Άγιοι Πάντες – παράταση του μυστηρίου του Χριστού και εικόνα του Αγίου Πνεύματος

12 Ιουνίου 2023

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με τα χέρια Του από το χώμα της γης. Ιερούργησε το προοίμιο της Πεντηκοστής, εμφυσώντας στους ρώθωνες του Αδάμ «πνοήν ζωής», το Πνεύμα Του το Άγιο, «και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» [1]. Τον έκτισε «επ’ αφθαρσία» [2], για να ευφραίνεται στη μακαριότητα της υπερφυούς θεωρίας του Προσώπου Του, να συνδιαμένει αιωνίως μαζί Του, να γίνει ένας μικρός θεός.

Ο άνθρωπος, όμως, αφρόνως παρήκουσε τη θεια εντολή και λύπησε το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο δεν μπορούσε πλέον να καταμείνει μαζί του, «διά το είναι αυτόν σάρκα» [3]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος αποκόπηκε από την πηγή της ζωής και προσκολλήθηκε στα κτίσματα. Η τραγική αυτή στροφή από τον Κτίστη προς την κτίση του στέρησε τη ζωαρχική πνοή του Θεού και τον ενέπλησε με το αλλότριο πνεύμα του κόσμου. Καταλήφθηκε από τον φόβο του επικείμενου θανάτου και το απότοκό του, τη φρενίτιδα της φιλαυτίας και την παράδοση στην αμαρτία. Απώλεσε το πνεύμα της ευγνωμοσύνης που εμπνέει την εμπιστοσύνη στην αγαθότητα του Θεού και παραδόθηκε στο νεκροποιό πνεύμα του Εωσφόρου.

Ο Θεός, «διά την πολλήν αγάπην Αυτού ήν ηγάπησεν ημάς» [4], δεν έπαυσε να μεριμνά για την αποκατάσταση του λογικού πλάσματός Του μεταδίδοντάς του «πολυμερώς και πολυτρόπως» [5] τη χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού, την αγάπη του Θεού Πατρός και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Ο Θεός Πατέρας φανερώθηκε με επαγγελίες αγάπης και ελέους και απέστειλε στον κόσμο τον Μονογενή Του Υιό· μάλλον Τον παρέδωσε σε θάνατο, «ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» [6].

Ο Υιός και Λόγος του Πατρός φανερώθηκε στους γηγενείς κάτω από το πέπλο της φθαρτής ανθρώπινης φύσεως. Εισήλθε στην οικουμένη με τον καθορισμό να εκπληρώσει το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Νίκησε στην ίδιά Του τη σάρκα την αμαρτία· εξάλειψε τον θάνατο και άνοιξε θύρα, για να καταφθάσει η χάρη του Αγίου Πνεύματος και να μεταποιήσει τα τέκνα της οργής [7] σε «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας» [8], σε τέκνα Θεού.

Το Πνεύμα το Άγιο επεδήμησε στη γη και φανερώθηκε «εν είδει πυρίνων γλωσσών» [9], για να αναγεννήσει άνωθεν τον άνθρωπο και, ως «Θεός και θεοποιούν» [10], να τον καταστήσει «κοινωνόν θειας φύσεως» [11], να τον καθάρει «από πάσης κηλίδος», να τον φωτίσει και να τον αγιάσει.

Μια εβδομάδα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής, «πάλιν άγομεν εορτήν», τιμώντας τη μνήμη των μιμημάτων του Κυρίου Ιησού, τη μνήμη Πάντων των Αγίων.

Οι Άγιοι Πάντες είναι ο ευκλεής και κατεξοχήν καρπός της επιδημίας του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Συνιστούν μαρτυρία της αλήθειας του Χριστού μέσα στην ιστορία μέχρι τερμάτων αιώνων. Είναι η παράταση του μυστηρίου της Σαρκώσεως του Λόγου που έλαβε χώρα «άπαξ» στον ιστορικό χρόνο, αλλά «αεί» ενεργείται στην καρδιά των πιστών από το Πνεύμα το Άγιο, και, επομένως, είναι η παράταση του μυστηρίου της Πεντηκοστής.

