Γέροντας Σίμων Αρβανίτης, Η σχέση του με τα λεφτά και η αγάπη του!

17 Ιουλίου 2023

Γέροντας, π. Σίμων Αρβανίτης (1901-1988).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Μαρτυρία Ν.Μ.*

Πήγαινα, διηγείται ο κ. Ν.Μ., για να φτιάξω τα παπούτσια του [του Γέροντα, π. Σίμωνος Αρβανίτη]. Αυτός με καλούσε να πάω.

ήγα ένα απόγευμα. Καθόταν μαζί με τον αδελφό του τον μπαρμπα-Γιάννη και συζητούσαν τρώγοντας σταφυλάκι. Κάθισα μαζί τους.

Σε λίγο έρχεται μια κούρσα. Από την κούρσα κατέβηκε μια κυρία. Άκουσα να τη λένε, καλωσορίζοντας την, κυρία Τσαλδάρη [από γνωστή οικογένεια πολιτικών]. Η κυρία αυτή ήθελε να αφήσει χρήματα, τριάντα χιλιάδες τότε [πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη].

Δεν δεχόταν ο Γέροντας να πάρει χρήματα με κανένα τρόπο.
– Όχι, όχι, έλεγε. Δεν έχω εγώ δικαίωμα να πάρω χρήματα στα χέρια μου.
– Σας παρακαλώ, έλεγε η κυρία, μπορώ εγώ μια γυναίκα να πάρω σίδερα και άλλα τέτοια υλικά;

Τότε επεμβαίνει ο αδελφός του και λέει:
– Να κάνουμε κάτι άλλο, παπούλη.
– Τι; ρωτάει ο π. Σίμων.
– Να πάρω εγώ τα χρήματα, λέει ο μπαρμπα-Γιάννης, και να πάω αύριο με έναν από την επιτροπή και να αγοράσουμε τα σίδερα [για το κτίσιμο του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας], θα πάρουμε το τιμολόγιο και θα το πάμε στο σπίτι της κυρίας Τσαλδάρη.

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τον π. Σίμωνα.
– Παρ τα, Γιάννη, και βάλτα στο γραφείο, στο ταμείο, και αύριο πάτε και παίρνετε τα σίδερα, όπως είπες.

Έτσι ο παπούλης δεν έπιασε χρήματα στα χέρια του καθόλου.

Ο παπούλης ερχόταν στο μαγαζί για να παραγγείλει τα παπούτσια του. Τα παπούτσια κάνανε τριακόσιες δραχμές. Στα δυο-τρία παιδιά του μαγαζιού έλεγε: «Γεια σας, παιδιά».

Έβαζε κατόπι στην τσέπη του το χέρι και ό,τι έβρισκε εκεί, εικοσάρικο, πενηντάρικο, τα έδινε στα παιδιά για να πάρουν κάτι και έφευγε. Δεν έβλεπε τι έδινε.

Και άφηνε από πάνω και άλλες τριακόσιες δραχμές, ενώ τα παπούτσια έκαναν, όπως είπα, μόνο τριακόσιες.

Όταν τα παπούτσια ήταν έτοιμα, μάλωναν τα παιδιά ποιος να τα πρωτοπάει. Ήξεραν πως θα τους έδινε γενναίο φιλοδώρημα, πενήντα-εκατό δραχμές.

Για το άτομό του δεν ξόδευε παραπανίσια λεφτά. Φορούσε πάντα τα ιδία ράσα και δεν είχε δικό του ταμείο.

Ούτε μάζευε λεφτά για τα γεράματά του.

Ο π. Σίμων ήταν πάντα καλός και τράβαγε κοντά του τον άνθρωπο με την πολλή αγάπη που είχε.

Μόλις έβλεπε τον άλλο γελούσε ολόκληρος.

Και μόλις τον έβλεπες, τον αγαπούσες.

Εγώ, με τη ματιά που μου έριχνε, νόμιζα πως έβλεπα τον Θεό!

* Το όνομα αναγράφεται στο πιο κάτω βιβλίο.

Από το βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά, «Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης, 1901-1988), Η ζωή και το έργο του».