Παραινέσεις για θεία ευδοκίμηση

31 Ιουλίου 2023

Την μνήμη δύο αξίων τέκνων και κοινωνικών διακόνων της, του Ευδοκίμου και του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, τιμάει η Εκκλησία μας στις 31 Ιουλίου.

Και οι δύο ανεδείχθησαν σε υψηλά πολιτικά αξιώματα, αλλά δεν διεφθάρησαν από την δόξα και τις τιμές, αντιθέτως διεκόνησαν με σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο Απολυτίκιο του Αγίου Ευδοκίμου: «…συ γαρ εν σωφροσύνη και σεμνή πολιτεία, μάκαρ, επολιτεύσω.»

Περισσότερο γνωστός είναι «ο ευσχήμων βουλευτής», ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίος, ο οποίος «τολμήσας εισήθλε» στον Πιλάτο, ζήτησε και έλαβε το νεκρό σώμα του Κυρίου μας, για να του αποδώση τις «αρμόδιες» τιμές. Αδιαφόρησε, τελικά, για την υπόληψή του ο Ιωσήφ και διεκινδύνευσε την θέση του, αποκαλύφθηκε αυτός ο μέχρι τότε κρυφός, όπως και ο Νικόδημος, μαθητής του Κυρίου, παρά τον γενικό «φόβο των Ιουδαίων». Προέταξε, δηλαδή, την αγάπη του στον Παθόντα και Ταφέντα Κύριό Του, που, φαίνεται, ήταν τόσο μεγάλη και δυνατή, ώστε «να βάλλη έξω τον φόβον» (Α’ Ιωάν., δ’ 18).

Από την ίδια αγάπη για το πρόσωπο του Κυρίου κινήθηκε και ο λιγότερο γνωστός στους πολλούς, Ευδόκιμος, τέκνο της καππαδοκικής γης, η οποία προσέφερε πλουσίους και ευδόκιμους μαρτυρικούς καρπούς στην Εκκλησία. Οι ευσεβείς γονείς του τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τα ευαγγελικά διδάγματα και έτσι ο νεαρός ξεχώρισε σύντομα και για την ακεραιότητα του ήθους του και για την συνετή του πολιτεία. Εκτιμώντας τα προσόντα του αυτά ο τότε αυτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842 μ.Χ.) τον διώρισε αρχικά στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας και αργότερα «όλης της γης των Ρωμαίων», όπως αναφέρει το Συναξάρι του. Ο νεαρός Ευδόκιμος, πιστός στις αρχές του, δεν χρησιμοποίησε το αξίωμά του ως μέσο για να πλουτίση, να αποκτήση δόξα η άλλες απολαύσεις αλλά άσκησε την διοίκηση με τιμιότητα, δικαιοσύνη, ευεργετώντας, παράλληλα, τους εμπερίστατους αδελφούς του. Ο αγαθός Θεός τον κάλεσε γρήγορα κοντά του, σε ηλικία μόλις 33 ετών, για να προγεύεται και τα ουράνια αγαθά της αιωνίου Του Βασιλείας.

Τα παραδείγματα των δύο αυτών δικαίων κοινωνικών διακόνων μπορούν να τα ακολουθήσουν κάλλιστα και πολλοί σημερινοί νέοι, που επιθυμούν να καταλάβουν ανώτερες θέσεις. Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του προς τους μαθητές του, Τιμόθεο και Τίτο, παραθέτει τα προσόντα των υπηρετούντων το έργο της Εκκλησίας (πρβ. κυρίως Α’ Τιμ., κεφ. 3, Β’ Τιμ., κεφ. 2, Τιτ., κεφ. 2). Μα θα μου πήτε ο Ευδόκιμος, που ήταν στρατοπεδάρχης, η ο Ιωσήφ ο βουλευτής ή οι νέοι που αναδεικνύονται σε αντίστοιχα αξιώματα είναι εκκλησιαστικοί διάκονοι; Ασφαλώς, με την πραγματική έννοια της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, που τα μέλη της συναποτελούν το ενιαίο αυτό σώμα, που έχει κεφαλή τον Χριστό (Α’ Κορ., ιβ’ 12-27).

Εξ άλλου και στις Πράξεις των Αποστόλων το έργο των διακόνων εντάσσεται στο ευρύτερο πνευματικό και μορφωτικό έργο της Εκκλησίας. Άλλωστε «οι διάκονοι των τραπεζών», που εξελέγησαν, για να βοηθούν τους Αποστόλους στο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, ώστε εκείνοι να προλαβαίνουν να διακονούν τους πιστούς «τη προσευχή και τη διακονία του λόγου» (Πραξ., στ’ 1-7), στις πνευματικές δηλ. και μορφωτικές των ανάγκες, δεν ήταν αποκλειστικά κοινωνικοί εργάτες αλλά συχνά, όταν παρίστατο χρεία, βοηθούσαν τους Αποστόλους και στο μορφωτικό των έργο. Μεγαλύτερη απόδειξη τούτου αποτελεί η περίπτωση του αρχιδιακόνου Στεφάνου, που με το φλογερό του κήρυγμα στιγμάτισε την υποκρισία των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα να τον φονεύσουν (Πραξ., ζ’ 1-60).

Ακούμε, κάποιες φορές και από στόματα ιερωμένων, να αποκαλούν την κοινωνική διακονία δευτερεύον έργο της Εκκλησίας και να θεωρούν πρωτεύουσες την πνευματική και λιγότερο, δυστυχώς, την μορφωτική της αποστολή. Η μαρτυρία, όμως, της πρώτης Εκκλησίας είναι διαφορετική: δεν αναγνωρίζει πρωτεύουσες και δευτερεύουσες διακονίες, όλες είναι ισοδύναμες και συμβοητικές του έργου της ενιαίας Εκκλησίας, που για λόγους οικονομίας και μόνον διακρίνεται στις επιμέρους αναφερόμενες αποστολές.

Εάν οι πνευματικοί και κοινωνικοί μας διάκονοι (αυτοί που αποκαλούμε πολιτικούς) γνώριζαν ότι η αποστολή των είναι να υπηρετούν το έργο της εκκλησιαστικής –ναί, εκκλησιαστικής, με την έννοια του ενός σώματος -πολιτείας, και ότι η αποστολή των είναι να διακονούν και όχι να άρχουν, όπως τονίζει ο ίδιος ο Κύριος, τότε, ποιος ξέρει; Ίσως πολλοί από αυτούς να ήταν περισσότερο χρηστοί στην άσκηση του έργου των η τουλάχιστον να πρόσεχαν και να μην προκαλούσαν τον λαό που τους εμπιστεύτηκε για διακονία ο Κύριος με την αρχομανή, φιλοχρήματη η και φιλήδονη συμπεριφορά των, που τους καθιστά ουσιαστικά εκτός Εκκλησίας.

Ας ευχώμαστε, λοιπόν, και ας προσευχώμαστε, με όλη την δύναμη της ψυχής μας, ο Θεός της αγάπης να φωτίση και να ελεήση τους παραστρατημένους διακόνους Του και να τους οδηγήση γρήγορα στην μετάνοια, για το δικό των και το δικό μας καλό. Από την άλλη, ας τον παρακαλούμε, επίσης, θερμώς να χαρίζη στην Εκκλησία Του γνησίους εκκλησιαστικούς διακόνους, σαν τον Ευδόκιμο και τον Ιωσήφ, να την υπηρετούν «ευσεβώς, σωφρόνως και δικαίως» (Τιτ., β’ 12), προς δόξα Θεού και προς όφελος της σωτηρίας όλων των ανθρώπων. Αμήν. Γένοιτο