Οι Άγιοι πορευόμενοι στερρώς κατά τη διάρκεια της ζωής τους στην οδό του Χριστού, καλλιέργησαν τον σπόρο της εικόνας Του στην καρδιά τους και καρποφόρησαν την ομοίωση Του. Γι’ αυτό και στα πρόσωπά τους φανερώνεται η αλήθεια της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου και η εν δυνάμει ικανότητα που του δόθηκε να αποκτήσει θεανθρώπινο πλήρωμα, να ομοιωθεί με τον Δημιουργό του, να περιλάβει στον εαυτό του και τον Θεό και τον κτιστό κόσμο. Ο θάνατος αγιασμένων ανθρώπων, ως μίμηση του άδικου και αναίτιου θανάτου του Χριστού, αποβαίνει κατάκριμα του θανάτου και διατρανώνει την αναμφισβήτητη αλήθεια του Θεού.

Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, αλλά ο Χριστός είναι η καθεαυτήν «εικών του Θεού του αοράτου» [12] και «σφραγίς ισότυπος, εν Εαυτώ δεικνύων τον Πατέρα» [13]. Όταν οι μαθητές Του πριν το Πάθος εξέφρασαν τη δίψα τους για τη γνώση του Προσώπου του Πατρός, ο Κύριος ανήγγειλε: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» [14].

Το Πνεύμα το Άγιο είναι η εικόνα του Υιού του Θεού, διότι όταν σκηνώσει στη βαθειά καρδιά «των ηγαπηκότων την ταπεινήν επιφάνειαν» του Χριστού [15], αποτυπώνει εκεί το υπέρκαλλο «είδος» Του και «κιθαρίζει» την πραεία φωνή Του [16]. Γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πηγή καινής ζωής στα μύχια του είναι τους, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου: «Ο πιστεύων εις εμέ, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» [17].

Διά Πνεύματος Αγίου γνωρίζει ο άνθρωπος ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και Θεός. Διά Πνεύματος Αγίου του αποκαλύπτεται η δύναμη του παντοκρατορικού και παναγίου Ονόματός Του. Διά Πνεύματος Αγίου ενισχύεται η ανθρώπινη φύση, να βαστάζει το θειο Όνομα και να Το επικαλείται «εκ καθαράς καρδίας» [18]. Διά Πνεύματος Αγίου καθίσταται ενεργός η δυναμική της αναγεννήσεως, που δόθηκε στον άνθρωπο με την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού δημιουργία του. Διά Πνεύματος Αγίου αισθάνεται ο πιστός την καρδιά του «καιομένη εν αυτώ» [19] με την εις τέλος αγάπη του Χριστού. Διά Πνεύματος Αγίου αποκτά ο άνθρωπος ζώσα γνώση του αληθινού και προσωπικού Θεού της αποκαλύψεως. Διά Πνεύματος Αγίου καθίσταται ο ίδιος θεολογικό γεγονός και μάρτυρας της εν Χριστώ «κρείττονος αναστάσεως» [20].

Ποια, όμως, είναι η εικόνα του Αγίου Πνεύματος; Πως γνωρίζεται το Τρίτο και μυστικό Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας; Οι ανά τους αιώνες Άγιοι του Θεού, ως φορείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, συνιστούν τις εικόνες Του. Εξαγγέλλουν τις αρετές «του εκ σκότους ημάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν Αυτού φως» [21]. Αντανακλούν την αρετή, την ταπείνωση, την αγαθότητα, τη σοφία, τον λόγο, την αγάπη, το ήθος Του.

Όταν οι Ιουδαίοι επιζητούσαν να δουν σημείο από τον Χριστό, Αυτός πρόβαλλε το «σημείον Ιωνά του προφήτου» [22]. Σημείο, δηλαδή, του Θεού για τις γενεές όλων των αιώνων είναι ο Σταυρός και η Ανάσταση, πρώτα το πλήρωμα της κενώσεως κατά την κατάβαση του Χριστού στα καταχθόνια και έπειτα το πλήρωμα της τελειότητας κατά την ένδοξη ανάβασή Του υπεράνω των ουρανών.

Σημεία επίσης του Θεού γίνονται οι Άγιοι, στα πρόσωπα των οποίων επαναλαμβάνεται η οδός της χριστοειδούς καταβάσεως. Ο Θεός επιτρέπει να κατέλθουν οι ψυχές των Αγίων Του έως «άδου κατωτάτου», όχι όμως για να απολεσθούν, αλλά προκειμένου να εξιχνιάσουν όλο το μήκος της οδού του Χριστού και να αποκτήσουν τελειότερη γνώση του Προσώπου Του [23].

