Η διαλεκτική της χαράς και των θλίψεων 

27 Ιουλίου 2023

Ο άνθρωπος  δεν υπάρχει ως στατικό ον αλλά ως δυναμικό γίγνεσθαι. Δυσφορεί όταν ἐγκλω­βί­ζε­ται στους περιορισμούς του χώρου και του χρό­νου. Δεν αναπαύεται, ἀ­σφυκτιᾶ και θέλει να τους ὑ­περ­βεῖ, να κινηθεί ἀπε­­ρι­ό­ριστα, να ὑψω­θεῖ προς το ἄ­πει­ρο: «Τις δώσει μοι πτέ­ρυγας ωσεί περι­στε­ρᾶς, και πε­τα­σθήσομαι και κατα­παύ­σω»[1][1]; Αυτό ὑπαγο­ρεύει και η ίδια η ὑπό­στα­σή του, που εικονίζει τον άπειρο, απεριόριστο και ὑπερ­βα­τικὸ Θεό.

Κάθε δημιούργημα του Θεού έχει να εκπληρώσει κάποιον σκοπό. Ο άνθρωπος που ξεχωρίζει μέσα στην δημιουργία με την «κατ’εἰκόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού κατασκευή του έχει ως σκοπό την ἀνύ­ψω­σή του στην τελειότητα του Θεού. Η ἀνύ­ψω­ση αυτή πραγματοποιείται με την ἐξου­σία που έλαβε εξαρχής, να μεταβεί από την δυναμική κατάσταση του «κατ’εἰκόνα» στην ομοίωση προς τον Θεό, στο «καθ’ὁ­μοί­ωσιν».

Ο άνθρωπος έχει ως ταυτότητα αυτόν που κατο­π­τρί­ζεται μέσα στην ύπαρξή του, τον Θεό. Ὑ­πάρχει ως δέκτης της θειας ενέργειας.  Ἀπο­στρε­φόμενος τον Θεό και στρεφόμενος προς τον εαυτό του βραχυκυκλώνει την ταυ­τότητά του και παραδίδεται στον ναρκισσισμό. Με τον τρόπο αυτόν μα­ταιώνει και την προοπτική της τελειώσεώς του, την πορεία προς το «καθ’ ὁ­μοί­ωσιν».

Ο πόθος της τελειώσεως υπάρχει  μέσα στο γίγνεσθαι του ανθρώπου, ἀλ­λὰ δεν μπορεί να εκπληρωθεί μό­νο με τις δυ­νά­­μεις του. Στον κτι­­στὸ και πε­περασμένο κόσμο δεν υπάρχει δύνα­μη που μπο­ρεῖ να ὑψώ­σει τον ἄν­θρωπο προς το ἄ­πει­ρο. Για να πραγ­μα­το­ποι­ηθεῖ αυτό απαιτείται ὑπερ­κό­σμια δύνα­μη που αντλείται μόνο από τον ἄ­κτιστο Δη­μιουργό, τον οποίο εγκατέλειψε ο ἄν­θρω­πος με την αποστασία του.

Η αποστασία από τον Θεό δεν έβλαψε τον άνθρωπο μόνο ηθικά, αλλά και οντολογικά, γιατί αμαύρωσε την εικονα του Θεού μέσα του και μα­ταί­ωσε την δυνατότητα της ομοιώσεως προς αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι και η αποκατάσταση του ανθρώπου στην προπτωτική κατάστασή του οφείλει να πραγματοποιηθεί και σε οντολογικό επίπεδο. Για να προ­σλά­βει και να ἐνεργο­ποιήσει ο ἄν­θρωπος δύ­να­μη από τον άκτιστο Δημιουργό του, πρέ­πει να ἀ­πο­κα­τα­στήσει την κοινωνία του με αυτόν, αλλά  και να καλ­­λιερ­γήσει την ἀ­παι­τούμενη δε­κτικότητα μέσα του.

Η δεκτικότητα αυτή είναι κατ’ἀρχὴν δοσμένη στον ἄν­θρωπο με την «κατ’εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν» Θεού κατασκευή του. Η αποστασία του όμως από τον Θεό που διέκοψε την κοινωνία του με αυτόν, ακύρωσε και την μετοχή του στην ἄκτι­στη θεια χάρη και ενέργεια. Ο άνθρωπος αὐ­το­νο­μήθηκε και πε­ρι­ορί­στηκε στην βιολογική ατομικότητά του. Ἀποστρά­φη­­­κε τον Δη­μι­­­ου­ργὸ και στράφηκε προς τα δημιουργή­μα­τα.Έτσι βρέ­θη­κε ερριμένος μέ­­σα στην κτί­ση, διχα­σμένος ἐσω­τε­ρικὰ και βυθισμένος μέ­σα στον κυκεώνα της εγωπάθειας και των αμφιβολιών του.

Η ανύψωση του ανθρώπου σε υψηλότερο επίπεδο ζωής και δράσεως προ­ϋποθέτει την επαναφορά στην φυσική του κατάσταση. Προϋποθέτει την ανασύνδεση με τον Δημιουργό του, που καθιστά δυνατή και την ἀπο­κατάσταση της ἐσωτε­ρικῆς του ενότητας. Χωρίς την προϋπόθεση αὐ­τὴν ὁ­­ποι­­αδήποτε περαι­τέρω εξέλιξή του οικοδομείται σε ἐ­σφαλ­μέ­νη βά­ση και ὁδη­γεῖται ἀνα­πότρεπτα σε ἀπο­τυ­χία και κατα­στροφή. Αυτό διαπιστώ­νε­ται στην παγκόσμια ἱ­στο­­­ρία και γίνεται ἰδι­αί­τερα αἰ­σθη­τὸ στην σύγχρονη κοι­νωνία.

Η μετάβαση  από το «κατ’εἰκόνα» στο «καθ’ὁ­μοί­ωσιν» δεν ἐπιβάλ­λε­ται στον ἄνθρω­πο, αλλά επαφίεται στην φιλοτιμία και την προαί­ρεσή του. Και η σωστή μετάβαση κα­τορθώνεται με την ελεύθερη επιλογή και ἄσκη­ση της καλής εργασίας που καλείται να αναλάβει ως συ­νερ­γὸς του Δη­­μιουργοῦ του· είναι η εργασία της αρετής που δραστηριοποιεί τα φυ­­­­σι­κά του χα­ρί­­σματα και αξιοποιεί την κοινωνία αγάπης με τον Δη­μι­ουργὸ και τα δη­μι­ουρ­γή­ματά του.

