Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: Tο Θεό εκένωσε ο έρως Του για τους ανθρώπους

20 Ιουνίου 2023

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
«Περί της εv Χριστώ ζωής»
Λόγος ΣΤ’
PG 150, 641Α-652B.

 

Εφόσον είπαμε από πού και πώς λάβαμε τη ζωή και τι συνέβη μέσα μας, στη συνέχεια ακολουθεί να εξετάσουμε πως να εργασθούμε για να μη χάσουμε τη μακαριότητα αυτή. Τούτο ασφαλώς αφορά την αρετή, την κατά τον ορθό λόγο ζωή. […]

Για τούτο πρέπει να μιλήσουμε, κατά τη δύναμή μας, και γι’ αυτά, παραλείποντας όσα αρμόζουν ιδιαίτερα στον καθένα από τους τρόπους, της ανθρώπινης ζωής, επειδή είναι πολλοί, και εξετάζοντας αυτά που όλοι μας έχουμε κοινό χρέος απέναντι στο Θεό. Φυσικά δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως απαιτείται η ίδια αρετή απ’ όσους διαχειρίζονται τα δημόσια και απ’ όσους ζουν ως ιδιώτες.

Ή απ’ αυτούς που τίποτε επιπλέον δεν υποσχέθηκαν στο θεό μετά το Βάπτισμα κι απ’ εκείνους που ζουν βίο μονήρη και προτίμησαν την παρθενία και την ακτημοσύνη και να μην είναι κύριοι όχι μόνο κάποιου άλλου κτήματος, αλλ’ ούτε τον εαυτό τους οι ίδιοι να εξουσιάζουν. Όλοι όμως όσοι παίρνουν το όνομά τους από το Χριστό έχουν ένα κοινό χρέος, όπως έχουν κοινή και την επωνυμία τους, και πρέπει όλοι εξίσου να το εκπληρώσουν […].

Με το να είναι, λοιπόν, χρέος κοινό σ’ όλους τους πιστούς οι του Σωτήρος εντολές, είναι και κατορθωτές απ’ αυτούς που θέλουν και απολύτως αναγκαίες. Γιατί είναι αδύνατο χωρίς αυτές να ενωθούν με το Χριστό, αφού θάναι χωρισμένοι ως προς το σπουδαιότερο και ανώτερο μέρος τους, τη θέληση και την προαίρεση.

Είναι ανάγκη δηλαδή να γίνουμε και στη θέληση κοινωνοί μ’ Αυτόν που κοινωνούμε στο αίμα και όχι νάμαστε σε άλλα ενωμένοι και σ’ άλλα χωρισμένοι· από τη μια να Τον αγαπούμε κι από την άλλη να Τον πολεμούμε· ή νάμαστε παιδιά Του αλλά αξιοκατάκριτα· και μέλη Του, αλλά νεκρά. Γιατί δεν τα ωφελεί σε τίποτε το ότι προσκολλήθηκαν σ’ Αυτόν και αναγεννήθηκαν, εάν αποκοπούν, καθώς το κλήμα από την άμπελο την αληθινή, που καταλήγει να πεταχτεί έξω, να ξεραθεί και να το ρίξουν στη φωτιά.

Γι’ αυτό το λόγο επιβάλλεται αυτός που διάλεξε να ζήσει εν Χριστώ νάναι ενωμένος με την καρδιά και με την κεφαλή Εκείνου, γιατί δεν έχουμε άλλη πηγή ζωής. Αλλά τούτο είναι αδύνατο, αν δεν έχουμε την ίδια θέληση μ’ Εκείνον. Πρέπει, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, ν’ ασκήσουμε τη θέληση μας, ώστε να συμφωνεί με του Χριστού τη θέληση και να την κάνουμε να επιθυμεί ό,τι και ο Χριστός και για τα ίδια να χαίρεται.

Γιατί είναι από τα αδύνατα, αντίθετες επιθυμίες να πηγάζουν από μια καρδιά. Ο πονηρός άνθρωπος, λέει η Γραφή, δεν μπορεί να προσφέρει από τον πονηρό θησαυρό της καρδιάς του τίποτε άλλο παρά μόνο πονηρό, ο δε αγαθός μόνο αγαθό.

Και όπως στους πιστούς της Παλαιστίνης «ην η καρδία και η ψυχή μία», γιατί είχαν τους ίδιους πόθους, έτσι κι εκείνος που δεν κοινωνεί στη θέληση του Χριστού, αλλά καταφρονεί όσα Αυτός προστάζει και δεν ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με την καρδιά Εκείνου, φανερώνει πως εξαρτάται από άλλη.

Αντίθετα, βρήκε ο Θεός «κατά την εαυτού καρδίαν», τον Δαβίδ, ο όποιος είπε «τας εντολάς σου ουκ επελαθόμην».

Αν λοιπόν είναι αδύνατο να ζήσουμε χωρίς να εξαρτώμαστε από εκείνη την καρδιά κι αν πάλι είναι αδύνατο να εξαρτηθούμε χωρίς να έχουμε την ίδια θέληση μ’ Εκείνον, ας εξετάσουμε, αν θέλουμε να ζήσουμε, πώς θα μπορέσουμε τα ίδια με το Χριστό να αγαπούμε και για τα ίδια να χαιρόμαστε.