Η «πύρωσις προς πειρασμόν» [24] υποβάλλει σε εξέταση την καρδιά, «ότι εν πυρί δοκιμάζεται χρυσός και άνθρωποι δεκτοί εν καμίνω ταπεινώσεως» [25]. Και όπως το πυρ επεξεργάζεται το μέταλλο, το καθαίρει και το καθιστά πολυτιμότερο, έτσι και οι θλίψεις που επιτρέπει στους εκλεκτούς Του ο Θεός τους καθαίρουν, τους απαλλάσσουν από ψευδείς αρετές που εναποκρύβουν οίηση και τους στερεώνουν στη σωτήρια οδό της ταπεινώσεως και της μετανοίας.

Ενίοτε το πυρ των πειρασμών ωθεί τον Χριστιανό αθλητή να αγιασθεί «έτι και έτι» [26]. Τον οδηγεί στην όραση των «καθαρών τη καρδία, των οψομένων τον Θεόν»[27]. Του χορηγεί τη νίκη που τον καθιστά υιό Θεού κατά χάρη[28][28] και τον προσάπτει στην «εκκλησίαν πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων και πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων» [29].

Με την ασάλευτη πίστη και τα κατά Θεόν παθήματά τους οι Άγιοι δικαιώνουν την άμωμη αγάπη του Χριστού που περιπτύσσεται τα πάντα. Σφραγίζουν το ότι η ασθένεια και η μωρία  του Σταυρού είναι η ακαταίσχυντη «Θεού δύναμις και Θεού σοφία»[30][30] στον κόσμο τούτο που «κείται εν τω πονηρώ» [31].

Οι Άγιοι, ως μιμήματα Χριστού και φορείς του Πνεύματός Του, εξιχνιάζουν θαρσαλέα την παράδοξη εντολή, «μη αντιστήναι τω πονηρώ [όλως]» [32]· «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» [33]. Όπως επισημαίνει ο άγιος Σωφρόνιος, «οι Άγιοι κατέχουν δύναμη αρκετή για να κυριαρχούν στους ανθρώπους… αλλά πορεύονται την αντίθετη οδό: Υποτάσσονται στον αδελφό και έτσι συσσωρεύουν μέσα τους αγάπη τέτοια που ουσιαστικά παραμένει άφθαρτη» και τους οδηγεί σε νίκη ακατάλυτη στο επίπεδο της αιωνιότητας [34].

Ο Θεός είναι ο μόνος Άγιος και Πανάγιος, αγαθός και υπεράγαθος, ισχυρός και τέλειος, θαυμαστοποιός και «θαυμαστός εν τοις αγίοις Αυτού» [35]. Κραταιά «η δεξιά Αυτού ποιεί θαυμάσια μεγάλα μόνω και ο βραχίων ο άγιος Αυτού επί τους φίλους Αυτού, τους χριστούς του Χριστού Αυτού» [36]. Ο Θεός ευαρεστείται να ενδύει με ιμάτιο αγιασμού τους πιστούς θεράποντές Του και να δοξάζεται «εν συναγωγή [μικρών] θεών» [37]. Ο άγιος Σωφρόνιος τονίζει ότι «η αγιότητα δεν είναι έννοια ηθική αλλά οντολογική. Άγιος δεν είναι όποιος είναι άμεμπτος κατά την ανθρώπινη ηθική», ούτε όποιος είναι μεγάλος ασκητής – και οι Φαρισαίοι νήστευαν και προσεύχονταν εκτενώς – αλλά «όποιος έγινε φορέας του Αγίου Πνεύματος» [38].

Σύμφωνα με τον Απόστολο, ο αγιασμός του ανθρώπου είναι το θέλημα του Θεού [39]. Και ο ίδιος ο Κύριος, όμως, εντέλλεται: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» [40]. Ως εκ τούτου, ο αγιασμός συνιστά την εκπλήρωση του προ των αιώνων προορισμού του ανθρώπου. Κάποιες καρτερόαθλες ψυχές που με ανδρεία ακολουθούν τον Χριστό «όπου αν υπάγη» [41], φθάνουν τον ολοτελή αγιασμό [42]. Ωστόσο, για να «διαπραχθή» σωτηρία, οφείλει ο άνθρωπος να συνάξει όσο βρίσκεται ακόμη σε αυτήν τη ζωή, έστω και λίγα, ίχνη αγιασμού.

Ο αγιασμός είναι η όραση του μέλλοντος αιώνος. Είναι το φως της ζωής, και όπως προειδοποιεί ο Απόστολος χωρίς αγιασμό «ουδείς όψεται τον Κύριον» [43]. Γι’ αυτό τόσο στη Γραφή όσο και στην ασκητική ορολογία οι δυο έννοιες, «αγιασμός» και «φως» συνυφαίνονται και ενίοτε ταυτίζονται.  Ο αγιασμός είναι το «ένδυμα δόξης» με το οποίο περιβάλλει ο Θεός τις ψυχές των ιδικών Του· είναι το φωτεινό ιμάτιον της υπερφυούς θειας ετερότητας, της ταπεινώσεως, της χάριτος, της οδού και της αγάπης του Χριστού, που έφερε στη γη το Πνεύμα το Άγιο την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν «παράδοξα είδον τα έθνη πάντα εν πόλει Δαυΐδ» [44]. Έκτοτε, ο αγιασμός αποθησαυρίσθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας.

Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού· είναι η κοινωνία των αγιασμένων μελών Του. Η Εκκλησία υπήρχε προαιωνίως ως αγαπητική σύναξη και κοινωνία των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας. Κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου ο Υιός του Θεού «σωματούμενος» σηματοδότησε τη γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας στην ιστορία, ενώ την ημέρα της Πεντηκοστής με την επιδημία του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία φανερώθηκε θριαμβευτικά στον κόσμο.

Η είσοδος στη θεσπέσια αυτή σύναξη προϋποθέτει τη σύναψη και την ομολογία διαθήκης του ανθρώπου με τον Θεό. Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Χριστός συγκαταβαίνει στο επίπεδο του ανθρώπου και αναφερόμενος αφενός στο μέγα μυστήριο της «τηλικαύτης» σωτηρίας που εργάσθηκε με τη φρικτή Οικονομία Του και αφετέρου στην αιώνια απώλεια, λέγει: «Πας ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» [45].

Κατ’ ουσίαν ο Κύριος εδώ κάνει λόγο για τη ζωή της αγιότητας, για τη σκήνωση του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου, για την οικοδομή αχειροποίητου ναού στα μύχια του είναι του, όπου μπορεί ο ασκητής της ευσεβείας να ομολογεί την αλήθεια του Θεού και να Τον λατρεύει «εν πνεύματι και αληθεία» εν παντί καιρώ και τόπω. Ήδη με το στόμα του Προφήτη ο Θεός είχε δώσει την επαγγελία: «Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» [46].

«Ο Θεός ουκ έστιν Θεός νεκρών αλλά ζώντων· πάντες γαρ Αυτώ ζώσιν» [47]. Οι Άγιοι, που εορτάζουμε σήμερα, είναι οι ζώντες και αχειροποίητοι ναοί της Θεότητας, τα ενδιαιτήματα όπου ευαρεστείται το Πνεύμα του Θεού να καταπαύει.

Η ομολογία που ζητά ο Θεός από τους δικούς Του προϋποθέτει μεν την ομολογία του Συμβόλου της πίστεως, αλλά δεν αρκείται σε αυτήν. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Χριστός μαρτύρησε την «καλήν ομολογίαν» ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου [48]. Ωστόσο, από τα Ευαγγέλια γνωρίζουμε ότι ο Κύριος σιώπησε στο κριτήριο του Ηγεμόνος. Η ομολογία του Χριστού ήταν μεν άφθογγη αλλά πανίσχυρη, ώστε, όπως επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, «η σιωπή του Ιησού καταίσχυνε τον Πιλάτο» [49].

Ο Χριστός αγαπούσε αμετάθετα τον Πατέρα, γι’ αυτό και Τον υπήκουσε «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» [50]. Λόγω της σφοδρής υιϊκής αγάπης Του έμεινε αδιάστατα ενωμένος με τον Ουράνιο Πατέρα, ακόμη και όταν γευόταν το Ποτήριο της Θεοεγκαταλείψεως. Ο Ίδιος είχε πει στους Ιουδαίους: «Ο Πέμψας με μετ’ εμού εστιν· ουκ αφήκέ με μόνον ο Πατήρ, ότι εγώ τα αρεστά Αυτώ ποιώ πάντοτε» [51]. Παρομοίως και ο πιστός που θέτει όλη του την πεποίθηση και την ελπίδα στον Χριστό, στον Οποίο πιστεύει και τον Οποίο αγαπά, παραμένει ενωμένος μαζί Του. Τον ομολογεί και Τον μεγαλύνει είτε διά ζωής είτε διά θανάτου [52]· είτε ομιλεί είτε σιωπά.

Η ομολογία της πίστεως, επομένως, δεν συνίσταται σε πομπώδεις διακηρύξεις και ηρωϊκές δήθεν χειρονομίες, αλλά στη σκήνωση του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου, δυνάμει της οποίας ο πιστός πολιτεύεται, ομιλεί, φρονεί, αναπνέει με άκρα ταπείνωση και παν-περιεκτικὴ αγάπη, όπως ο Αμνός του Θεού. Φθέγγεται τον λόγο που το Άγιο Πνεύμα βάζει στην καρδιά του. Το χριστοειδές ήθος είναι η πειστικότερη ομολογία της αλήθειας του Κυρίου, που ήλθε, που ενοικεί στους Αγίους Του έως συντελείας του αιώνος και που θα έλθει και πάλι να δοξάσει «τους δοξάζοντας Αυτόν» [53].

Ο Κύριος εντέλλεται στους μαθητές Του: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» [54]. Θεοπρεπής ομολογία δεν είναι η εκφορά λόγων, αλλά η ακατάλυτη δύναμη της αγίας ζωής που φέρουν τα μέλη του Σώματος του Χριστού στα βάθη του είναι τους, ακόμη και στις σάρκες τους. Ομολογία είναι η ζώσα και θαυμαστή θεια αίσθηση, που εμπνέει τον Χριστιανό αθλητή να ακολουθεί με πιστότητα το υπόδειγμα του Μονογενούς Υιού του Θεού.

Ο Κύριος επαγγέλλεται ότι θα ομολογήσει και Αυτός ενώπιον του Ουρανίου Πατρός εν τω ανθρώπω, όποιον έχει κάνει την καλή ομολογία, ενώ θα αρνηθεί ενώπιον του Ουρανίου Πατρός εκείνον που Τον αρνήθηκε ενώπιον των ανθρώπων. Ο Κύριος με τον λόγο αυτόν εννοεί ότι, στην καρδιά εκείνου που έχει ομολογήσει εν τω Χριστώ, ο Θεός Πατέρας θα διακρίνει τη μορφή του Ηγαπημένου Υιού Του και θα δεχθεί τον άνθρωπο αυτόν ως αδελφό του Χριστού και υιό Του με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Ο Θεός επαγγέλλεται επίσης εκατονταπλασίονα αγαθά, δηλαδή «υπέρεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» [55], στον άνθρωπο που κάνει αποταγή χάριν της εντολής Του. Κατ’ ουσίαν επαγγέλλεται την είσοδο στην κοινωνία των Αγίων Του, όπου ο πτωχός και πένης άνθρωπος πλουτίζει μετέχοντας στα χαρίσματα των τελείων μελών του Σώματος του Χριστού.

Η κατακλείδα, ωστόσο, της Ευαγγελικής περικοπής ενέχει προειδοποίηση: «Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι»[56].

Ο Κύριος κατ’ επανάληψη τονίζει στο Ευαγγέλιό Του ότι, όποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει πάντων έσχατος, πάντων διάκονος[57]. Όσο αγία βιοτή και αν έχει ο Χριστιανός, είναι αδύνατον να φυλάξει την υπέρμετρη χάρη της μετοχής στην κοινωνία των Αγίων του Θεού, αν δεν εκπληρώσει τη μεγαλύτερη εντολή του Ευαγγελίου, δηλαδή χωρίς τη συνείδηση ότι είναι αχρείος δούλος, «αμαρτωλών πρώτος» [58], χειρότερος πάντων, ενδεής σωτηρίας, και ότι έχοντας τηρήσει όλες τις εντολές «εποίησε μόνον τα διαταχθέντα αυτώ, ο ώφειλε ποιήσαι» [59].