Η αποστασία του ανθρώπου από τον Θεό ματαίωσε την εξέλιξη αὐ­τήν. Διέστρεψε  την φύση του και ἀνέ­τρεψε την ζωή. Ο ἄν­θρω­πος ἀγά­πησε τον κόσμο και έγινε εχθρός του Θεού. Την φυσική ἀνα­φορά του προς τον Δημιουργό διαδέχθηκε η παρά φύσιν υποταγή του στα κτίσματα. Στην ανώδυνη και ειρηνική ζωή του εισήλθε η οδύνη και η ταραχή. Ο σκοτισμός του ήταν δραματικός, όχι όμως και απόλυτος. Θέ­λο­ντας τώρα ο ἄν­θρω­πος να λυ­τρω­θεῖ από την οδύνη καταφεύγει στην ἡδο­νή, αλλά απογοητεύεται, γιατί έτσι οδηγείται σε νέα οδύνη. Και επειδή ἀδυ­να­τεῖ να βρει ηδονή ἀπαλ­λαγ­μένη από οδύνη αἰ­χμα­λωτίζεται στον φαύλο κύ­κλο ηδονής και οδύνης[2][2].

Για τον αποστάτη ἄν­θρω­πο οἰ­­κο­νό­μησε ο Θε­­­ὸς να τρώει με ιδρώτα  τον ἄρ­το της ζωής του. Και αυτό δεν το έκανε από κα­κί­­α, ἀλ­λὰ για να τον προ­­­­­φυ­­λάξει από την πλήρη κα­τα­στρο­φή[3][3]. Ο πόνος υπενθυμίζει στον ἄν­θρω­πο τις αδυναμίες και την ανεπάρκειά του. Η υπόμνηση αυτή είναι χρή­­σιμη για την αυτογνωσία του, αλλά δεν είναι ικανή να τον θεραπεύ­σει. Για να θεραπευθεί ο άνθρωπος και να ἐπα­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­νέλ­θει  στην φυσική του κα­τά­σταση χρειάζεται να καταλλαγεί με τον Θεό.

Η καταλλαγή αυτή  δεν κα­τορ­θώνεται με θεω­ρί­ες και ιδεολογίες. Δεν πραγμα­το­ποι­εῖται ούτε με τις δι­ά­φορες θρη­σκεῖες, τους ἠθι­­κοὺς κανόνες,  τις ιερές δια­τάξεις και τελετές που πραγματοποιεί ο άνθρωπος. Όλες οι προ­σπά­θειες αυτές περιορίζονται στο ἐ­πί­πεδο του κτιστού και ἀδυνα­τοῦν να τον ανακαινίσουν  και να ἀπο­καταστήσουν την οντολογική κοινωνία του με τον άκτιστο Θεό.

Η αποκατάσταση της κοινωνίας αυτής πραγμα­τοποι­εῖται στον Χρι­­­στι­ανισμὸ με την συγκα­τα­βατικὴ παρέμ­βα­ση του ίδιου του Θεού και έχει ὑ­πο­στατικὸ χαρακτή­ρα. Θεμελιώνεται σε επίπεδο προσώπων με τον ἐν­αν­­θρωπήσαντα Θεό Λόγο που έχει πλῆ­ρες κατά φύση το θεανθρώπινο είναι, και με το πρό­σω­πο της Παρθένου Μαρίας. Αυτή με την τέλεια τα­πεί­νωσή της περιέ­σωσε αλώβητη την «κατ’εἰκόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού ἀνθρώ­πινη φύση και με τις φυσικές αρετές της προσέλαβε κα­τὰ χάρη το θεαν­θρώπι­νο είναι. Η ακηλίδωτη παρθε­νικὴ ὑπό­σταση της Πανα­γίας ήταν η μό­νη που καθι­στοῦ­σε δυνα­τὴ την σύν­δεση του ανθρώπου με τον Δη­μι­ουργό του. Και η ελεύθερη υπακοή και συγκα­τάθεσή της στην πρό­σκληση του Θεού μυ­­σταγώγησε την  συμ­φιλίωση μαζί του.

Ο Ευαγγελισμός της Παρθένου Μαρίας σηματοδοτεί την απαρχή του ανακαινισμού του κόσμου. Ο Λόγος του Θεού δανείζεται  από αυτήν την ἀν­­θρώπινη φύση, τί­κτε­ται ως τέλει­ος ἄν­θρωπος και θεοποιεί τον ἄνθρω­πο. Η Θεοτόκος γίνεται μητέρα της και­νῆς κτίσεως,  και ο «ξένος τόκος» της καλεί τους ανθρώπους να «ξενω­θοῦν» από  τον κόσμο, να ἀπο­κολ­­ληθοῦν από το κράτος της αμαρτίας  και να με­τα­θέσουν «τον νουν εις οὐ­ρα­νόν»[4][4].

Η ελεύθερη συγκα­τάθεση και υπακοή της Πανα­γί­ας στην πρό­­σκλη­ση του Θεού που εγκαινίασε την καινή κτίση  φα­νέρωσε ταυτό­χρο­να και το φρό­­νημα της κτίσεως αυτής. Η πεμπτουσία του φρονήματος αυτού είναι η ὑπα­κοὴ στο θειο θέλημα· ο συντονισμός του νου  με τους «λόγους» της φύσεως που ελευθερώνουν τον άνθρωπο από την δουλεία του κόσμου και τον κατευ­θύνουν  στην ελευθερία του Πνεύματος.

Ο ἄν­θρωπος που εἰ­κο­­νίζει τον ἄκτι­στο Θεό ποθεί να υπερβεί τους πε­ριορισμοὺς και να λυτρωθεί από την ματα­ι­ότητα του  κόσμου. Αναζητεί διέξοδο προς την αληθινή ἐλευ­θε­ρία και την ακατάλυτη ζωή. Και την διέξοδο από το αδιέξοδό του πρόσφερε στον κόσμο η υπερκόσμια οδός που υπέδειξε και βάδισε ως άνθρωπος αυτός που είπε: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή»[5][5].

Ο Χριστός ως άνθρωπος με την τέλεια υπακοή του στον Θεό Πατέρα και την σταυρική του θυσία συμ­φι­λί­ω­σε τον αποστάτη ἄνθρω­πο με τον Θεό και διά­νοιξε την οδό της ανυψώσεως και της ενώσεως με τον Δημι­ουργό· «Θεός ήν εν Χρι­στώ κόσμον κα­­ταλ­λάσ­σων ἑαυ­τῷ»[6][6]. Εδώ η καταλ­λαγὴ δεν ἐπιχει­ρεῖ­ται, ὅ­πως στις διάφορες θρησκείες, με προσπάθεια του ἀν­θρώ­που. Κάθε ανθρώπινη προσπάθεια ἀδυ­­­νατεῖ να φέρει τον ἄν­θρω­πο σε επαφή με τον Θεό. Η πραγ­­μα­τικὴ καταλλαγή γίνε­ται από τον ίδιο τον Θεό, που συ­γκα­­­τα­βαίνει στο κτιστό δημι­ούρ­γημά του, το προ­σλαμ­βά­νει και το ἀνα­καινίζει με την ἄκτι­στη ενέργεια και χάρη του.

 Το έργο αυτό δεν συντε­λεῖται μονομερώς από τον Θεό, αλλά γί­νεται με την συμμετοχή και την συνεργασία του ἀνθρώ­που. Η οδός της ἀλη­θινῆς ζωής, που οδηγει τον ἀν­θρώ­πο  στην ανακαίνιση του εαυτού του και την οἰ­κοδόμηση της και­­­­­νῆς κτίσεως, είναι επίπονη και σταυ­ρική.  Είναι οδός θυσι­αστικῆς αγάπης και υπομονής. Όποιος όμως ποθεί την αληθινή ζωή, γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γνωρίζει ότι κάθε πό­νος, είτε θεληματικός είτε αθέλητος,  θανατώνει την μητέρα του θανά­του, την ἡδο­­­νή, και υπομένει με χαρά και ευφροσύνη τις  δυσκολίες και τους πει­ρα­σμούς[7][7].

Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος της ελεύσεως του Χριστού και της Βασι­λείας του Θεού, άρχισε το κήρυγμά του καλώντας τους ἀν­θρώ­πους σε μετάνοια. Με τον ἴδι­ο τρόπο άρχισε και ο Χριστός το κήρυγμά του: «Μετα­νοεῖτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»[8][8]. Μετάνοια δεν εἶ­­­ναι η ἁ­πλὴ με­ταμέλεια, αλλά η «αλλαγή του νοε­ροῦ φρο­νή­μα­τος»[9][9]· η ἐ­πι­­­στροφὴ του ανθρώπου από την πνευ­μα­τικὴ λήθη στην ἀλή­θεια, η μετά­βασή του από τον νόμο της σάρκας στην ελευθερία του Πνεύματος.

Η αληθινή μετάνοια είναι δύσκολο και έμπονο ἔργο,ποὺ παρατείνεται μάλιστα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή. Ο ἄνθρω­πος που αποστάτησε από την πηγή της ζωής του­ έχει σκοτισμένη την εἰ­κό­να του Θεού μέσα  του και δεν μπο­ρεῖ να συλλάβει την ἀ­λή­θεια του Θεού και  τον σκοπό της ζωής του. Αδυνατεί επίσης να ἀντιλη­φθεῖ χωρίς τον θειο φωτισμό το μέ­γε­θος της κατα­στρο­φῆς που προκά­λε­­σε η απο­στα­σία του, όπως και το βά­θος της αχαριστίας του για το μεγαλείο της δωρεάς που ἀπεμπόλη­σε.

Καλώντας ο Χριστός τους ανθρώπους να μετανο­ή­­σουν και να τον ἀκο­λουθήσουν αναφέρει και τα ἐμπ­­ό­δια που θα συ­ναντήσουν. Δεν μνημο­νεύ­ει ἀνέ­σεις και ευκολίες, αλλά προ­λέγει εξ αρχής τις δυσκολίες που θα βρουν στον εαυτό τους και στον κόσμο, χα­ρακτη­ρίζοντας την υπακοή στην διδα­σκαλία του ως «ζυ­γὸν» και «φορτίον». Ταυτόχρονα όμως βεβαι­ώνει ο ίδιος ότι ο ζυ­γός του είναι ἁ­πα­λὸς και το φορτίο του ελαφρό[10][10]. Επί πλέον ο Χριστός ως θύμα της κοσμικής κα­κίας αλλά και ως νικητής του κό­σμου ὑπό­σχε­ται  σε όσους τον ἀκο­λου­θή­σουν και μείνουν κα­­τὰ την ἐπί­γεια ζωή τους πι­στοὶ στην πρόσκλησή του, οὐ­ρά­νια ἀνά­παυ­ση και ἀνα­φαί­ρετη χα­ρά.

«Εν τω κό­σμῳ θλῖ­ψιν έξετε», είπε ο Χριστός στους μαθητές του, «ἀλ­λὰ θαρ­σεῖ­τε, εγώ νε­νί­­­κη­κα τον κό­σμον»[11][11].Έτσι ο χωρισμός του Χριστού από τους μαθητές του και η πορεία του προς τον θάνατο λύπησαν τους μα­θη­τές. Η επανεμφάνισή του όμως μετά την ἀνά­στα­ση ἔδω­σε σε αὐ­­­­τοὺς ἀνα­φαίρετη χαρά. Τώρα λυπάστε, εἶ­πε ο Χρι­στὸς στους μαθητές, όταν χωρι­ζόταν από αὐ­τοὺς και βά­διζε προς τον θάνατο, «πάλιν δε όψομαι υμάς και χα­­­ρή­­σε­ται υμών η καρδία, και την χα­ρὰν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»[12][12].

Η κοσμική χαρά που αντλείται από την εφήμερη ἀμε­σότητα είναι φευγαλέα και επιφανειακή. Προσφέ­ρει ἀπα­τηλὴ ἱκα­νοποίηση που δεν ἀ­ντα­πο­κρίνε­ται στις ὑ­παρξιακὲς ανάγκες του ανθρώπου. Τον εὐχα­ρι­στεῖ προ­­­σκαι­ρα, παρακάμπτει τις ουσιαστικές ανάγκες του και τον ἐγκα­τα­λεί­πει. Η χριστιανική χαρά ἀντα­­­πο­κρί­νεται στις βαθύτερες ανάγκες του ἀν­θρώ­που, τον εἰρη­νεύ­ει και τον στηρίζει στον  αγώνα της ζωής του. Ὅ­ποι­ος ζει συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, γράφει ο όσιος Ἰω­άννης ο Σιναΐτης, δεν παύει να εορτάζει καθημερινά. Όποιος όμως εορτάζει συνε­χῶς σωμα­τι­κά, θα καταλήξει στο αιώνιο πένθος. Η χριστιανική ζωή βιώνεται με χαρμολύπη[13][13].

Η χριστιανική ζωή μέσα στον κόσμο της πονηρίας είναι δύσκολη και  μαρτυρική.Ὁ χριστιανός οφείλει καθημερινώς να αγωνίζεται εναντίον του κα­κοῦ που βασιλεύει στον κό­σμο. Ενώ όμως το κακό βασιλεύει και κατα­στρέφει τον κόσμο και τον ίδιο τον άνθρωπο, παραμένει ἀκατά­βλη­το και ασύλληπτο. Ο άνθρωπος αδυνατεί να το νικήσει, ενώ συχνά δυ­σκο­λεύ­εται και να το εντοπίσει. Και αυτό συμβαίνει, γιατί το κακό είναι ἀνυ­πόστατο. Δεν υπάρχει καθεαυτό.Ὑπάρχει μό­­­­νο ως παραφθορά του ἀγα­θοῦ. Εἶ­ναι πλάνη να νομίζει κάποιος ότι μπορεί να πολε­μή­σει και να κα­ταστρέψει το κακό. Αυτό αφανίζεται μόνο όταν δεν βρίσκει υποκείμενο να προσαρτηθεί. Και ο ἄν­θρωπος κατα­στρέ­φει το κακό, μόνο όταν δεν ἐπι­τρέ­πει να  ὑπο­στασιαστεῖ στο πρόσωπό του.

Ο Χριστός αντικαθιστώντας την εντολή της Πα­λαιᾶς Διαθήκης που πε­ριόριζε την εκδίκηση στην ἀντα­ποδοση ίσου κακού, στην λεγόμενη ταυτο­πάθεια, καλεί τους ἀν­θρώπους να μην αντιστέκονται στο κακό: «Ἠ­κού­σα­τε ότι ερρέθη οφθαλμόν αντί οφθαλμού και ὀδό­ν­τα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ»[14][14]. Αυτό φαίνεται να εισηγείται την ἡττο­πάθεια που ευνοεί την εξάπλωση και τον θρίαμβο του κακού. Στην πραγματικό­τη­τα όμως συμβαίνει το αντίθετο.

 Όπως παρατηρεί και ο άγιος Σωφρόνιος,  η εντολή αυτή του Χριστού «είναι η πιο ἀποτελεσματι­κὴ μορφή της πάλης κατά  του κακού»[15][15].  Με την ταυτοπάθεια το κα­κὸ διπλασιάζεται στον κόσμο και δεν κατα­στρέ­φεται. Όταν όμως το κακό δεν βρίσκει αντίσταση και δεν ἀντα­ποδί­δε­ται από το πρόσωπο που το ὑφί­σταται, πέφτει στο κενό και ἀφα­νίζεται. Η μη ἀντα­πόδοση του κακού δεν φανερώνει δειλία ή αδιαφορία για το κακό, αλλά πραγματική ανδρεία και σοφή αντιμετώπιση. Χρειάζεται με­γά­λη ἀν­­­δρεία και πολλή υπομονή για να παραιτηθεί κάποιος από τον πει­ρασμὸ να ἐκδι­κηθεῖ για το κακό που υπέστη, όπως και πολλή σύνεσηγια να ἀντικα­ταστήσει την ἀντα­πό­δοση του κακού με την ενεργοποίηση του αγαθού[16][16].

Με την μη ανταπόδοση του κακού θριαμβεύει η δύ­­­­­­ναμη του αγαθού. Η εξωτερική αδυναμία ευνοεί τον εσωτερικό πλα­τυσμό. Πλατύνεται η καρ­διὰ του ἀνθρώ­που και ενισχύεται η δύναμη του πνεύματός του για την ἄ­σκη­ση της αρετής. Ελευθερώνεται  από το σαρκι­κὸ φρόνημα και ἀπο­σπᾶ­ται από τον εγωκεντρισμό και τον ευδαιμονισμό που αιχμαλωτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων. Ο μύχιος πόθος αυτής της ελευθερίας κατέστησε και  στις ημέρες μας τόσο ελκυστικές οι σύγ­χρονες ασκητικές μορφές.

Τα περισσότερα και μεγαλύτερα κακά που ὑπάρ­χουν στον κόσμο ὀφεί­λονται στην μη ενεργοποίηση του ἀγα­θοῦ. Και για το φαινόμενο αυτό με­γά­λο μερίδιο εὐ­θύνης έχουν όσοι ἐντο­πίζουν το κακό στην άμεση διά­­πρα­ξή του. Το κακό όμως ως μη ον φυτρώνει και στο κενό που δημιουργεί η ἀ­πουσία του καλού. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν περιορίζεται στην ἀπο­φυγὴ του κακού, αλλά φροντίζει και για την άσκηση της αρετής. Η ἀδια­φορία γι’ αυτήν είναι κακία.

 Ο Θεός ἔβα­λε τον άνθρωπο στον Παράδεισο, για  να ἐρ­γάζεται και να τον πε­ρι­ποι­εῖ­ται· «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν»[17][17]. Η υπακοή στον Θε­­ὸ εκδηλώνεται με την τήρηση των εντολών του. Και η τήρηση των ἐντο­λῶν του Θεού κα­θιστᾶ τον άνθρωπο μιμητή και συνερ­γὸ στο δη­μι­ουρ­γικὸ ἔρ­γο του. Ο Χρι­στὸς ως τέλειος άνθρωπος και μιμητής του οὐρα­νίου Πα­τρὸς είπε:­ «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ ἐργά­ζομαι»[18][18].

Η «εν Θεώ» εργασία ως έργο υπακοής είναι «καλή εργασία» και παρέ­χει στον άνθρωπο χαρά και ευλογία. Η αποστασία του όμως  από τον Θεό και η εμπαθής σχέση του με την σάρκα και τον κόσμο συ­νέ­δεσαν την ἐρ­γασία με πόνο και ιδρώτα. Η εργασία των αρετών δεν γί­νε­ται τώρα με ἄ­νεση και εὐ­κολία, αλλά με πόνο και δυσκο­λία. Τα εμπόδια που δημι­ούρ­γησαν οι στρε­βλώ­σεις και τα πάθη στον άνθρωπο κατέ­στη­σαν ἐπώ­δυ­νη την κατά φύ­ση ζωή του. Και η συσσώρευση των στρε­βλώ­σε­ων αυτών με τον διαρκώς αὐξα­νό­μενο ἐγωκεντρι­σμὸ ενίσχυσαν πε­­ρι­σ­σό­τερο την κακία στην σύγ­χρονη κοι­νωνία.

 Η «καλή ἐρ­γα­σία» πραγ­μα­το­ποιεῖται πάλι ως ἔρ­γο υπακοής με την κα­ταπολέμηση των παθών και την καλ­­λι­έρ­γεια των αρετών, που ταυ­­τί­ζεται με την τήρηση των θειων ἐν­το­λῶν. Αυτές ἐλευ­θε­ρώ­νουν τον ἄν­θρω­πο από το ἑω­σφορικὸ φρόνη­μα του εγωκεντρισμού, διευρύνουν το πνεύμα του και τον συ­ντονίζουν με το πρά­ο και ταπεινό φρόνημα του Χριστού.

 Η ταπείνωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως πα­θη­τικὴ διάθεση, ἀλ­λὰ να συμβαδίζει με την βίωση και ἐνεργο­ποίηση των ἀρε­τῶν. Έτσι π.χ. ο τα­­πει­νὸς οφείλει να εἶ­ναι και επιεικής. Η ἐπιεί­κεια  όμως δεν δικαιολογεί την ἀ­δράνεια για την προ­άσπιση και επικράτηση του καλού στις διαπρο­σω­­­­πικὲς και τις κοινω­νι­κὲς σχέσεις, αλλά να συνυ­πάρ­χει με την αρετή του θάρρους. Ο επιεικής μπορεί ή και οφείλει να θυσιάζει το προσωπικό του συμφέρον, όχι όμως και να δέχεται ἀδια­μαρτύρητα την αδικία που γί­νεται σε βάρος του άλλου ή του κοινωνικού συνόλου.

Με την ἐργα­σία των αρετών, λέει ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ο άνθρωπος τα­­­πει­νώ­­­­νεται, καθί­σταται δεκτικός της χάριτος του Θεού και εισέρχεται στην οδό της θεώ­σεως[19][19]. Ο Θεός, δεν θέλει τον ἀν­θρωπο αργό και ἀμέ­ρι­μνο. Τον θέλει να μεριμνά και να κοπιάζει για αγαθά έργα. Όποιος ἀπο­φεύγει τις θλί­ψεις που συνεπάγονται τα ἔρ­γα αυτά, ἀπο­χω­ρίζεται από την αρετή και από την πηγή της αρετής, τον Θεό. Θέλημα του Θεού δεν εἶ­ναι η ἀνά­­παυ­ση των παιδιών του κατά την παρούσα ζωή αλλά κατά την μέλ­­λουσα. «Εν τούτω αφορίζονται οι υιοί του Θεού εκ των λοιπών· ίνα αὐ­τοὶ μεν εν θλίψεσι ζώσιν, ο δε κόσμος εν τρυφή και αναπαύσει λαμπρύ­νη­ται»[20][20].

 Η εργασία της αρετής απαιτεί κόπο και μόχθο. Ο όσιος Ισαάκ χα­ρα­κτηρίζει την αρετή «μητέρα της λύ­πης»[21][21]. Τα καλά έργα γίνονται με πόνο καρ­διᾶς και σω­μα­­τικὸ κόπο. Και ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναїτης ἐπι­ση­­­μαί­νει ότι κάθε σωματική και πνευμα­τικὴ εργασία που δεν έχει πόνο ή κόπο δεν προσφέρει καρπό σε αυτόν που την ασκεί[22][22]. Δεν αρκεί μόνο ο πόνος της καρδιάς. Χρειάζεται και ο σω­μα­­τικὸς κόπος. Ο άνθρωπος είναι ἀδιαί­ρετη ψυχοσωματική ενότητα. Η πτώση και η ανόρθωσή του, η ἐξα­χρεί­­­ωση και η ανακαίνισή του δεν πραγματο­ποι­οῦνται μόνο στην ψυχή του, αλλά σε ολόκληρη την ύπαρξή του, στον όλον άνθρωπο. Γι’ αυτό η άσκηση στην Ορθόδοξη Ἐκ­κλησία δεν περιορίζεται στην ψυχή του ἀνθρώ­που αλλά συ­μπε­ριλαμβάνει και το σώμα του. Η «εν Χριστώ» ἀνακαί­νιση του ἀν­θρώ­­που ως καθολική ψυχοσωματική ανακαίνιση αγκαλιάζει τον όλον ἄν­θρωπο, αλλά και τον κόσμο που είναι το ευρύτερο σώμα του.

 Η αρετή δεν αποτελεί αυτοαξία, αλλά ασκείται για την ταπεί­νωση. Αν η αρετή δεν οδηγεί στην τα­πεί­νω­ση, είναι μάταια. Όποιος επιθυμεί την αρετή, ὑπομέ­νει ευχαρίστως τις θλίψεις. Αυτές γεννούν την ταπεί­νωση που προ­σελκύει την χάρη του Θεού και κυοφορεί την πνευματική χα­ρά.Ἔτσι η χαρά και οι θλίψεις συμβαδίζουν στην ζωή του πιστού. Η αληθινή χαρά εἶ­ναι καρπός του Πνεύματος και μένει απρόσβλητη από τις θλίψεις και τις δυ­σκολίες της καθημερινής ζωής[23][23].

 Ως μέ­λος  του σώματος του Χριστού ο πιστός συμ­μετέχει και στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Οι θλίψεις και τα παθήματα που ὑπο­μένει στο έργο αυτό γίνονται αφορμές χαράς και δοξολογίας. Η πίστη του στον Χρι­στὸ μετα­τρέ­πει την επιθυμία της φιλαρχίας και της ανέσεως σε πόθο θυσίας και αὐτο­αναλώσεως. Αἰσθά­νεται ευγνωμοσύνη και ευχαριστεί  τον Θεό για όλα, όπως και για τις θλίψεις που τον ἐπι­σκεπτονται, γιατί και αυτές γίνονται αφορμές χαράς για την επιτέλεση του έργου του και την τελεί­ωσή του[24][24].

 Ο Απόστολος Παύλος ως μιμητής του Χριστού γρά­­φει: «Νυν χαίρω εν τοις παθή­μασί μου υπέρ υμών, και ἀντα­να­πληρῶ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία»[25][25]. Αλλά και κάθε πραγματικός χρι­στιανὸς γίνεται  μιμητής του  Χριστού και κήρυ­κας της ἀπε­­ριόριστης ἀγά­πης του, που ευεργετεί τον ἄν­θρωπο και  ἀντι­παρέχει πλού­σια αγαθά για τα ελάχιστα έργα του.

Η πηγή, από την οποία αντλεί την υπεράνθρωπη δύναμη ο χριστιανός, είναι η ενέργεια του Χριστού. Ο Απόστολος Παῦ­λος, που έβλεπε τον ἑ­αυ­τό του ως τα­πει­­νὸ υπηρέτη του Χρι­στοῦ, γράφει: «Πάντα ισχύω εν τω ἐν­δυ­ναμοῦντί με Χρι­στῷ»[26][26]. Η δύναμη αυτή του Παύ­λου προκύπτει από την κοι­νωνία του με τον πα­ντο­δύναμο Χριστό, που επωμίστηκε και πραγ­μα­το­ποί­­ησε όλα όσα όφειλε να πράξει ο άνθρωπος. Έτσι δεν μένει πια στον άνθρωπο που θέλει να διασφαλίσει την κοινωνία με τον Θεό τίποτε άλλο, παρά το«ἀδια­λεί­πτως έχεσθαι της ἐνερ­γείας του Θε­­οῦ»[27][27].

Ο χριστιανός δεν πρέπει να πολυπραγ­μο­­νεῖ για την προ­έλευση των θλί­­­ψεων που τον ἐπι­σκέ­πτονται, αλλά να εξετάζει, πως μπορούν αυτές να τον βοη­θή­σουν στην πνευ­ματικὴ προκοπή και τελεί­ωσή του. Όσο αὐ­τὸς δεν αντιλαμβάνεται την ἑτε­ρότητα της ζωής του μέσα στον κόσμο, εύκολα πα­ρα­σύ­ρεται από την κοσμική ματαιότητα. Συναισθανόμενος όμως την ετερότητα και την παραδοξότητα της «εν Χρι­στῷ» ζωής μπορεί να βρίσκει τις θλί­ψεις γλυκύτερες από το μέλι και να βλέπει τον θάνατο ως πρόξε­νο της ἀκα­τάλυτης ζωής[28][28].

 Η αληθινή χαρά στην πληρότητά της θα υπάρξει κατά την με­τα­θανάτια ζωή. Βιώνεται όμως και κατά την επίγεια ζωή  ως ἀρ­­ρα­βώνας σε όσους εργάζονται την αρετή. Αλλά εδώ οι καταστάσεις αυτές συνο­δεύ­ονται συνήθως με θλίψεις, ή και προκύπτουν μέσα από τις θλίψεις ως ἐπακο­λού­θημά τους[29][29]. Αυτό συμβαί­νει, γιατί  ο ἄνθρω­πος μ­ε­τὰ την ἀπο­στασία του από τον Θεό βρέ­θη­κε σε παρά φύση κατά­σταση και χρει­άζεται θερα­πεία. Για να θεραπευθεί λοιπόν από την παρά φύση  κατά­σταση και  να βρει τις κατά φύση σχέ­σεις με τους συν­αν­θρώ­πους και το περιβάλλον του, οφείλει να  ἐρ­γα­­­στεῖ και να πο­νέσει. Έτσι καθίσταται κοι­νωνὸς των πα­θημάτων των συ­ναν­θρώπων του και διευρύ­νε­ι την συνεί­δησή του.

Η χαρά λειτουργεί στην ζωή του ανθρώπου ως κινητήρια δύναμη και ως επιδιωκόμενος σκοπός. Χρωματίζει θετικά τις σκέψεις και τις διαθέσεις του. Προσφέρει νόημα και περι­εχόμενο στους αγώνες και στις προσπά­θειές του.Ἡ χαρά, όπως και η αγάπη του χρι­στι­ανοῦ βιώνονται ως καρπός της κοι­­νωνίας του Πνεύματος[30][30]. Αλλά και οι θλί­ψεις δεν αποτελούν ἀρνη­τικοὺς παράγοντες στην ζωή και τους αγώνες του χρι­στιανοῦ. Και αυτές συνεισφέρουν στην προοπτική της πνευ­ματικῆς του τελειώσεως. «Οι θλί­ψεις για την ψυχή που αγαπά τον Χριστό είναι τρο­φή. Είναι κατά κάποιον τρόπο ύλη για ανάφλεξη του εσωτερικού πυ­ρός»[31][31]. Έτσι το κάθε στοιχείο και το κάθε λεπτό της ζωής  του ανθρώπου γίνεται πολύ­τιμο και γεμάτο με βαθύ νόημα. Οι θλίψεις και οι χαρές ἑνώ­νονται κατά τρόπο θαυμαστό μέσα στον αγώνα του[32][32].

 Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν εἶ­ναι δυνα­τὸ στον ἀπο­στάτη άνθρωπο να ζει μέσα στον κόσμο με χαρά και άνεση και να παρα­μένει στην ἀγά­πη του[33][33]. Η με­γά­λη χαρά  χα­­λαρώνει τον άνθρωπο και δεν εὐνο­εῖ την πο­­ρεία του προς την τελείωση. Αλλά και η μεγάλη λύ­πη είναι ἐπι­κίνδυνη, γιατί μπο­ρεῖ να τον οδηγήσει σε απελπισία και κατα­στροφή. Οι θλίψεις έχουν καθαρ­τι­κὴ ιδιότητα και βοηθούν στην πνευματική θερα­πεί­α­ και τελείωση του ἀνθρώπου.­Ὅπως τα ἰα­τρικὰ φάρ­­­μακα καθαρί­ζουν την ἀκα­θαρσία των σω­μα­­τικῶν χυμών, έτσι και οι θλίψεις κα­θαρίζουν τα «πονηρά εκ της καρ­δίας»[34][34]. Ἐπι­πλέον μάλιστα αφυπνίζουν τον ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ την νωθρό­τη­τα και τον προ­φυλάσσουν από την ἀ­­κηδία που αποτελεί θα­νάσιμο κίν­­­δυνο για την πνευ­­μα­τική του ζωή.

Η χαρά και οι θλίψεις αποτελούν δυο αντίθετους πόλους, που λει­τουργοῦν και ως παράγοντες δοκιμασίας του ἀν­θρώπου, ως πειρασμοί. Αυτοί πάλι δια­κρί­­νονται σε ἑ­κού­σι­ους, που γίνονται δεκτοί από τον ἄν­θρω­πο και εύκολα τους ἀκο­λουθεῖ, και σε ἀκού­σιους ή «παρά γνώμην», που δεν είναι ἐπι­θυμητοὶ από αυτόν[35][35].

Οι ακούσιοι πει­ρασμοὶ είναι συνήθως ἐπώ­δυ­­νοι και ἀπαι­τοῦν  ὑπο­μο­­νὴ για την αντιμετώπιση και απόκρουσή τους. Αὐ­τοὶ πα­ραχωροῦνται παιδα­γω­γικῶς από τον Θε­­ό, για να ἀσκή­σουν τους ἀνθρώ­πους στην ὑπο­μονή, που οδηγεί στην πνευ­ματικὴ προκοπή και τε­λεί­ω­σή τους. Ο Απόστολος Ἰά­κω­βος προ­τρέπει τους πι­στοὺς να χαί­ρο­νται, όταν τους ἐπι­σκέ­πτονται τέ­τοιοι πει­ρα­σμοί: «Πάσαν χαράν ἡγή­σα­σθε, ἀ­δελ­φοί μου, όταν πει­ρα­σμοῖς περι­πέ­ση­τε ποι­κί­λοις γι­νώ­σκο­ντες ότι το δοκί­μιον υμών της πίστε­ως κατερ­γά­ζεται υπομονήν»[36][36]. Γι’ αυτό,  όσοι ἀπρό­­­ο­πτα περι­­πέσουν σε τέ­τοιους πε­ι­­­ρα­σμούς, δεν χρειάζεται να ψάξουν να βρουν την αιτία της προελεύσεώς τους, αλλά διαπιστώσουν τον σκοπό που μπορούν να υπηρετήσουν, ώστε να τον τουςὑ­πο­­­­μείνουν με εμπιστοσύνη στην πρό­νοια του Θεού και να ὠφελη­θουν[37][37].

