτάνει στὴν Ἀθήνα τὸ 1870, σὲ ἡλικία 19 χρονῶν. Τὸν ἴδιο καιρό, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1869, φτάνει στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Διαβάζουμε στὴν ταπεινή, σεμνὴ καὶ συνοπτικὴ αὐτοβιογραφία του: «Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α ́ καὶ Β ́ τάξιν. Τὴν Γ ́ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ ́ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ ̓ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά,κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ʺἡ Μετανάστιςʺ ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν ʺΣωτήραʺ. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη ʺΟἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶνʺ εἰς τὸ ʺΜὴ χάνεσαιʺ. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.»

Πρῶτος, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποὺ πρωτοφθάνει στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτεμβριο τοῦ 1869, θὰ ἐπανέλθει καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁριστικὰ τὸ 1873, τρία χρόνια μετὰ τὴν πρώτη του ἄφιξη, σὲ ἡλικία πιὰ 22 χρόνων, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὶς Γυμνασιακὲς σπουδές του. Ἐγγράφεται στὴν Δ ́ τάξη τοῦ Βαρβακείου, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο τῆς Χαλκίδας, καὶ γιὰ ἕνα χρόνο, τὸ 1872, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια σχεδόν, χρονιά, τὸ 1870,σὲ ἡλικία 19 χρονῶν, φτάνει καὶ ἐγκαθίσταται ὁριστικὰ στὴν Ἀθήνα, σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τοῦ βίου του, ποὺ διαθέτουμε, καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ παπα ‐ Πλανᾶς. Ἀλλά, καὶ πάλιν παραδόξως, κατὰ μία εὐλογία καὶ δωρεά, τὸν ἴδιο άκριβῶς καιρό, τὸ 1877, φτάνει στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει καὶ ἐκεῖνος τὶς Γυμνασιακές του σπουδές του, καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Ποὺ γεννήθηκε πέντε χρόνια πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους δυό, τὸ 1846, στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης. Γιὰ νὰ διέλθει καὶ αὐτὸς ἐν πενίᾳ καὶ δοκιμασίᾳ καὶ κατατρεγμῷ τὸν βίο του καὶ νὰ ἁγιασθεῖ ἐν τέλει.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης † 1929.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικά, ποὺ συνάπτουν καὶ συνδέουν τοὺς δύο μεγάλους μας νεότερους ἁγίους, τὸν ἅγιο Νεκτάριο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο παπα ‐ Πλανᾶ, καθὼς καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μὲ τὸν ἁγιασμένο τόπο τοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν, στέκομαι στὴν κοινὴ παρουσία τῶν δύο, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα ‐ Πλανᾶ καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ στὴ συνάντησή τους στὸν τόπο τῶν ὁλονύχτιων ἀγρυπνιῶν στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο, ποὺ φαίνεται νὰ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ 1887. Πιὸ πρίν, «ἀφηγεῖται ὁ παπὰ Ἀντώνης», ποὺ μετέχει στὶς ἀγρυπνίες μὲ τὸν παπα ‐ Πλανᾶ, «πίσω ἀπὸ τὴ Σχολὴ τῶν Εὐελπίδων, στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἐγίνοντο… ἀγρυπνίες… ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν Μεθόδιο καὶ τὸν Ἀγάπιο. Τὶς ἀκολουθίες ἐκεῖνες παρακολουθοῦσαν οἱ διόσκουροι τῆς ἑλληνικῆς διηγηματογραφίας, ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδη. Ἀργότερα συνεχίζονται στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο» (βλ. Γιάγκου Ἀργυροπούλου, «Οἱ ὁλονυχτίες», «Κυριακὴ Ἐλευθέρου Βήματος», 24 Ἀπριλίου 1924, στὸν τόμο: Φώτης Δημητρακόπουλος, «Λεύκωμα Παπαδιαμάντη», ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2001, σελ. 90).

