Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης, Το τερατούργημα που εξέπληξε τους Τούρκους, η ευωδία του λειψάνου, η μετάνοια του αθέου

20 Απριλίου 2023

Χαρακτικό Μάρκου Καμπάνη.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=370575

 

Ο δε τόπος εκείνος του τζαμίου του κάστρου, εις τον οποίον εθανατώθη ο Άγιος, εγένετο κατά τας ημέρας εκείνας μεγαλοπρεπές προσκύνημα, διότι έκαστος Χριστιανός, Ορθόδοξος και ετερόδοξος, δεκάκις της ημέρας σχεδόν διήρχετο εκείθεν, ίνα θεωρήση το άγιον Λείψανον κείμενον κατά γης.

Περιεκύκλουν δε τούτο οι Αγαρηνοί φοβούμενοι μήπως οι Χριστιανοί ορμήσωσι και το αρπάσωσιν. Όχι δε μόνον ο κοινός λαός έχαιρε και ηυφραίνετο, αλλά και όλος ο ιερός των ευσεβών Κληρικών σύλλογος, Αρχιερείς, Αρχιμανδρίται, Πρωτοσύγκελλοι, Ιερείς, Διάκονοι, διδάσκαλοι, υποδιδάσκαλοι και όλοι οι πεπαιδευμένοι και άρχοντες, εμπορευόμενοι και εν γένει άπας ο λαός, άλλην ομιλίαν δεν είχον, ει μη μόνον να συγχαίρωνται δοξολογούντες τον Κύριον και εγκωμιάζοντες τον αήττητον Μάρτυρα.

Έλεγον δε μεταξύ των· «Πολλάκις εδοκιμάσαμεν χαράς διαφόρους κατά καιρούς, αλλά την χαράν ταύτην, την οποίαν ελάβομεν εκ του Μαρτυρίου του Αγίου, όχι μόνον δεν την ησθάνθημεν ουδέποτε άλλοτε, αλλ’ ούτε δυνάμεθα να την περιγράψωμεν διά λόγου».

Εξ εκείνων δε οίτινες εκτυπήθησαν η εδάρησαν από τους ασεβείς εις τον τόπον όπου ο Άγιος εμαρτύρησεν, οι μεν έλεγον· «Δέκα ραβδισμούς ελάβομεν και ας είχομεν λάβει περισσοτέρους διά την αγάπην του Αγίου».

Οι δε· «Μεγάλην ευφροσύνην ησθανόμεθα ότε μας εκτύπων, αλλ’ είθε και άλλοτε να αισθανώμεθα τοιαύτην αγαλλίασιν, ας κατέκοπτον δε και τα μέλη μας».

Άλλοι δε άλλο τι χαρμόσυνον έλεγον.

Κατά δε την Κυριακήν το πρωΐ μετέβη εις τον τόπον του Μαρτυρίου εις εκ του Ιερού Κλήρου και πλησιάσας εις το άγιον Λείψανον, αφού έκαμε τρεις μεγάλας μετανοίας γονυκλιτάς, το ησπάσθη με ευλάβειαν· οι δε περιστοιχούντες Αγαρηνοί δεν ωμίλησαν ουδόλως, ενώ την προηγουμένην ημέραν ουδένα άφηναν να πλησιάση.

Όθεν ο Γερμανός [Ιερομόναχος Γερμανός Εσφιγμενίτης πνευματικός πατέρας και συνοδός τους αγίου στο Μαρτύριο], κινούμενος εκ περιεργείας, ηρώτησε περί τούτου Χριστιανούς τινας συναναστρεφομένους με τους ασεβείς εκείνους. Ούτοι δε διηγήθησαν, ότι την νύκτα εκείνην εφύλαττον το άγιον Λείψανον δύο μόνον αγρυπνούντες, κοιμωμένων εκεί των λοιπών φυλάκων, οίτινες ακούοντες ταραχήν επί του θείου Λειψάνου, επλησίασαν τούτο και το είδον καθήμενον. Τούτο τους εξέπληξεν.

Όθεν παρατηρούντες αυτό μετά τρόμου, έβλεπον ότι τούτο ανίστατο μόνον και πάλιν έπιπτεν, επί τρεις ολοκλήρους ώρας. Το θαύμα τούτο ιδόντες οι δύο εκείνοι Αγαρηνοί, το διηγήθησαν και εις τους λοιπούς φύλακας, καθώς και εις άλλους Τούρκους και φίλους των Χριστιανούς, τινές εκ των οποίων συνέπεσε να ερωτηθώσι και παρά του Πατρός Γερμανού. Εις δε εκ των δύο εκείνων Αγαρηνών, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, ήτο ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον.

