Λήδρας Επιφάνιος: «Ο θρησκευτικός τουρισμός αποτελεί την εξέλιξη των προσκυνηματικών περιηγήσεων»

23 Ιουνίου 2023

Χαιρετισμός του  Επισκόπου Λήδρας  κ. Επιφανίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Μαχαιρά στην ΙΕ΄ Συνάντηση των εκπροσώπων των Εκκλησιαστικών Περιφερειών και Μονών στο Συνοδικό Γραφείο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας Κύπρου που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου 2023.

Χαιρετισμός του  Επισκόπου Λήδρας  κ. Επιφανίου

Ο θρησκευτικός τουρισμός δεν αποτελεί ένα νέο γεγονός στην εποχή μας. Αποτελεί την εξέλιξη των προσκυνηματικών περιηγήσεων που πραγματοποιούνταν και πραγματοποιούνται μέχρι σήμερα, όμως υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ τους.

Οι προσκυνηματικές περιηγήσεις γίνονταν και γίνονται για καθαρά πνευματικούς λόγους. Αυτοί οι πνευματικοί λόγοι αποσκοπούσαν στην λήψη θείας ευλογίας και χάριτος από θαυματουργικές εικόνες, άγια λείψανα η προσωπικά αντικείμενα Αγίου, από την επίσκεψη στους τόπους και στους χώρους ασκήσεώς του, εμβάπτιση σε αγιαστικές πηγές, μετοχή σε μοναστηριακές ακολουθίες, προετοιμασία διά του μυστηρίου της εξομολογήσεως και μετάληψη του Παναχράντου Σώματος και του Πανακηράτου Αίματος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Για τον λόγο αυτό, οι προσκυνηματικές περιηγήσεις συνοδεύονταν από πνευματικές ασκήσεις∙ πεζοπορίες (όπως ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης), νηστείες, χαμαικοιτίες, γονυκλισίες, γονυπετείες (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα στην Παναγία της Τήνου). Σκοπός και στόχος ήταν και είναι η προσέγγιση και η σύγκραση με το θείο και τον Θεόν.

Από την άλλη, ο θρησκευτικός τουρισμός γίνεται περισσότερο για χαλαρωτικούς και ψυχαγωγικούς λόγους, αλλά και τουριστικούς, δηλ. την θέαση αξιοθεάτων. Στον θρησκευτικό τουρισμό εντάσσονται μεν τα θρησκευτικά μνημεία, πλην όμως, η επισκεψιμότητά τους περικλείεται στα όρια της θέας ενός αξιοθέατου που περιεργάζονται οι επισκέπτες αδιάφορα, ερωτηματικά, απαθώς, όχι μόνον εξ αποστάσεως σωματικής αλλά και εξ αποστάσεως νοερής και καρδιακής. Στέκεται ο επισκέπτης εντός του ιερού χώρου, ατενίζει την εξωτερική καλλιτεχνία, και ακολούθως στρέφει τα νώτα εξερχόμενος∙ όπως εισήλθε, ούτως και εξήλθε.

Εάν προκύψει ο ξεναγός να είναι ευλαβής, κατά το μέτρο της ευλάβειάς του θα προσθέσει και θα κεντρίσει το φιλοπερίεργο του θρησκευτικού τουρίστα στο κάτι τι περαιτέρω, αλλιώς θα παραμείνει στα εξωτερικά και τετριμμένα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο επισκέπτης ωφελείται φευγαλέα, λαμβάνει – αν την λάβει- προς στιγμήν την αύρα της πνευματικότητας του ιερού χώρου, και ακολούθως την λησμονεί, διότι δεν την γεύθηκε. Επειδή δεν γεύθηκε, δεν αποτυπώνεται το ίχνος της στην καρδιά του, γι’ αυτό και μένει κενός και κατ’ επέκταση ασυγκίνητος και αδιάφορος, μη μπορώντας να αξιολογήσει σωστά τον ευεργέτη του. Μάλιστα, τολμώ και λέω «τον ευεργέτη του», διότι ο Θεός κατέστησε τον Έλληνα ευεργέτη της οικουμένης. Όταν τον πλησίασαν οι Έλληνες στην επί γης σαρκοφόρο παρουσία του, δεν είχε πεί, «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου»; (Ιω. ιβ’ 23). Ναί, αλλά την θεία τοποθέτηση επακολουθεί η ευθύνη, η υποχρέωση, η μετ’ επιμελείας εκπλήρωση του έργου, και κατά το μέτρο της εκπλήρωσης θα υπάρξει και η επιβράβευσις, ο στέφανος της δικαιοσύνης (πρβλ. Β΄ Τιμ. δ´ 8).

Σ’ αυτό το σημείο θα σταθούμε, διότι είναι μεγίστης σημασίας η μετ’ επιμελείας εκπλήρωση του θείου έργου. Σ’ αυτό το σημείο θα καταθέσουμε την δική μας ευθύνη και την δική μας υποχρέωση. Πρώτα όμως, πριν προχωρήσουμε, είναι σημαντικό και εκ των ων ουκ άνευ να καταθέσουμε το «γνώθι σαυτόν», διότι είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το είναι μας, ποιοί είμαστε, τι έχουμε και τι δίνουμε.

Και πρώτον, εμείς είμαστε Ρωμηοί, Έλληνες ενχριστοποιημένοι, οι ευλογημένοι του Πατρός, οι φίλοι του Υιού, οι κεχρισμένοι υπό του Αγίου Πνεύματος, οι κεχαριτωμένοι. Τι έχουμε; τον θησαυρόν εν οστρακίνοις σκεύεσιν (Β’ Κορ. δ´ 7), τον Κύριον της Δόξης ένοικον εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει, την θείαν αποκάλυψιν εν αληθεία, την αγαπητικήν κοινωνίαν μετά του θείου Προσώπου, την αληθινήν και ευάρεστον λατρείαν, το δόγμα της Πίστεως ακραιφνέστατον. Τι δίνουμε; Την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, την δικαίωση του Θεού, την σφραγίδα της θείας εξομοίωσης, την επανάληψη του Θεανθρωπίνου ήθους στην γενεά μας, την ακτίνα της θείας αγάπης και χαράς στην καταχνιά, την αυχμηρότητα και το σκότος αυτού του αιώνος. Πως δίνουμε όλα όσα προαναφέραμε; Με αυτή την ερώτηση επανερχόμαστε, για να καταθέσουμε την δική μας ευθύνη και υποχρέωση, η οποία χωρίζεται σε δύο επίπεδα, το άμεσο και το έμμεσο.

Όταν αναφερόμαστε στο άμεσο επίπεδο εννοούμε την εκ του σύνεγγυς συναναστροφή, είτε με τους προσκυνητές είτε με τους τουρίστες. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η δική μας κατάθεση θα γίνει με ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, ένα πνευματικό λόγο, ένα ποτήρι νερό, ένα κέρασμα, μια ευλογία, δηλαδή μια εικόνα η ένα φυλλάδιο η ένα ενθύμιο, με ευγενική συμπεριφορά, μακροθυμία και επιείκεια στις οποιεσδήποτε αταξίες, με ευγενική υπόδειξη. Εάν μας ζητήσουν να τους ξεναγήσουμε, δεν πρέπει να αρκεστούμε μόνο στα ιστορικά και τα εξωτερικά στοιχεία, αλλά είναι καλύτερο και προτιμότερο να αναφερθούμε και σε πνευματικά θέματα αγιότητας. Τέτοια θέματα μπορεί να είναι η προσευχή, οι ακολουθίες, το καθημερινό πρόγραμμα, η διατροφή, η διακονία ως θυσιαστική προσφορά, το αμέριμνο αλλά όχι αδιάφορο, το ανενημέρωτο αλλά όχι το ακοινώνητο, το αδολεσχητικό αλλά όχι το αρρέμβαστο, το αγαπητικά θυσιαστικό αλλά όχι το εγωιστικά θυσιασμένον.

Από την άλλη, όταν αναφερόμαστε στο έμμεσο επίπεδο, εννοούμε την συνάντηση με τον προσκυνητή η τον τουρίστα μέσω εντύπων, μικρού η μεγάλου μήκους ταινιών, του λόγου του ξεναγού ο οποίος πρέπει να είναι σφαιρικά καταρτισμένος. Με αυτό το τελευταίο εννοούμε ότι δεν πρέπει να είναι μόνο στα ιστορικά και εξωτερικά στοιχεία καταρτισμένος, αλλά και στην πνευματικότητα και στους συμβολισμούς και στο πνεύμα της παράδοσής μας, τόσο της ιστορικής, όσο και κυρίως της εκκλησιαστικής: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ´ 8).

Ως εκ τούτων, οφείλομε πρώτα απ᾽ όλα εμείς οι ίδιοι να επιμελούμαστε τον δικό μας προσωπικό αγιασμό, παραδιδόμενοι στα χέρια του Θεού, ίνα η Χάρις η πλεονάσασα εις ημάς «μορφοποιήση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» σε όλη την ύπαρξή μας. Τούτο θα εκπληρώσει σ᾽ εμάς το ευαγγελικόν λόγιον: «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε´ 16). Παράλληλα, οφείλομε να ασφαλίσωμε στον χώρό μας την ησυχία, την τάξη, το πρόγραμμα, ούτως ώστε να διατηρήσουμε την ποιότητα της θείας ευαγγελικής και πνευματικής ζωής μας· η ποσότητα της νόμιμης άθλησης θα μας οδηγήσει στην ποιότητα της πνευματικής δόξας.

Συνωδά του προσωπικού μας αγιασμού, ο οποίος θα λάμπει το θείό του φως πάσιν ανθρώποις, χρειάζεται και η ετοιμασία κειμένων και ταινιών, όπου θα κατατίθεται η δική μας ταυτότητα, τόσον η ιστορική και πολιτειακή όσον και η εκκλησιαστική και η πολιτισμική, η ταυτότητά μας της Ρωμηοσύνης. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το υλικό θα πρέπει να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε παιδαγωγικά να καλλιεργεί τους προσκυνητές και τους τουρίστες, αλλά και όλους όσοι συμβάλλουν σ᾽ αυτή την θρησκευτική και την προσκυνηματική διαδικασία, π.χ. τους ξεναγούς.

Επίκεντρο δεν πρέπει να είναι ο μαμωνάς, αλλά η μαρτυρία Ιησού Χριστού. Παρακαλούμε και ευχόμαστε ο Θεός να μας φωτίσει και να μας ευλογήσει να το πετύχουμε. Αμήν.