Από τον καιρό που ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο, δεν υπάρχει μεγαλειωδέστερο θαύμα από τη μεταποίηση του χοϊκού ανθρώπου σε εικόνα Χριστού και ομοίωση Θεού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος· ούτε υπάρχει θαυμαστότερο γεγονός από την «πλουσίαν είσοδον» αγίων ανθρώπων στη Βασιλεία Του [60]. Επίτευγμα δεν είναι να ρίξει κάποιος πυρ και κεραυνούς από τον ουρανό και να καταστρέψει τη γη. Ακόμη και οι ισχυροί της γης κατέχουν τη δύναμη αυτή. Απερινόητο και ανεκδιήγητο επίτευγμα, όμως, είναι η αγαθή, αγαπητική και δημιουργική επέμβαση του Χριστού στον κόσμο, που ανάγει τον άνθρωπο από τον λάκκο της πτώσεως και τα χάσματα της απωλείας· ενδύει την αισχύνη της γυμνότητάς του με ιμάτιο ευπρέπειας και αγιότητας και τον μεταποιεί από «υιόν γεέννης» [61] σε «υιόν φωτός και ημέρας» [62], σε τέκνο αγαπητό του Ουρανίου Πατρός εις τους αιώνας των αιώνων.

Παραπομπές:

[1]. Γεν. 2,7.

[2]. Σοφ. Σολ. 2,23.

[3]. Βλ. Γεν. 6,3.

[4]. Εφ. 2,4.

[5]. Εβρ. 1,1.

[6]. Ιωάν. 3,16.

[7]. Εφ. 2,3.

[8]. Όρθρος Πεντηκοστής, ωδή ε’, ειρμός.

[9]. Βλ. Πράξ. 2,3· Όρθρος Πεντηκοστής, ωδή στ’.

[10]. Όρθρος Πεντηκοστής, Αίνοι.

[11]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,4.

[12]. Βλ. Κολ. 1,15.

[13]. Βλ. Αναφορά Θειας Λειτουργίας Μ. Βασιλείου.

[14]. Ιωάν. 14,9.

[15]. Βλ. Β’ Τιμ. 4,8.

[16]. Πρβλ. Ιωάν. 5,37· Α’ Κορ. 14,7.

[17]. Ιωάν. 7,38.

[18]. Βλ. Β’ Τιμ. 2,22.

[19]. Βλ. Λουκ. 24,32.

[20]. Βλ. Εβρ. 11,35.

[21]. Α’ Πέτρ. 2,9.

[22]. Βλ. Ματθ. 12,39.

[23]. Βλ. Ανδρέου Κρήτης, Λόγος ΙΒ’, Εις την κοίμησιν της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, PG 97,1049CD-1052AB.

[24]. Βλ. Α’ Πέτρ. 4,12.

[25]. Σοφ. Σειρ. 2,5.

[26]. Βλ. Αποκ. 22,11.

[27]. Βλ. Ματθ. 5,8.

[28]. Πρβλ. Αποκ. 21,7.

[29]. Βλ. Εβρ. 12,23.

[30]. Βλ. Α’ Κορ. 1,24.

[31]. Α’ Ιωάν. 5,19.

[32]. Βλ. Ματθ. 5,39.

[33]. Ματθ. 5,44.

[34]. Βλ. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σσ. 286-287.

[35]. Ψαλμ. 67,36.

[36]. Βλ. Δευτ. 34,12· Ψαλμ. 135,4· Ψαλμ. 97,1.

[37]. Ψαλμ. 81,1.

[38]. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 183.

[39]. Α’ Θεσ. 4,3.

[40]. Βλ. Λευϊτ. 20,7· πρβλ. Ματθ. 5,48· βλ. Α’ Πέτρ. 1,16· πρβλ. Α’ Ιωάν. 1,5-6.

[41]. Βλ. Αποκ. 14,4.

[42]. Βλ. Α’ Θεσ. 5,23.

[43]. Εβρ. 12,14.

[44]. Όρθρος Πεντηκοστής, Αίνοι.

[45]. Ματθ. 10,32-33.

[46]. Βλ. Λευϊτ. 26,12· Β’ Κορ. 6,16.

[47]. Ματθ. 22,32· Μάρκ. 12,27· Λουκ. 20,38.

[48]. Α’ Τιμ. 6,13.

[49]. Βλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 11, 4, σ. 176.

[50]. Φιλιπ. 2,8.

[51]. Ιωάν. 8,29.

[52]. Βλ. Φιλιπ. 1,20.

[53]. Βλ. Α’ Βασ. 2,30.

[54]. Ματθ. 5,16.

[55]. Βλ. Εφ. 3,20.

[56]. Ματθ. 19,30.

[57]. Βλ. Μάρκ. 9,35.

[58]. Α’ Τιμ. 1,15.

[59]. Βλ. Βλ. Λουκ. 17,10.

[60]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,11.

[61]. Βλ. Ματθ. 23,15.

[62]. Βλ. Ιωάν. 12,36· Εφ. 5,8· Α’ Θεσ. 5,5.