«Και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου»
9 Μαρτίου 2023Είναι η διαρκής προτροπή της Εκκλησίας μας όλον τον χρόνο, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Σαρακοστής. Η ευχή μάλιστα του αγίου Εφραίμ του Σύρου έρχεται και με καταιγιστικό τρόπο καθημερινά και επαναλαμβανόμενα μας το υπενθυμίζει: «Και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου». Και πως να μη γίνεται η υπενθύμιση αυτή όταν ο ίδιος ο αρχηγός της πίστεως Ιησούς Χριστός μας το έδωσε ως κύρια εντολή που εκφράζει την ύπαρξη ή μη της αγάπης προς τον συνάνθρωπό μας «Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε», συνεπώς επιβεβαιώνει ή όχι την πίστη και την αγάπη μας προς τον Θεό; Αλλά χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.
Και κατά πρώτον: ο Κύριος καταδικάζει την κατάκριση και όχι την κρίση. Κι αυτό γιατί η κρίση αποτελεί βασικό στοιχείο του ανθρωπίνου νού που ο Κύριος δεν θέλει να καταργήσει – ο Χριστός ήλθε όχι να καταστρέψει τον άνθρωπο, αλλά να τον σώσει. «Μη κρίνετε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίως είπε, αλλά με την έννοια της κατακρίσεως. Διότι σε άλλο σημείο ανέφερε ότι μπορούμε να κρίνουμε τον συνάνθρωπο, αλλά όταν η κρίση μας είναι δικαία. «Μη κρίνετε κατ᾽ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (᾽Ιωάν. 7, 24).
Ποια είναι η δικαία κρίση που αποδέχεται ο Κύριος; Ο Ίδιος μας καθοδηγεί: «’Η κρίσις η εμή δικαία εστί – λέει – ότι ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός» (᾽Ιωάν. 5, 30). Δικαία κρίση είναι εκείνη που πηγάζει από πρόσωπο που ζει το θέλημα του Θεού ως δικό του θέλημα. Κι επειδή το θέλημα του Θεού είναι η αγάπη, γι᾽ αυτό και τότε κρίνουμε κατά τρόπο δίκαιο, όταν η κρίση μας είναι γεμάτη αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας. ᾽Από την άποψη αυτή βεβαίως η μόνη δικαία κρίση είναι η κρίση του Θεού, αφού ᾽Εκείνος «αγάπη εστί» (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 8), όπως και των αγίων του Θεού, αφού κι εκείνοι το θέλημα του Θεού αγωνίσθηκαν να το κάνουν δικό τους θέλημα.
Κατά συνέπεια, όσο βλέπουμε ότι επικρατεί μέσα μας το δικό μας θέλημα και όχι του Θεού, δεν πρέπει να στηριζόμαστε στην κρίση μας. Θα πρέπει να την αμφισβητούμε, να θέτουμε ερωτηματικό κατά πόσο κρίνει ορθά. Διότι σίγουρα η κρίση μας στην περίπτωση αυτή δεν είναι δικαία και είναι πλανεμένη. ‘Ο Κύριος επεσήμανε την αλήθεια αυτή και με άλλες λέξεις. Στην επί του ῎Ορους ομιλία για παράδειγμα χαρακτηρίζει ως υποκριτική την κρίση που προέρχεται από μία όχι καθαρή καρδιά. «’Υποκριτά – φωνάζει – έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου» (Ματθ. 7, 5), βγάλε το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα δείς και το καρφάκι στον οφθαλμό του αδελφού σου. Δεν είναι δυνατόν, όσο κανείς βρίσκεται υπό την επήρεια των παθών του – και ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι έφτασε στην απάθεια; – να προβή σε ορθή κρίση του συνανθρώπου του. Μόνον ο καθαρός στην καρδιά, δηλαδή ο άνθρωπος της αγάπης, μπορεί να δεί τον συνάνθρωπό του σωστά και άρα να τον κρίνει χωρίς να επιφέρει βλάβη.
῎Ετσι εκείνο που καταδικάζεται είναι η κατάκριση, η κρίση δηλαδή που συνδυάζεται με πάθος, με εγωισμό, η εμπαθής κρίση. Τα πράγματα όμως χειροτερεύουν: η κρίση αποτελεί στο βάθος και υφαρπαγή δικαιώματος του Θεού, που σημαίνει ότι φανερώνει με τον πιο έντονο τρόπο την έλλειψη αυτογνωσίας του (κατα)κρίνοντος – δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Εφραίμ στην κατανυκτική προσευχή του πριν μιλήσει για την κατάκριση ζητάει από τον Θεό τη χάρη να βλέπει ορθά τον εαυτό του: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα»! Ο κατακρίνων δηλαδή και είναι τυφλός πνευματικά και τοποθετεί δαιμονικά τον εαυτό του υπεράνω και του ίδιου του… Θεού! Δεν βλέπουμε εδώ την «επανάληψη» της στάσεως του Πονηρού διαβόλου; Τόλμησε να κρίνει τον ίδιο τον Δημιουργό του και να σκεφτεί και παραπάνω από την ισοθεΐα! «Θα στήσω τον θρόνο μου ενώπιον του Θεού του Υψίστου»!
‘Οπότε ο μόνος που έχει δικαίωμα τελικώς να κρίνει τον άνθρωπο, για τις σκέψεις του, τα λόγια του, τις πράξεις του είναι ο ίδιος ο Θεός, γιατί και είμαστε δικοί Του και Του ανήκουμε: «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται», αλλά και γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να κάνει τις σωστές εκτιμήσεις ως έχων ενώπιόν Του τα πάντα ολοφάνερα και γυμνά. «Δεν υπάρχει κτίση αφανής ενώπιόν Του», μας υπενθυμίζει ο απόστολος Παύλος «αλλά όλα ανεξαιρέτως είναι γυμνά και φανερά κάτω από βλέμμα Του». Κι ένα στοιχείο επίσης δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας όταν κατακρίνουμε που είναι για εμάς φοβερό: η κατάκριση λειτουργεί και ως προφητεία για τις μελλοντικές μας αμαρτίες! «Εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίωσε ο Κύριος – σε ο,τι κρίνουμε τον άλλο, θα επιτρέψει ο Θεός να πέσουμε στο ίδιο. Πρόκειται για πνευματικό νόμο που τον αγνοούμε και γι᾽ αυτό πολύ συχνά και απερίσκεπτα κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας.
Μόνο σε μία περίπτωση επιτρέπεται, ή μάλλον επιβάλλεται, όχι μόνο να κρίνουμε αλλά και να κατακρίνουμε και να καταδικάζουμε. ῞Οταν η κατάκρισή μας αναφέρεται στον διάβολο, τον υποκινητή κάθε κακού, κυρίως δε στον εαυτό μας. Στην περίπτωση αυτή η κρίση μας οδηγεί στον αγιασμό μας, διότι γίνεται η αιτία να καθαρίσει το έδαφος της ψυχής μας, να αποκτήσουμε αληθινή μετάνοια και να φτάσουμε στην πιο ευλογημένη μα δυσκολοκατόρθωτη αρετή, την ταπείνωση. ‘Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε από τον Θεό, γιατί ακριβώς κατέκρινε τον εαυτό του, το ήθος του δε, ήθος ταπείνωσης, είναι εκείνο που στην ᾽Εκκλησία συνιστά το ήθος της αγιότητος. Μία τέτοια κατάκριση μπορεί και πρέπει να γίνεται: είναι εκ Θεού. ‘Η άλλη, προς τον συνάνθρωπο, απαγορεύεται: είναι δαιμονοκίνητη.
‘Η περίπτωση ενός μοναχού που μνημονεύει το Γεροντικό της ᾽Εκκλησίας μας φανερώνει άμεσα την αλήθεια όσων αναφέραμε.
῏Ηλθε η ώρα σ᾽ ένα μοναστήρι να τελειώσει την ζωή του κάποιος μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω από το νεκροκρέββατό του οι άλλοι αδελφοί μαζί με τον ηγούμενο. ῞Ολοι ήσαν θλιμμένοι, γιατί ήξεραν ότι ο μοναχός αυτός μέχρι την στιγμή εκείνη που εξέπνεε ζούσε σε κάποια αμέλεια. Δεν επιτελούσε με πολύ ζήλο τα καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν όμως, γιατί έβλεπαν ότι φεύγει από την ζωή αυτή χαρούμενος, με πολύ μεγάλη ειρήνη. Ρώτησε τότε ο ηγούμενος τον μοναχό. Πως, αδελφέ, ενώ έζησες με αμέλεια, φεύγεις με χαρά και ήσυχος; Δεν φοβάσαι την κρίση του Θεού; Κι η απάντηση του μοναχού ήλθε άμεση: Ναί, έζησα με κάποια αμέλεια, είναι αλήθεια. ῞Ομως ένα πράγμα στην ζωή μου προσπάθησα να ζήσω με συνέπεια: να μην κατακρίνω κανέναν συνάνθρωπό μου. ῞Οταν λοιπόν μετά από λίγο θα βρεθώ μπροστά στον Κύριο, θα του πω με παρρησία: Κύριε, Συ είπες, μη κρίνετε για να μη κριθήτε. ᾽Εγώ δεν έκρινα, Συ λοιπόν κάνε αυτό που υποσχέθηκες. ‘Ο ηγούμενος και οι άλλοι αδελφοί συγκλονίσθηκαν. Δακρυσμένος ο ηγούμενος και σφαλίζοντας τα μάτια του απερχόμενου από τον κόσμο μοναχού του είπε: Στο καλό, αδελφέ. Συ με λίγο και μικρό αγώνα κέρδισες την αιωνιότητα.
pgdorbas.blogspot.com