Αρχή, ως γνωστό, της κάθε πράξεως είναι η επιθυμία, και της επιθυμίας ο λογισμός. Γι’ αυτό πρώτα-πρώτα πρέπει να προσπαθούμε ν’ αποσύρουμε από τα μάταια πράγματα τα μάτια της ψυχής, έχοντας διαρκώς γεμάτη την καρδιά με λογισμούς καλούς, ώστε ποτέ να μη μένει άδεια και δίνει τόπο στους πονηρούς.

Πολλά είναι που θ’ άξιζε να γίνουν αντικείμενο μελέτης, εργασία της ψυχής, τρυφή και ενασχόληση του νου. Αλλ’ όμως το γλυκύτερο και ωφελιμότερο απ’ όλα και να συζητά και να σκέπτεται κανείς είναι το νόημα των Μυστηρίων και ο πλούτος που από τούτα αποκτούμε.

Ποιοι είμασταν πριν μυηθούμε και ποιοι γίναμε μετά τη μύησή μας.

Ποια ήταν η προηγούμενη δουλεία και ποια η τωρινή ελευθερία και βασιλεία.

Ποια από τα αγαθά μας δόθηκαν ήδη και ποια ακόμη φυλάγονται για μας.

Και πριν’ απ’ όλα, ποιος μας τα χορηγεί όλα αυτά, ποιο το κάλλος Του και ποια η χρηστότητά Του· πώς αγάπησε το γένος μας, και πόσο μεγάλος είναι αυτός ο έρως. Αυτά αν επικρατήσουν στο νου και εξουσιάσουν την ψυχή μας, δύσκολα θα κοιτάξει ο λογισμός σε κάτι άλλο και η επιθυμία θα στραφεί κάπου αλλού, αφού και τόσο ωραία είναι και τόσο ελκυστικά. Γιατί και οι ευεργεσίες υπερέχουν σε πλήθος και σε μέγεθος και η αγάπη που Τον ώθησε σ’ αυτές είναι μεγάλη για να χωρέσει στο λογισμό του ανθρώπου.

Όπως ακριβώς η αγάπη αυτούς που ερωτεύονται τους βγάζει από τον εαυτό τους, όταν ξεχειλίσει και υπερβεί τη δεκτικότητά τους, έτσι και το Θεό εκένωσε ο έρως Του για τους ανθρώπους. Γιατί δεν προσκαλεί κοντά του το δούλο που αγάπησε μένοντας στο δικό Του ύψος, αλλά κατεβαίνει προσωπικά και τον αναζητεί.

Και φθάνει ο πλούσιος μέχρι την τρώγλη του φτωχού κι από κοντά του φανερώνει ο Ίδιος την αγάπη Του και του ζητεί το ίσο. Κι ενώ αυτός απαξιοί, Εκείνος δεν αποχωρεί και για την προσβολή δεν δυσανασχετεί. Κι ενώ Τον διώχνει, στέκει επίμονα στην πόρτα και κάνει τα πάντα για να του δείξει τον έρωτα που έχει γι’ αυτόν. Και παρόλο που οδυνάται, υπομένει και πεθαίνει.

Δύο είναι, βέβαια, αυτά που φανερώνουν και μαρτυρούν τον εραστή· το να ευεργετεί με όλους τους τρόπους που μπορεί τον αγαπημένο του και το να ποθεί να βασανίζεται και να δεινοπαθεί γι’ αυτόν, όταν παρίσταται ανάγκη.

Το δεύτερο είναι ασφαλώς πολύ πιο ισχυρή απόδειξη αγάπης από το πρώτο. Αλλά για το Θεό αυτό δεν ήταν δυνατό, γιατί είναι απρόσβλητος από οποιοδήποτε κακό. Μπορούσε δηλαδή να ευεργετεί τον άνθρωπο όντας φιλάνθρωπος, αλλά να υποστεί γι’ αυτόν πληγές, τελείως αδύνατο.

Ήταν λοιπόν υπερφυής η αγάπη Του, αλλ’ έλειπε εκείνο που θα την κάνει γνωστή. Ωστόσο ήταν ανάγκη να μη μας μένει άγνωστο πόσο πολύ μας αγαπούσε, αλλά να δώσει να γευθούμε τη μέγιστη αγάπη Του και να μας φανερώσει πως αγαπά με το σφοδρότερο έρωτα.

Γι’ αυτό επινοεί και πραγματοποιεί τούτη την κένωση και δημιουργεί εκείνα με τα όποια θα μπορούσε να υποστεί δεινά και να πονέσει. Κι έτσι, αφού μας πείσει με όσα υπομείνει πως όντως άμετρα μας αγαπά, να επαναφέρει κοντά Του αυτόν που έφυγε μακρυά από τον Αγαθό Θεό, γιατί είχε πεισθεί πως είχε μισηθεί.

Συνεχίζεται

 

Από το περιοδικό Σύναξη, τεύχος 6, Άνοιξη 1983. Η μεταφορά στην νεοελληνική έγινε από τις μοναχές του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης.