Χερουβικόν Δημητρίου Μουρ ήχ. δ’ «άγια» (Πρωτοψ. Νικόλαος Στάθης)

mour xerouviko1

Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Τα σχόλια έχουν κλείσει.