Ὁ μικρὸς ναὸς τοῦ ἁγίου Προφήτου Ἐλισσαίου ἔχει τὴ δική του δυναμικὴ στὸν τόπο τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ λειτουργοῦσε ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἱερεὺς στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884. Στὶς 2, ὅμως, Μαρτίου τοῦ 1932, κατὰ Θεία παραχώρηση, θὰ κοιμηθεῖ ὁσιακῶς, ἐν ἐκστάσει, βλέπων τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τυλιγμένος μέσα στὸ φῶς, καὶ ψιθυρίζοντας τὸ «ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω..»

Μιλώντας γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο παπα ‐ Πλανᾶ, καθὼς καὶ τὸν ἅγιο Νεκτάριο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως σκέφτομαι, ἀκόμα μιὰ φορά, πόσο οἱ ἅγιοι μᾶς σκέπουν καὶ μᾶς φροντίζουν καὶ μᾶς νοιάζονται, στὸν κόσμο τοῦτο τοῦ διωγμοῦ καὶ τοῦ κατατρεγμοῦ καὶ τοῦ θανάτου. Πόσο μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς προστατεύουν, μαζὶ μὲ τὴν Παναγία μας, τὴ Δέσποινα τοῦ κόσμου, «ἐκ παντοίων δεινῶν καὶ κινδύνων.» Πόσο μᾶς παραστέκουν. Πόσο παραμένουν δίπλα μας. Πάντοτε. Σκέπη καὶ καταφυγὴ και στήριγμα καὶ προστασία.

Ο Άγιος Ελισσαίος όπως τον είχε φωτογραφήσει ο Γιώργος Βαλέτας (1940).

Αὐτὴ τὴν ἀπέραντη στοργὴ καὶ ἀγάπη μοίρασε στὸν τόπο τῶν Ἀθηνῶν,ἀλλὰ καὶ στὴν καθ ̓ ἡμᾶς ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπᾶ ‐ Πλανᾶς, ἀπὸ τὴ Νάξο, ποὺ ἔζησε στὸ ἄστυ τῶν ̓Αθηνῶν, γιὰ νὰ ἁγιασθεῖ καὶ νὰ πλημμυρίσει τὴν πόλη, μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτός του. Αὐτὸς ὁ ταπεινὸς ἱερέας, ποὺ ἁγιάσθηκε ἐν ταπεινότητι καὶ διὰ τῆς ταπεινότητος, ψάλλοντας καὶ ὑμνώντας καὶ ὑπηρετώντας τὸν Κύριο, μὲ ὑποδειγματικὸ ζῆλο, ἐπιμόνως, σταθερά, μὲ τὶς ἀτέλειωτες ἐκεῖνες λειτουργίες στὶς ἐκκλησίες, στὰ ξωκκλήσια καὶ στὰ παρεκκλήσια, μέσα στὸ ψῦχος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας.

«Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω», ψιθύριζε, λοπόν, μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, φεύγοντας ἀπὸ τὴ ζωή, αὐτὸς ὁ ταπεινὸς ἱερεύς, ὁ ἅγιος Νικόλαος, συνομήλικος τοῦ κὺρ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ ̓Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ποὺ μαζὶ ἁγίασαν τὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, στὴν ὁδὸ Ἄρεως στὴν Πλάκα, μὲ τὶς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες. Στὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν ἱερέα, τὸν παπᾶ ‐ Πλανᾶ, ἁρμόζουν, ὅπως εἶπα αὶ πρίν, ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἀναφέρονται καὶ στὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἄλλου ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀπολυτίκιο ποὺ ψάλλομε καὶ γιὰ ἅγιο Νικόλαο τὸν παπᾶ ‐ Πλανᾶ: «Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξέ σε ἐν τῇ ποίμνῃ σου ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια∙ διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.»

