Γιώργος Κόρδης, Περί ύφους στην Βυζαντινή ζωγραφική και μια μικρή εξομολόγηση
17 Αυγούστου 2023Παλιά στα χρόνια των Κομνηνών βασιλιάδων στο Βυζάντιο οι ζωγράφοι ζωγράφιζαν πιο επίπεδα με λιγότερους όγκους και στηρίζανε πολλά στην γραμμή, η οποία απέδιδε με τους ελιγμούς της και τις ωραίες σχέσεις της την πλαστικότητα που χρειάζεται η εικόνα για να λειτουργήσει ως προς την κοινότητα.
Μετά, στα χρόνια των Παλαιολόγων βασιλιάδων, η ζωγραφική έγινε πιο «αληθοφανής» χωρίς ποτέ όμως να γίνει μιμητική της φαινομενικής πραγματικότητας διολισθαίνοντας προς τον νατουραλισμό που είχε τότε αρχίσει να εμφανίζεται στη Δύση.
Η ζωγραφική απέκτησε περισσότερη πλαστικότητα και όγκο χωρίς όμως ποτέ η γραμμή να χάσει τον καθοριστικό ρόλος της και χωρίς ποτέ να πάψει ο ρυθμός να είναι το μεγάλο ζητούμενο, η ποθούμενη ποιότητα που δίνει στην εικόνα την εκκλησιολογική της λειτουργία.
Αργότερα στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Πόλης και με την αυξανόμενη επίδραση των αισθητικών ιδεωδών της Αναγεννήσεως, η ζωγραφική των εικόνων έγινε περισσότερο ατμοσφαιρική διατηρώντας πάντως την πλαστικότητα που είχε και την περίοδο των Παλαιολόγων. Τώρα όμως η πλαστικότητα πραγματωνόταν περισσότερο με τεχνικές που φέρνανε προς στο δυτικό Chiarroscuro, στην φωτοσκίαση, και στηριζόταν κυρίως στην αντίστιξη φωτεινών και σκούρων χρωμάτων και όχι τόσο στην χρωματική αντίστιξη θερμών και ψυχρών.
Και έτσι πορευόταν η τέχνη των εικόνων διαρκώς μεταβαλλόμενη, εμπλουτίζοντας συνεχώς την ποικιλία του ύφους της, ακολουθώντας τις γενικότερες κατακτήσεις της τέχνης της ζωγραφικής όλων των εποχών, από την οποία πάντα δανειζόταν με διάκριση στοιχεία που εξυπηρετούσαν την λειτουργία της ως προς την εκκλησιαστική κοινότητα.
Προσωπικά με γοήτευε ανέκαθεν η τέχνη της περιόδου των Κομνηνών με την λιτή πλαστικότητα και την περίτεχνη ρυθμική αγωγή της γραμμής. Μου άρεσε όμως πολύ και η χρωματική ατμόσφαιρα τη τέχνης της πρώιμης Αναγέννησης με το βαθύ χρώμα που το έδινε η υποζωγράφιση. Κι ακόμα με γοήτευαν πολύ οι λαϊκές ζωγραφιές με την αφελότητα των λύσεων τους και την απλότητα τους.
Έτσι σιγά σιγά άρχισα να οδεύω προς ένα ύφος που χωρίς να χάνει την πλαστικότητα του στηριζόταν σε μια άδηλη, κρυφή πλαστικότητα που την δίνει η ποιότητα της γραμμής και οι μυστικές, τρυφερές σχέσεις που παράγονται επάνω στην ζωγραφική επιφάνεια από την συμπλοκή γραμμών τε και χρωμάτων.
Πέρασα μια περίοδο θητείας στην υποζωγράφιση κατά την οποία έφτιαξα έργα με σχετικά σκούρα χρώματα και σχετικό «βάρος» που οφειλόταν στις δυνατές αντιστίξεις. Ύστερα όμως θέλησα να ελαφρύνω την ζωγραφική μου κινούμενος περισσότερο προς το φως. Φως εκ φωτός. Αυτός ήταν ο στόχος.
Εκκινούσα από σχετικά φωτεινούς προπλασμούς απλωμένους επάνω σε χαλαρή υποζωγράφιση θερμής ώχρας κι ύστερα έπλαθα με χαμηλά ημιδιάφανα φωτίσματα. Στόχος ήταν, και είναι ακόμη, να ελαφρύνει η ζωγραφική από το βάρος των όγκων και να γίνει περισσότερο φως όπως ταιριάζει στα πνευματικά όντα που εικονίζονται.
Η περιπέτεια του ύφους θα συνεχίζεται για όλους του εικονογράφους όλων των εποχών, όπως και γιά όλους του ζωγράφους του κόσμου όσο η ανθρώπινη ψυχή θα ζητά να εκφραστεί συνταιριάζοντας την λειτουργία μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα με την προσωπική έκφραση, η οποία ποτέ δεν πρέπει να είναι τόση και τέτοια που να καταργεί την δομή της ζωγραφικής και την έκφραση του εκκλησιαστικού ήθους.
Ευχής έργον θα ήταν την προσπάθεια και τον αγώνα των ζωγράφων να την ακολουθήσει και το εκκλησιαστικό σώμα, όπως ευτυχώς ανέκαθεν συνέβαινε στο παρελθόν, το οποίο δυστυχώς στις μέρες μας μοιάζει να κοιτάζει σταθερά προς το παρελθόν γοητευμένο από τις μουσειακές παλιές εικόνες αγνοώντας, λίγο ως πολύ, την σύγχρονη εικονογραφική δημιουργία που προσπαθεί να «ψελλίσει», πατώντας στα χνάρια των παλαιών μαϊστόρων, λόγο εκκλησιαστικά προσωπικό.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)