H Μονή του οσίου Νικάνορα της Ζάβορδας: το θεοσκέπαστο φρούριο της Μακεδονίας!

8 Αυγούστου 2023

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=379164

 

Ω! Καλότυχες οι γλώσσες που μπορούνε να πούνε στα σημερινά χρόνια μαζί με τον Δαυίδ: «Αγαθόν μοι, Κύριε, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν ίδω τα θαυμάσιά σου. Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου, του μη ιδείν ματαιότητας, εν τω μνησθήναι με των αγαπητών μου. Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων ότι εισί μάταιοι. Μακάριος άνθρωπος, ον αν παιδεύσης, Κύριε, του πραΰναι αυτόν αφ’ ημερών πονηρών. Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος».

Το μοναστήρι της Ζάμπορδας, που ίδρυσε ο άγιος Νικάνορας, είναι χτισμένο απάνω σ’ ένα μικρό κι’ απόγκρεμνο βουνό που το λέγανε Όρος του Καλλιστράτου, ένα βουνόπουλο μυτερό, κολλημένο απάνω στο μεγάλο βουνό που το λένε Βέρμιο. Τ’ όνομά του το πήρε από ένα χωριό Ζάμπορδα που βρισκότανε άλλη φορά εκεί κοντά, μα που τώρα δεν υπάρχει.

Από τα Γρεβενά κι’ από τη Σιάτιστα είναι μακριά ως δέκα ώρες με το μουλάρι, κι’ ως δώδεκα από την Κοζάνη. Βρίσκεται αποκάτω από το βουνό Βουνάσα, απάνω στο στρίψιμο που κάνει ο ποταμός Αλιάκμονας, τραβώντας κατά τα Σέρβια, σε μια ώρα απόσταση από το χωριό Ελάτη. Το Καλλίστρατο είναι χωρισμένο από τη Βουνάσα με μια στενή κι’ άγρια κλεισούρα, και κει μέσα τρέχει ο ποταμός.

Το βουνό είναι δασωμένο. Το μοναστήρι είναι χτισμένο απάνω στην κορφή του, κι’ ασπρίζει από μακριά σαν κάστρο. Η τοποθεσία του έχει πολλή μεγαλοπρέπεια κι’ αγιοσύνη.

Σαν ανεβή κανένας απάνω, βλέπει πως το βουνό είναι χερσόνησο, κομμένο από τα γύρωθε βουνά, γιατί από τις τρεις μεριές το περιζώνει ο ποταμός, παρεχτός από το βορειοανατολικό μέρος που απομένει μοναχά ένα στενό μπάσιμο. Από κεί πιάνει ένα καλντερίμι π’ ανεβαίνει ως την εξώπορτα του μοναστηριού. Το μοναστήρι είναι καστρογυρισμένο, με μπεντένια και με ζεματίστρες, γιατί σε κείνον τον καιρό οι ληστές ήτανε πολλοί, και το μέρος έρημο κι’ άγριο, αφού και τώρα είναι τέτοιο. Κι’ αληθινά, τα γύρω χωριά χαλαστήκανε όλα από τους Τουρκαρβανίτες και φαίνουνται ακόμα τα θεμέλια κ’ οι σωριασμένες πέτρες, και μοναχά το μοναστήρι σώζεται, παραπάνω από πεντακόσια χρόνια.

Κάτω, κοντά στο λαιμό, βρίσκεται σαν ένα μοναστηράκι, με κελλιά και με την εκκλησιά του Αγίου Δημητρίου, και το λένε «Γυναικείο», όχι γιατί έχει μέσα καλογρηές, αλλά γιατί εκεί κάθουνται οι γυναίκες που πάνε για προσκύνημα και κει εκκλησιάζονται, επειδή είναι απαγορευμένο να ανεβαίνουνε γυναίκες στο μοναστήρι, κατά τη διαθήκη του αγίου.

Σαν έμπη κανένας στην αυλή του μοναστηριού από τη χαμηλή πόρτα, πούναι καπλαντισμένη με λαμαρίνες, βρίσκεται σ’ έναν αυλόγυρο πούναι στρωμένος με ποταμολίθαρα. Στη μέση είναι χτισμένη η εκκλησιά, και γύρω της τα κελλιά.