Η αἰ­ώνια και ασάλευτη Βασιλεία του Θεού, που πρέπει να συνιστά  το πρώτο μέλημα του πιστού[38][38],απαιτεί ἀνά­­λογη ἄ­σκη­ση και προε­τοι­μα­σία. Χρειάζεται καρτερία, ανδρεία και σπουδή, για να ἀνα­μετρηθεῖ ο ἄνθρω­πος με τους δεσμευτικούς περι­ορισμοὺς του χώ­­ρου και του χρό­νου, ώστε να αποκτήσει κάποια οἰ­κει­­­­ότητα με την αἰωνι­ό­τη­­­τα για την ὁ­ποία κλή­­θηκε.Ἡ υπομονή λειτουργεί ως ένα είδος φρο­ντιστηρίου για την προε­τοιμασία αὐ­­τήν.

Με την ὑπο­μο­νὴ αντιστέκεται ο άνθρωπος στις θλί­ψεις και τις συμ­φο­ρές, με τις οποίες είναι συνυ­φα­σμέ­νη η επίγεια ζωή. Αν είναι μικρό­ψυ­χος και ἀνυ­πό­­­­μο­νος, συνθλίβεται. Οι πειρα­σμοὶ που επισκέπτονται τον ἄν­θρω­πο ἀ­προσδόκητα και ἀνεξέ­λεγκτα είναι οδυνηροί· τον φοβί­ζουν και τον τα­ράζουν. Και αν δεν διαθέτει ανδρεία και ισχυρό σημείο στη­ρίξεως, απελπίζεται και αφανίζεται. Και σημείο στηρίξεως για τον χριστιανό είναι ο αρχηγός της πίστεώς του και νικητής όλων των συμφορών του κόσμου, ο Χριστός.

Οι εκούσιοι πειρασμοί είναι εσωτερικοί, ἔ­χουν ἡ­δο­­­νικὸ χαρα­κτήρα και πρέπει να απομακρύνονται. Στην Κυριακή προσευχή υπάρχει το αίτημα: «Μη εἰ­σε­νέγκῃς ημάς εις πει­ρα­σμόν, αλλά ρῦ­σαι ἡ­μᾶς από του πο­νη­ροῦ»[39][39]. Ποιος όμως είναι ο πει­ρα­­σμὸς αυτός; Βέ­βαια είναι κάθε εσωτερικός πει­­­­­ρα­σμός, γιατί εύκολα ὑ­πο­κύπτει σε αυτόν ο άνθρωπος. Από την συνά­φεια ὅ­μως, μέσα στην οποία δια­τυ­­πώνεται το αίτημα αυτό, φαίνεται να αναφέρεται πρωτίστως  στον πειρασμό της μη κα­ταλλαγῆς με τον πλη­­­­σί­ον. Ο πειρασμός αυτός είναι ελκυστικότερος, γιατί ικανοποιεί την φιλαυ­τία  και κολακεύει τον ναρκισσισμό του ἀν­θρώπου.

Ο πει­ρα­σμὸς της μη καταλλαγής, που γίνεται ἐ­σω­­τερικός, ακόμα και όταν έχει εξωτερική αιτία, φέρνει τον ἄν­θρωπο ἀντι­μέ­τω­πο στο έργο της κα­ταλ­λαγῆς που πραγ­μα­το­ποίησε ο Χριστός και έχει σαφώς δαι­μο­νικὴ προ­έλευση. Όποιος δηλαδή δεν συγχωρεί τους ὀ­φει­­λέ­­τες του, ακυρώνει για τον εαυτό του την καταλ­λαγή του με τον Θεό και παραμένει δούλος στον νόμο της ἁμαρ­τίας που κατέστησε στον κόσμο ο πονη­ρός[40][40].

 Οι θλίψεις γί­νονται αφορμές δοκιμασίας και ἀνα­δεί­ξεως της ἐλευ­θερίας του ανθρώπου. Μέσα στην θλίψη του θυμάται συνήθως ο ἄνθρω­πος τον Θε­­ό[41][41]. Συμβαίνει όμως και το ἀντί­θετο. Αδυνατώντας δηλαδή να συμβιβάσει την πίστη στον Θεό της αγάπης με το κακό που υπάρχει στον κόσμο συμβαίνει να οδηγείται στην απιστία. Η στάση του ανθρώπου στο θέμα αυτό διαμορφώνεται σύμφωνα με την αυτοσυνειδησία και το ταπει­νὸ ή εγωїστικό φρόνημά του.

 Ο πιστός χρι­στι­­ανὸς δέχεται με καρτερία τις θλίψεις και τους πειρα­σμούς.Ὑπομένει και δεν γογγίζει για όσα συμ­βαίνουν. Η εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού συντελεί να βλέπει μέσα στην θλίψη τον σπόρο της χαράς. Ο Ἀπό­στολος Παύλος γράφει, «χαίρω εν τοις παθή­μα­σί μου»[42][42], και «το γαρ πα­ραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ’ ὑπερ­βο­λὴν εις υπερβολήν αιώνιον βά­ρος δόξης κατερ­γά­ζεται εν ἡ­μῖν»[43][43]. Εδώ δεν πρόκει­ται για κά­ποια μα­ζο­χιστικὴ διά­θεση, αλλά για ένθεο έρωτα που μετα­μορφώνει την οδύνη σε ηδονή, την θλίψη σε χαρά.

 Ο Θεός ως Πατέρας αγαπά και παι­­δα­γω­γεῖ τα παι­διά του με προ­οπτικὴ το αιώνιο συμφέρον τους. Και επειδή η προ­ο­πτικὴ αυτή εκτείνεται πέρα από τον χώρο και τον χρό­νο, απαιτεί από τον ἄνθρω­πο ελπίδα και υπομονή. Η πε­ρι­ορισμένη μέσα στον χῶ­ρο και τον χρόνο ἀν­θρώ­πινη λο­γικὴ αδυνατεί να συλλάβει την αιώνια προοπτική. Η προετοιμασία για την αἰω­νιό­τητα μέσα στην πρόσκαιρη ζωή χωρίς ελπίδα και προσδοκία με ἐσχα­το­λο­γικὴ προοπτική  δεν είναι εφικτή.

 Ο Χριστός δεν ήρθε στον κόσμο για να τον κρίνει , αλλά για να τον σώ­σει. Και εργάστηκε την σωτηρία του κόσμου με φρι­κτὰ πάθη και σταυρικό θάνατο. Ήδη όμως η παρουσία του Χρι­στοῦ έφερε την κρίση του Θεού μέ­σα στον κόσμο[44][44], γιατί με αυτήν άρχισε να γίνεται η ένταξη των ἀνθρώ­πων στην μερίδα των σωζομένων ή των μη σωζομένων.Όσοι δοκιμά­ζονται με θλίψεις και συμφορές, που συνδέονται με την χριστιανική τους ιδιότητα, πρέπει να χαίρο­νται, για­τὶ γίνονται κοινωνοί των πα­θη­μάτων του Χριστού και προετοι­μά­ζονται από τον Θεό, για να καταστούν με την τελική φανέρωση του Χριστού[45][45] μέ­­το­­χοι αἰ­ώνιας δόξας και ανεκλάλητης χαράς.

Η ζωή του ανθρώπου έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Αρχίζει μέσα στον χρόνο και επεκτείνεται στην ατέρμονη αἰ­ωνιότητα. Η πα­ρούσα και η μέλ­λουσα ζωή συνδέονται ἄρ­ρηκτα μεταξύ τους. Αλλά ούτε κα­τὰ την πα­ρούσα ζωή τελει­οποιεῖται ο άνθρωπος ούτε κατά την μέλλου­σα, αν δεν ἀρ­­χίσει από την παρούσα[46][46]. Συνάπτοντας όμως ο άνθρωπος το ἀτε­λεύ­τη­το γίγνεσθαί του  με το «αδιαλείπτως ἔχε­σθαι της ενεργείας» του τελεί­ου Θε­οῦ[47][47], γίνε­ται κοινωνός ατελεύτητης τελειότητας και πλατύνεται σε ἄ­ναρ­­χο και πα­γκό­σμιο πρόσω­πο.-Ἐνερ­γοποιεῖ την θεοειδή υπόστασή του «για να φθάσει τις ὑπερ­κόσμιες διαστάσεις ακολουθώντας τον Χρι­στό, ο οποίος νίκησε τον κόσμο»[48][48].Έτσι κατανοείται και η ορθόδοξη ἀν­­θρω­πο­λογία σύμ­φω­να με την οποία ο θεούμενος άνθρωπος γίνεται ἄνα­ρ­­­χος, παγκό­σμιος, καθο­λικός.

[1][1]. Ψαλμ. 54, 7.

[2][2]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 4,42, PG 90,1324B. Βλ. ἀναλυτι­κό­τε­ρα το  βιβλίο του Αρχιμ. Ευσεβίου, Ηδονή – οδύνη. Ο διπλός καρπός της αισθήσεως, εκδ. «Ακρίτας», Αθήνα 1990.

[3][3]. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 68, Περί φυλακής καρδίας και θεωρίας λεπτοτέρας,  έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου Ἰσα­ὰκ του Σύρου,Τὰ εὑρε­θέ­­ντα ασκητικά, Αθήναι 1895, σ. 270.

[4][4]. Χαιρετισμοί Θεοτόκου , Ξ.

[5][5]. Βλ. Ιω. 14,6· 16,33.

[6][6]. Β’Κορ. 5,19.

[7][7]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 2,55, PG90,1240D- 41A.

[8][8]. Ματθ. 3,2· 4,17.

[9][9]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, τόμ. Β΄, σ. 78, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας 2013.

[10][10]. Βλ. Ματθ. 11,29-30.

[11][11]. Ιω. 16,33.

[12][12]. Ιω. 16,22.

[13][13]. Βλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 7,38, PG 88,808CD.

[14][14]. Ματθ. 5, 29.

[15][15]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 175-6.

[16][16]. «Η των αγίων υπομονή, την πονηράν δύναμιν προσβάλλουσαν, δαπανά· ως πεί­­θουσα τοις υπέρ αληθείας εγκαλλωπίζεσθαι πόνοις τους αυτής διακόνους, και πλέον εμπλατύνεσθαι διδάσκουσα τοις παθήμασιν, ή ταις ανέσεσιν, οι της εν σαρκί ζωής άγαν φροντίζοντες, υπόθεσιν αυτοίς υπερβαλλούσης κατά πνεῡμα δυνάμεως ποιουμένη , την κα­τὰ φύσιν της σαρκός περί το πάσχειν ασθένειαν». Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διά­­­­­φορα 4,93, PG 90,1315ΑΒ.

[17][17]. Βλ. Γεν. 2,15.

[18][18]. Ιω. 5,17.

[19][19]. Βλ.Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 56, Περί του ότι ο Θεός συμφερόντως συνεχώρησε την ψυ­χὴν δεκτικήν είναι των παθών, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Οσίου Ισαάκ του Σύρου, τα ευρεθέντα ἀσκη­­­τικά, Αθήναι 1895, σ. 229.

[20][20].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπιθυ­μεῖν ,ὅ.π., σ.159.

[21][21].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 37, Περί των έγγιστα του Θεού ζώντων, ὅ.π., σ. 160.

[22][22]. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ωφέλημα,Φιλοκαλία, τόμ. 4, σ. 78.

[23][23]. Βλ. Γαλ. 5,22.

[24][24]. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπι­θυ­μεῖν ή ἐπιζη­τεῖν σημεία, ὅ.π., σ. 159.

[25][25]. Κολ.1,24.

[26][26]. Φιλιπ. 4,13.

[27][27]. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζοντων 2,1,30, έκδ. Π. Χρήστου, Γρη­γο-ρίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 491.

[28][28]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 68, Περί φυλακής καρδίας,ὅ.π., σ. 269.

[29][29]. Βλ. Ψαλμ. 4,1. Πρβλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 37, Περί των έγγιστα του Θεού ζώντων, ὅ.π., σ. 161.

[30][30]. Βλ. Γαλ. 5,22.

[31][31]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προ­δρό­­μου, Έσσεξ Αγγλίας 52004, σ. 217- 8.

[32][32]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 132.

[33][33]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, Περί του μη δείν χωρίς ανάγκης ἐπι­θυ­μεῖν ή ἐπιζη­τεῖν σημεία, ὅ.π., σ. 159.

[34][34]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 71, Περί εκείνων δι’ ων κτήσασθαί  τις δύναται την ἀλλοί­ωσιν, ὅ.π., σ. 278.

[35][35]. Πρβλ.Αρχιμ. Ευσεβίου, Ηδονή -οδύνη. Ο διπλός καρπός της αισθήσεως, Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 1990, σ. 204 κ.ἑ.

[36][36]. Ιακ. 1,2-3. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 58, PG 90,593BC.

[37][37]. Bλ. Μαξίμου Ομολογητού,Kεφάλαα περί αγάπης 2,42, PG 90,1000A.

[38][38]. Βλ. Ματθ. 6,33· Λουκ. 12,31.

[39][39]. Ματθ. 6,13. Λουκ. 11,4.

[40][40]. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Εις την προσευχήν του Πάτερ ημών,PG90, 904ΒC.

[41][41]. Βλ. Ησ. 26,16.

[42][42]. Κολ. 1,24.

[43][43]. Β’Κορ. 4,17.

[44][44]. Βλ. Ιω. 12,31· 12,47.

[45][45]. Βλ. Κολ. 3,4. Πρβλ. Α’Πέτρ. 1,8· 4,12-3.

[46][46]. Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 1, PG 150,493B.

[47][47]. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,1,30, έκδ. Π. Χρήστου, Γρη­γορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 491.

[48][48]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 114. Πρβλ. Ιω. 16,3.