Ἔτσι, μέσα στὴν ἀπόλυτη πενία του, ἀνεδείχθη ὁ ἀπέραντος πλοῦτος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ εὐλογία τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθὼς ἀκόμα μιλοῦμε, ἀπόψε, γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα‐ Πλανᾶ, στέκομαι ἰδιαιτέρως στὸ ἐκπληκτικὸ ἐκεῖνο βιβλίο, ποὺ μᾶς κατέλιπε ἡ μακαριστὴ μοναχὴ Μάρθα, πνευματικὸν τέκνον τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, μὲ τὸν βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου. (βλ. Ὁ ἅγιος παπα ‐ Νικόλας Πλανᾶς, Ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων, Ἀστήρ, Ἀθήνα)

Φώτης Κόντογλου. (Αυτοπροσωπογραφία)

Στέκομαι, ἀκόμα, στὸ «Εἰσαγωγικὸ κείμενο», ἀπὸ τὸ βιβλίο, μὲ τίτλο «Ὁ ἅγιος παπα ‐ Νικόλας Πλανᾶς, Ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων», γραμμένο ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου, ποὺ μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη μνημονεύουμε ἀπόψε, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δύο, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ Μωραϊτίδη.

«Μεγάλο καὶ ψυχοσωτήριο παράδειγμα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ζωὴ ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου τὸν σημερινὸν καιρὸ ποὺ φούντωσε ἡ ἁμαρτία, καὶ ποὺ τὴν κάθε λογῆς ἀκολασία τὴν ἔχουν συνηθίσει τόσο οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ ἔχουν γίνει ἀναίσθητοι. Στοὺς πλέον σκοτεινοὺς καιρούς, ποὺ κρύβεται τὸ λαμπερὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἡ φιλανθρωπία του φανερώνει ἀνάμεσά μας κάποιον ἀπεσταλμένο του, γιὰ νὰ μᾶς στερεώσῃ τὴν πίστη μὲ τὴν πολιτεία του, κι ἂς μὴ λέγη πολλὰ λόγια.

Τέτοιος ἀπεσταλμένος ἤτανε ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, ποὺ μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε εἶχε τὴν εὐκολία στὰ λόγια ποὺ ἔχουν ἐκεῖνοι ὁποὺ συνηθίζει ὁ κόσμος νὰ τοὺς λέγη θεολόγους, καὶ ποὺ σπουδάζουν στὰ πανεπιστήμια καὶ στ ̓ ἄλλα σχολειὰ καὶ παίρνουν διπλώματα. Γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ φέρνει τὴν πίστη. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ κι ἀμετασάλευτη πίστη,φανερώνουνται ὅλα τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας ζῆ πνευματικὰ μὲ τὴ λειτουργικὴ ζωή, καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θεωρίες καὶ φιλοσοφίες, ἀλλὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἁγιότητα. Ὁ πόθος του εἶναι νὰ βλέπη ἁγιασμένους κληρικοὐς, κι ἂς εἶναι πιὸ ἀγράμματοι κι ἀπ ̓ αὐτόν. Μάλιστα, ὅσο πιὸ ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ εἶναι, τόσο περισσότερο τοὺς σέβεται καὶ τοὺς ἀγαπᾶ, καὶ πηγαίνει κοντά τους σὰν σὲ καταφύγιο. Ὁ πόθος τοῦ λαοῦ νὰ δῆ ἕναν ἅγιο στὸν καιρό του, εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ φτάνει νὰ εἶναι ἕνας κληρικὸς μοναχὰ εὐλαβὴς κ ̓ ἐνάρετος, γιὰ νὰ τὸν πῆ ἅγιο». (σσ. 15‐ 16)

Γέροντας, π. Φιλόθεος Ζερβάκος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου (1884-1980).

Ὁ «Ἐπίλογος» τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ, γραμμένος ἀπὸ τὸν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, μιὰ ἄλλη μεγάλη Γεροντικὴ μορφὴ τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μετέπειτα καθηγούμενο τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴ Λογγοβάρδα τῆς Πάρου, εἶναι ἐξίσου σημαντικὸς και στιβαρός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικὸς τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα‐ Πλανᾶ, καθὼς καὶ τῶν κατανυκτικῶν ἀγρυπνιῶν, στὶς ὁποῖες μετεῖχαν Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης καὶ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Νικόλαος παπα ‐ Πλανᾶς.

Γράφει, λοιπόν, ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γιὰ τὶς ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος… Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης… ἡμέράν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθης εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν.»

Ο ναός του αγίου Ελισσαίου.

Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ ̓ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοὶ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ».

Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς του ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν Οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…

Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱερεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλανᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι,πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός.

Εἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ ̓ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδίᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». (σσ. 115 ‐ 117)

Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Θά ̓θελα νὰ σταθῶ, τώρα, σὲ δύο κείμενα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ ταπεινὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα ‐ Πλανᾶ. Τὸ πρῶτο ἔχει τὸν ἐνδεικτικὸ τίτλο «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» καὶ σ ̓ αὐτὸ σχολιάζει ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος, μὲ ἕνα τρόπο θὰ ἔλεγα κριτικὸ καὶ αὐστηρό, ἀλλὰ ἔντιμο, ὅλα τὰ ἀπαράδεκτα, ποὺ συναντᾶ κανεὶς ἐκεῖνα τὰ χρόνια, σὲ σχέση μὲ τὸν κλῆρο τῆς ἐποχῆς του. Ἕνα κείμενο τοῦ 1896, ποὺ ὅμως παραμένει τραγικὰ ἐπίκαιρο, ὥς τὶς μέρες μας. Σ ̓ αὐτὸ περιγράφεται ἡ ἀθλιότητα καὶ οἱ μεθοδεύσεις περὶ τὸν κλῆρο καὶ τὸ ὅλο θέμα τῆς ἱεροσύνης στὴν Ἑλλάδα ἔκείνων τῶν χρόνων, τὸ ζητούμενο ἦθος τῶν ἱερέων, τὶς παρεμβάσεις τῶν πολιτικῶν, τὶς ἀθλιότητες ἐν γένει, γιὰ νὰ προβάλει, ὡς ὑπόδειγμα καὶ ὡς παράδειγμα τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν παπα‐ Πλανᾶ, ἕνα ταπεινὸ ἱερέα ἀπὸ τὴ Νάξο: «Μεταξὺ τῶν ὑπαρχόντων ἱερέων ὑπάρχουσιν ἀκόμη πολλοὶ ἐνάρετοι καὶ ἀγαθοί, εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Εἶναι τύποι λαϊκοί, ὠφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ἂς μὴν ἐκφωνῶσι λόγους. Ἠξεύρουσιν αὐτοὶ ἄλλον τρόπον πῶς να διδάσκωσι τὸ ποίμνιον.

Γνωρίζω ἕνα ἱερέα εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἶναι ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκώτερος τῶν ἀνθρώπων Διᾶ πᾶσαν ἱεροπραξίαν ἂν τοῦ δώσῃς μίαν δρχμήν, ἢ πενήντα λεπτά, ἢ μίαν δεκάραν, τὰ παίρνει. Ἂν δὲν τοῦ δώσῃς τίποτε,δὲν ζητεῖ. Διὰ τρεῖς δραχμὰς ἐκτελεῖ παννύχιον Ἀκολουθίαν, Λειτουργίαν, Ἀπόδειπνον, Ἑσπερινόν, Ὄρθρον, Ὥρας∙ τὸ ὅλον διαρκεῖ ἐννέα ὥρας. Ἂν τοῦ δώσης μόνον δύο δραχμάς, δὲν παραπονεῖται. Κάθε ψυχοχάρτι φέρον τὰ μνημονευτέα ὀνόματα τῶν τεθνεώτων, ἀφοῦ ἅπαξ τοῦ τὸ δώσεις, τὸ κρατεῖ διὰ πάντοτε. Ἐπὶ δύο, τρία ἔτη ἐξακολουθεῖ νὰ μνημονεύη τὰ ὀνόματα. Εἰς κάθε προσκομιδὴν μνημονεύει δύο ἢ τρεῖς χιλιάδας ὀνόματα. δὲν βαρυέται ποτέ. Ἡ προσκομιδὴ παρ ̓ αὐτῷ διαρκεῖ δύο ὥρας. Ἡ Λειτουργία ἄλλας δύο. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας, ὅσα κομμάτια ἔχει ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ, ἀπὸ πρόσφορα ἢ αρτοκλασίαν, τὰ μοιράζει ὅλα εἰς ὅσους τύχουν. Δὲν κρατεῖ σχεδὸν τίποτε.

Μίαν φορὰν ἔτυχε νὰ χρεωστῇ μικρὸν χρηματικὸν ποσόν, καὶ ἤθελε νὰ τὸ πληρώσῃ. Εἶχε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμὰς, ὅλα εἰς χαλκόν. Ἐπὶ δύο ὥρας ἐμετροῦσεν, ἐμετροῦσεν καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ εὕρῃ πόσα ἦσαν. Τέλος εἷς ἄλλος χριστιανὸς ἔλαβε τὸν κόπον καὶ τοῦ τὰ ἐμέτρησεν. Εἶναι ὀλίγον τι βραδύγλωσσος καὶ περισσότερον ἀγράμματος. Εἰς τὰς εὐχάς, τὰς περισσοτέρας λέξεις τὰς λέγει ὀρθῶς, εις τὸ Εὐαγγέλιον τὰς περισσοτέρας ἐσφαλμένας. Θὰ εἴπητε, διατί ἡ ἀντίθεσις αὕτη; Ἀλλὰ τὰς εὐχὰς τὰς ἰδίας ἀπαγγέλλει καθ ἑκάστην, ἐνῷ τὴν δεῖνα περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὴν ἀναγνώσῃ ἅπαξ ἢ δίς ἤ, τὸ πολύ, τρὶς τοῦ ἔτους, ἐξαιρέσει ὡρισμένων περικοπῶν συχνά, ἀλλὰ ἀτάκτως ἐπανερχομένων, ὡς εἰς τοὺς Ἁγιασμούς, εἰς τὰς Παρακλήσεις.

Τὰ λάθη ὅσα κάμνει εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, εἶναι, εἶναι πολλάκις κωμικά. Κι ὅμως ἐξ ὅλων τῶν ἀκροατῶν του, ἐξ ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος,κανείς μας δὲν γελᾶ. Διατί; Τὸν ἐσυνηθίσαμεν καὶ μᾶς ἀρέσει. Εἶναι ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἁπλοϊκὸς καὶ ἐνάρετος. Εἶναι ἄξιος τοῦ πρώτου τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Σωτῆρος.

Τώρα ὑποθέσατε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἱερεὺς εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ ἱεροδισκαλεῖον,παλαιὸν ἢ νέον. Θὰ εἶχε διαφορὰν ἐπὶ τὸ βέλτιον; Θὰ ἦτο πασαλειμμένος μὲ ὀλίγα ἀτελῆ, κακοχώνευτα καὶ συγκεχυμένα γράμματα, μὲ περισσοτέραν οἴησιν καὶ ἀξιώσεις. Θα ἦτο διὰ τοῦτο καλύτερος;» (Ἅπαντα, Ε ́, ἐκδ. δόμος, Ἀθήνα 1988, σελ.195)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).

Αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, γράφει ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ σπουδαῖο κείμενό του «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων.» Δὲν εἶναι, λοιπόν, τυχαῖο, ποὺ αὐτὸς ὁ ταπεινὸς καὶ ἁπλοϊκὸς ἱερέας ὁδηγήθηκε στὴ χάρη καὶ στὸν ἁγιασμό. Γιὰ νὰ μυροβλύσουν τὰ λείψανά του καὶ νὰ σκεπάσουν, «ὡς ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς», ὄχι μόνο τὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ σύμπαντα τὸν ἑλληνισμό. Ἡ χάρη του καὶ ἡ εὐλογία του καὶ ἡ ἀγάπη του μᾶς ἀκολουθοῦν. Μᾶς σκέπουν. Τὸν αἰσθανόμαστε δίπλα μας,κοντά μας, αὐτὸ τὸν ταπεινὸ ἱερέα τοῦ δοκιμαζόμενου ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν,συνεχῶς. Ἔτσι τὸν συναντοῦμε καὶ σήμερα, μὲ ἕναν ἄλλο πιὰ τρόπο, μυστικῶς καὶ ἀοράτως, στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ ἐσχάτως ἐχει ἀνοικοδομηθεῖ, γιὰ νὰ φιλοξενήσει καὶ πάλι τὶς παλιὲς ἐκεῖνες ἀγρυπνίες στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν.

Στο δεύτερο παπαδιαμαντικὸ κείμενό, στὸ διήγημα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔχει ὡς χῶρο αναφορᾶς τὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο, εἰσέρχεται καὶ πάλι ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα‐ Πλανᾶ, καθὼς διαβάζουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὸ «θάνατο» καὶ τὴν «κηδεία» τῆς μικρῆς θυγατέρας τοῦ φίλου τοῦ Παπαδιαμάντη Νικόλαου Μπούκη, τῆς Ἀγελικούλας.

«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ ̓ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν «Ἄμωμον ὁδὸν» ἕως τὸν «Τελευταῖον ἀσπασμόν.» Μόνος ὁ παπα‐ Νικόλας ἀπ ̓ τὸν Ἁϊ‐ Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ,ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.

– Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
– Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ παπα‐ Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.» (Ἅπαντα, Δ ́, ἐκδ. δόμος, Ἀθήνα 1988, σελ.394)

Αὐτὸς ὑπῆρξε μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ παπα ‐ Πλανᾶς. Ἔτσι μὲ αὐτὸ τὸν ἁπαλὸ καὶ διακριτικὸ τρόπο τὸν προσλαμβάνει καὶ τὸν προβάλλει ὁ Παπαδιαμάτης, ἐπωνύμως. Αὐτὸν τὸν σύγχρονο ἅγιο τῆς ἁπαλότητος, τῆς πραότητος, τῆς ταπεινότητος καὶ τῆς χάριτος.

Ο ναός του αγίου Ελισσαίου όπως ανοικοδομήθηκε.

Στέκομαι, τέλος, στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο καὶ στὶς ἱστορικὲς ἐκεῖνες ἀγρυπνίες τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Μωραϊτίδη καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο παπα ‐ Πλανᾶ, ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, μέχρι ποὺ ἡ ἀνθρώπινη πλεονεξία τὸν κατεδάφισε, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ χάρη, ἐσχάτως νὰ ἀνοικοδομηθεῖ, μὲ τὰ ἴδια τὰ ὑλικά, ποὺ ἀπέμειναν ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ 1943. Γιὰ τὶς ἀγρυπνίες ἐκεῖνες εἴδαμε τὸ κείμενο τοῦ Γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου. Ἀλλὰ καὶ σὲ νεότερους, ἀφιερωματικοὺς στὸν Παπαδιαμάντη, τόμους συναντοῦμε νὰ ἀναδημοσεύονται παλαιότερα κείμενα, ποὺ φωτίζουν ὅλες αὐτὲς τὶς σχεδὸν μυθικὲς ὁλονυχτίες καὶ ἀγρυπνίες, στὶς ὁποῖες πρωταγωνιστοῦσαν Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν.