Η εκκλησιά είναι με τρούλλο, κ’ είναι απέξω πλουμισμένη με κεραμίδια. Μπαίνοντας στο νάρθηκα, βλέπουμε πως είναι ζωγραφισμένος με τα θαύματα του Αγίου από ένα ζωγράφο από τη Σέλιτσα, στα 1835, στο ύφος που είχανε οι Σαμαρινιώτες κ’ οι Καλλαρυτινοί αγιογράφοι. Στο προσκυνητάρι βρίσκεται η εικόνα του αγίου Νικάνορα.

Από το νάρθηκα μπαίνει κανένας στο καθολικό, πούναι σκοτεινό και καπνισμένο, και μοσκοβολά από το κερί, από το λάδι κι’ από το λιβάνι. Το τέμπλο είναι από σκαλισμένο ξύλο χρυσωμένο, με δυο-τρία καντήλια αναμμένα.

Οι τοιχογραφίες είναι μαύρες από την πολυκαιρία κι’ από τον καπνό. Τ’ αναλόγια και τα προσκυνητάρια είναι πλουμισμένα με φίλντισι. Μέσα στο άγιο Βήμα είναι φυλαγμένη η εικόνα της Μεταμορφώσεως, που είχε βρη ο Άγιος, καθώς και τα λείψανά του μέσα σε ασημένιες λειψανοθήκες.

Δίπλα στο νάρθηκα βρίσκεται το παρεκκλήσι του τιμίου Προδρόμου, και κει είναι ο τάφος του Αγίου.

Η Τράπεζα του μοναστηριού σώζεται ακόμα, κ’ είναι αγιογραφημένη με καλή αγιογραφία. Δίπλα της είναι το μαγειρείο με το μεγάλο τζάκι, που ανάβανε φωτιά οι πατέρες για να ζεσταθούνε το χειμώνα, που κάνει πολύ κρύο σ’ αυτά τα βουνά. Αυτά στέκουνται όπως ήτανε στον καιρό που χτίσθηκε η μονή από τον Άγιο.

Σήμερα αυτό το σεβάσμιο μοναστήρι βρίσκεται σε κακή κατάσταση, λησμονημένο και μισορεπιασμένο. Έχει όλους-όλους τρεις καλόγερους μαζί με δυο-τρεις παραγυιούς.

Έχει και πέντε εξωκλήσια. Το πιο αξιοπρόσεχτο είναι το κοιμητήρι, στόνομα των Ταξιαρχών, κατάγραφο από αγιογραφίες «διά χειρός Γεωργίου Ζωγράφου και υιού αυτού Εμμανουήλ εκ Σελίτζης. 1835, Ιουνίου 14».

Στη μεριά του βουνού που κοιτάζει κατά το βασίλεμα του ήλιου, απάνω από το ποτάμι, βρίσκεται μία σπηλιά, σε μια θέση πολύ απόγκρεμνη, κρεμάμενη απάνω από την άβυσσο. Αυτό είναι το ασκητήριο που ασκήτεψε επί δεκαέξι χρόνια ο άγιος Νικάνορας.

Εκεί απάνω είναι χτισμένο ένα μικρό μοναστηράκι, με την εκκλησιά του αγίου Γεωργίου και με δυό κελλιά, τόνα πάνω από τ’ άλλο, σαν περιστεριώνας.

Απορεί άνθρωπος και τρομάζει πως ανέβαινε εκεί απάνω ο άφοβος ασκητής! Και πως δουλέψανε κρεμάμενοι στον αγέρα οι μαστόροι που χτίσανε την εκκλησιά και τα κελλιά!

Στ’ ασκηταριό κουβαλούσανε οι πατέρες τα κειμήλια της μονής για να τα φυλάξουνε, όποτε κιντυνεύανε, ακροπατώντας ξυπόλητοι στα σπασίματα του βράχου κ’ έχοντας τους τορβάδες κρεμασμένους στο λαιμό τους.

Το μοναστήρι του αγίου Νικάνορα ήτανε ξακουσμένο σε κείνα τα χρόνια. Η τάξη του ήτανε πολύ αυστηρή. Σώζεται ακόμα ένα μπουντρούμι που κατεβάζανε τους τιμωρημένους καλόγερους.

