Εγώ θαυμάζω εκείνους που βλέπουν τους εχθρούς τους να ευημερούν και επαινούν και προσεύχονται γι’ αυτούς!
12 Αυγούστου 2023(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
11. Στον Σχολαστικό Θεόδωρο
Στη ρήση· «Εάν πεινά ο εχθρός σου, δίνε του να φάει».
Αγνοείς, όπως φαίνεται, ότι η νέα διδασκαλία [ο λόγος του Χριστού, η Καινή Διαθήκη] είναι ανώτερη από την παλιά προτροπή που είχε υπαγορευθεί σαν σε νήπια.
Γιατί αυτό που θαυμάζεται από σένα, «αν πείνα ο εχθρός σου δίνε του να φάει, και αν διψά, δίνε του να πιει», δεν είναι πολύ μεγάλο και μεγαλόψυχο, αλλ’ είναι έργο ευχής.
Γιατί το να πέσει εκείνος σε τόσο μεγάλη ανάγκη, ώστε να χρειάζεται να ελεηθεί και από τον εχθρό του, εγώ τουλάχιστον νομίζω πως είναι βαρύτερο και φοβερότερο από κάθε συμφορά και τιμωρία.
Έτσι λοιπόν οι περισσότεροι αυτό το θεώρησαν ως τον πιο μεγάλο όρκο, λέγοντας· Είθε να μη λάβω από τους εχθρούς μου βοήθεια.
Εφόσον λοιπόν σ’ αυτούς που το κάνουν γίνεται σαν ευχή, ενώ σ’ εκείνους που το δέχονται γίνεται σαν τιμωρία, γιατί το θαυμάζεις, και μάλιστα όταν η ευεργεσία δεν είναι απλή, αλλά προκαλεί μεγαλύτερη τιμωρία.
Γιατί λέγει, «κάνοντας αυτό, θα συσσωρεύσει αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του».
Παν λοιπόν αυτό καθ’ εαυτό το πράγμα γίνεται υπό μορφήν τιμωρίας, και η αίτια για την οποία γίνεται, γίνεται αιτία άλλης τιμωρίας.
Γιατί αυτούς που λένε, «Θα θερμάνεις το ηγεμονικό του και θα τον κάνεις να ανανήψει», δεν πρέπει να τους προσέχεις πολύ, γιατί αλλιώς δεν θα πρόσθετε την ανάγκη της πείνας,
αλλά θα πρόσταζε να χρησιμοποιείται σε κάθε ευκαιρία καλώς.
Εγώ βέβαια δεν θαυμάζω αυτούς που κάνουν αυτό, αλλά εκείνους που βλέπουν τους εχθρούς να ευημερούν, και όχι μόνο αυτούς που υποφέρουν, αλλά και επαινούν και προσεύχονται γι’ αυτούς, όπως προστάζει η νέα διδασκαλία, λέγοντας· «Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και να προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας διώκουν».
Από τον τόμο Ισιδώρου Πηλουσιώτου, «Άπαντα τα έργα 4, Επιστολές, βιβλίον δ’, (Επιστολές Α’-ΣΑ), του εκδοτικού οίκου Ελευθερίου Μερετάκη, «Το Βυζάντιον» Θεσσαλονίκη 2000. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτη Παπαευαγγέλου δρ. Θεολογίας.