Κατά θείαν δε οικονομίαν ηρώτησεν ούτος φιλαλήθη τινά Χριστιανόν να του εξηγήση το θαύμα. Ο δε Χριστιανός απεκρίθη· «Το θαύμα δηλοί ότι αν και τον απεκεφαλίσατε, όμως ως Μάρτυς ζη εν τω Χριστώ και όταν θέλη εγείρεται».

Τούτο τους έκαμε να περιστείλουν την οργήν των και να μη εμποδίζουν τους Χριστιανούς να προσέρχωνται κατά τας άλλας δύο ημέρας κατά τας οποίας έκειτο εκεί το άγιον Λείψανον.

Αυτός λοιπόν ο φιλαλήθης Χριστιανός, ελθών εις την οικίαν του ιεροδιδασκάλου Γερμανού, εβεβαίωσεν όσα οι άλλοι Χριστιανοί του είπον, έκτοτε δε ο δήμιος εκείνος και άλλοι τινές των Αγαρηνών υπελήπτοντο τον Άγιον και εκάλουν αυτόν σεΐτ, ήτοι Μάρτυρα. Ήρχισε δε την Κυριακήν εκείνην να ευωδιάζη το άγιον Λείψανον, γεγονός το οποίον διεδόθη εις όλην την πόλιν και έτρεχον εκεί πολλοί, οίτινες ησθάνοντο πράγματι την ευωδίαν.

Απεφασίσθη λοιπόν υπό των Αγαρηνών να δοθή το άγιον Λείψανον εις τους Χριστιανούς και να ενταφιασθή εντίμως. Όθεν αντί ολίγων χρημάτων έδωκαν έγγραφον διαταγήν εις αυτούς, μέσω του κυρ Αθανασίου, ούτως ώστε να μη φοβηθώσι να το παραλάβωσιν.

Αφού λοιπόν παρήλθε και το εσπέρας της Δευτέρας, περί ώραν τρίτην της νυκτός ανεσήκωσαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον οι ίδιοι οι Τούρκοι φύλακες με όλην την κουστωδίαν και ανοίξαντες δίοδον διά μέσου του πλήθους έφεραν αυτό εις το μέγα βεζήρ χάνι, όπου και παρέδωκαν αυτό εις τους Χριστιανούς. Ήσαν δε τότε συνηθροισμένοι εκεί πάντες οι προύχοντες και πολλοί εκ του λαού, περιμένοντες με λαμπάδας, μοσχοθυμιάματα, ευώδη αρώματα και επιτάφιον έτοιμον εστρωμένον με χρυσοΰφαντα υφάσματα, επί του οποίου έθεσαν το μαρτυρικόν σώμα.

Τότε ενέδυσαν αυτό με σινδόνα καθαράν, την δε ψάθην διά της οποίας είχον τυλιγμένον το σώμα οι Αγαρηνοί κατέκοψαν εις μικρά τεμάχια και διεμοιράσθησαν ταύτα οι Χριστιανοί μεταξύ των εις αγιασμόν αυτών, όπως και τας τρίχας της κεφαλής του Αγίου.

Χριστιανός δε τις, Δημήτριος καλούμενος, νοσών από τα ιοβόλα ποτά των αθεϊστών βολταιριστών*, τα οποία ακορέστως έπινε, προσελθών επλησίασε την ρίνα του εις τον λαιμόν του Μάρτυρος, προς τον φάρυγγα. Τότε, ωσφράνθη ευωδίαν τερπνήν και ευφρόσυνον.

Όθεν απέβαλε την απιστίαν του, αναθεματίσας τους βολταιριστάς και παν φρόνημα αθεΐας και την επομένην μετέβη εις τον ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν και εξωμολογήθη δακρυρροών πάσας τας αμαρτίας του. Εκείθεν μετεκόμισαν ευλαβώς το άγιον λείψανον ψάλλοντες με φωτοχυσίαν εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, εις του οποίου την ευρύχωρον αυλήν ανέμενον οι δύο Αρχιερείς, ενδεδυμένοι την αρχιερατικήν των στολήν, πάντες οι Ιερείς ενδεδυμένοι λαμπρώς και πλήθος λαού λαμπαδηφόροι και προσκυνούντες έως εδάφους το άγιον Λείψανον.

Έφερον δε τούτο εντός του Ναού και έψαλλον μελωδικώς όλην την μαρτυρικήν ακολουθίαν. Ασπασθέντες δε τούτο ευλαβώς, το ενεταφίασαν εις τον μεγαλοπρεπή τάφον του Αγίου Δήμου, του προ πεντήκοντα εξ (56) ετών, ήτοι εν έτει ͵αψξγ’ (1763) μαρτυρήσαντος εν Σμύρνη.

* Βολταιρισταί καλούνται οι οπαδοί των δοξασιών του Βολταίρου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος δ’.