Με σκληραγωγία κ’ υπακοή ζούσανε όχι μοναχά οι πατέρες, αλλά κ’ οι νέοι παπάδες που χειροτονούσε ο μητροπολίτης Γρεβενών, γιατί στο μοναστήρι μαθαίνανε την τάξη της εκκλησίας. Εκεί μαθαίνανε και την ψαλτική, και βγαίνανε ψάλτες που ήτανε σοφοί στην τέχνη τους.

Παρεκτός απ’ αυτά, το μοναστήρι βοηθούσε όλη κείνη την περιφέρεια σε κάθε ανάγκη που είχανε οι σκλαβωμένοι, όπως έγραψα παραμπροστά. Και κατά πόσο ήτανε φημισμένο, φαίνεται από έναν κώδικά του πούχει γραμμένους δωρητές Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Αρβανίτες, Θεσσαλούς, Ρουμελιώτες, Σαλονικιούς, Θρακιώτες, Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Φιλιππουπολίτες, Εφτανησιώτες, Έλληνες της Ρουμανίας και της Σερβίας.

Το μοναστήρι της Ζάμπορδας στάθηκε ακατάλυτος πύργος, τείχος και εδραίωμα της Ορθοδοξίας καταπάνω στους μωχαμετάνους. Αν δεν υπήρχε αυτό το θεοσκέπαστο φρούριο, θα τούρκευε όλη η Μακεδονία.

Κατά το μακεδονικόν αγώνα η Ζάμπορδα ξακούστηκε πάλι σαν κιβωτός της ελευθερίας καταπάνω στους τυράννους. Εκεί βρίσκανε καταφύγιο οι Έλληνες οπλαρχηγοί, προπάντων ο καπετάν Βρόντας η Βασίλης Παπάς.

Άλλη φορά αυτό το μοναστήρι είχε πολλά κειμήλια, αρχαία εικονίσματα, σταυρούς, εξαφτέρουγα, δισκοπότηρα, άμφια, ένα χρυσοκέντητον επιτάφιο και πολλά βιβλία. Λένε πως είχε διακόσους κώδικες σε περγαμηνή, κι’ ένα χειρόγραφό του ιστορικού Φραντζή, καθώς κι’ ένα ειλητάριο τυλιγμένο σε αδράχτι, γραμμένο από τον ίδιο τον άγιο Νικάνορα, που ήτανε μακρύ δέκα μέτρα, με τις λειτουργίες του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και των Προηγιασμένων.

Τα περισσότερα φαίνεται πως χαθήκανε, κι’ απομείνανε μοναχά εικόνες που δεν είναι πολύ παληές κι’ ως χίλια βιβλία τυπωμένα, μαζί με λίγα χειρόγραφα σε χαρτί.

Μιάμιση ώρα από τη Ζάμπορδα, βρίσκεται το μοναστηράκι της Παλιοπαναγιάς του Τουρνικίου. Είναι χτισμένο στην ακροποταμιά, κι’ αποπάνω του στέκεται η περήφανη Βουνάσα. Το μέρος είναι δασωμένο κ’ έμορφο.

Η εκκλησιά είναι πολύ παλιά, από τα βυζαντινά χρόνια, κ’ έχει δυό πατώματα. Η κάτω εκκλησιά βρίσκεται μέσα στη γη, κ’ είναι ζωγραφισμένη «διά χειρός του ταπεινού αγιογράφου Πάνου εξ Ιωαννίνων. 1730». Η απάνω εκκλησιά έχει παλαιότερες αγιογραφίες.

Κλαίγει η ψυχή σου βλέποντας αυτά τα σεβάσμια κι’ αγιασμένα χτίρια ρημαγμένα, παρατημένα στην αλησμονιά, ασυμπόνετα, δίχως αγάπη.

«Τις δώσει οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων, και κλαύσομαι τον λαόν τούτον;»

Η μνήμη του αγίου Νικάνορα τιμάται στις 7 Αυγούστου και πανηγυρίζει η Ιερά Μονή του.

 

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Ασάλευτο θεμέλιο» των εκδόσεων Ακρίτας.