Στέκομαι, ἔτσι, σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Γεράσιμου Βώκου, μὲ τίτλο «Ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον». Πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις»τῶν Ἀθηνῶν, στὶς 8 Μαρτίου τοῦ 1894, ἀνατυπώθηκε στὴ «Νέα Ἑστία»Χριστούγεννα 1934, ἀπ ̓ ὅπου ἀναδημοσιεύεται στὸν τόμο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Εἴκοσι κείμενα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του», Πρόλογος ‐ Ἐπιλογή: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979, σσ. 15 ‐ 23. Ἀλλὰ καὶ στὸν τόμο «Λεύκωμα Παπαδιαμάντη», ἐκδ. Ergo, Ἀθήνα 2001, ποὺ ἐπιμελήθηκε μὲ ἐπιστημονικὴ συνέπεια ὁ Φώτης Δημητρακόπουλος, συναντοῦμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ κείμενα, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο, στὶς ἀγρυπνίες, ποὺ ἐγίνοντο ἐκεῖ, ἀλλὰ και στὴν τύχη ποὺ εἶχε ὁ ναός, τὸ 1943, ὅταν ὁ ἰδιοκτήτης του, μεσούσης τῆς κατοχῆς, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, τὸν κατεδάφισε.

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης μετά την κουρά του ως μοναχός κατά την οποία έλαβε το όνομα Ανδρόνικος.

Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων, στὸ Λεύκωμα ἔχουμε σχέδια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στὴ σελ. 87, καὶ στὴν σελ. 88 τὴ γνωστὴ φωτογραφία τοῦ Γ. Βαλέτα τοῦ 1944, τὸ κείμενο στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινὴ» στὶς 4 Μαΐου 1944, μὲ τίτλο «Ὁ παλαιὸς ναὸς τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ποὺ ὑπογράφει ὁ «Ἀρχαιόφιλος», «Οἱ ὁλονυχτίες», κείμενο τοῦ Γιάγκου Ἀργυροπούλου» στὴν «Κυριακὴ Ἐλευθέρου Βήματος», στὶς 24 Ἀπριλίου 1924, «Ὁ Παπαδιαμάντης Ψάλτης, Χριστούγεννα στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο» μὲ ὑπογραφὴ Φ. Γ. στὴν «Ἐθνική», στὶς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1938, «Ἅγιος Ἐλισσαῖος» στὴν «Πρωΐα», στὶς 25 Ἰουλίου 1943, δυὸ κείμενα τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ, τὸ 1960 καὶ 1963, μὲ τίτλο «Ἕνα πνευματικὸ φυτώριο» καὶ «Ἕνα μνημεῖο», καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ ἀκολουθοῦν μέχρι τὶς μέρες μας. Ὅλα αὐτὰ παραπέμπουν στὸ φιλακόλουθο ἦθος τῶν ὀρθοδόξων, στὴν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἀνάδειξη τοῦ ἄλλου ἤθους, ποὺ μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγιορείτικη παράδοση, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος, σὲ ἐποχὲς ἀλλοτρίωσης καὶ ἐρημίας.

Δίνω, ὁλοκληρώνοντας, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Γερ. Βώκου: «Ἔψαλλε δὲ ὁ συγγραφεὺς τῆς «Νοσταλγοῦ» μετὰ ζέσεως καὶ πάθους ἀληθινοῦ, ἐντείνων τὴν φωνήν, τηρῶν τὸν χρόνον διὰ βιαίας καταφορᾶς τῆς χειρός του ἐπὶ τοῦ ἐρείσματος τοῦ στασιδίου, τηρῶν τὴν τάξιν τοῦ ναοῦ… Ὁ ἄλλος ἀπέναντι, ὁ συγγραφεὺς τοῦ «Δεκατιστοῦ», εἶχε τὸ ἦθος ταπεινότερον καὶ ἐφαίνετο βυθισμένος εἰς ὄνειρον θρησκευτικῆς ἀφοσιώσεως καὶ λατρείας… Καὶ ἦτο τὸ θέαμα τῶν δύο αὐτῶν ἀπὸ Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον καὶ ἐγὼ ἀπεθαύμαζον αὐτούς…».