Η εσχατολογική θεώρηση στη σύγχρονη κοινωνία
18 Αυγούστου 2023Η χριστιανική ζωή, γράφει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «θεμελιώνεται στην παρούσα ζωή και αρχίζει από εδώ, ὁλοκληρώνεται όμως στην μέλλουσα, όταν φθάσουμε σε εκείνη την ημέρα. Αλλά ούτε η παρούσα ζωή μπορεί να την τελειοποιήσει στις ψυχές των ανθρώπων ούτε η μέλλουσα, αν δεν αρχίσει από εδώ»[1]. Την αρμονική αλλά και μεγαλειώδη σύνθεση παρούσας και μέλλουσας ζωής, χρόνου και αἰωνιότητας εκφράζει το απλό και συχνά επαναλαμβανόμενο «νυν και αεί» της Εκκλησίας.
Το «νυν» της Εκκλησίας βιώνεται μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Ο χριστιανός ζει μέσα στην ιστορία όλη την πρόσκαιρη πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως ανήκει και στο «αεί» της Εκκλησίας. Μετέχει στην ἀσάλευτη αιωνιότητα. Έτσι βρίσκεται ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα, «στο πρόσκαιρο και στο αἰώνιο». Ζει στο πρόσκαιρο επίπεδο, αλλά προσβλέπει στο αιώνιο. Τα επίπεδα αυτά διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, αλλά και περιχωροῦν το ένα στο άλλο.
Ο χριστιανός προσηλώνεται στην Βασιλεία του Θεού, αλλά δεν είναι αιθεροβάμων. Δεν αρνείται την πρόσκαιρη πραγματικότητα. Αντιθέτως μάλιστα βλέπει την τεράστια σπουδαιότητά της για την αιώνια καταξίωσή του. Γνωρίζει ότι η κάθε στιγμή της είναι πολύτιμη και ότι τίποτε που συμβαίνει σε αυτήν δεν θα χαθεί στο επίπεδο της αἰωνιότητας[2].
Ο Χριστιανισμός βιώνεται στην καθημερινή ζωή του κόσμου με ἐσχατολογικὴ προοπτική. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια σχέση του με πρακτική μεθοδολογία, αλλά ὑπαγορεύεται από την ὀντολογικὴ ετερότητά του. Οι εντολές του Θεού που καλοῦνται να τηρούν οι χριστιανοί προσιδιάζουν στην ένθεη ζωή. Η ζωή όμως αυτή υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και δεν μπορεί να βιωθεί μέσα στον κόσμο με ανθρώπινες μόνο δυνάμεις. Το πνεῦμα του κόσμου ἐπηρεάζει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να ζήσει με υπερκόσμια καθαρότητα. Αλλά και η προσωπική αδυναμία του κάθε ἀνθρώπου αποτελεί σοβαρότατο εμπόδιο.
Η παρούσα ζωή δεν αποτελεί για τον χριστιανό τελικό στάδιο ζωής, αλλά στάδιο προετοιμασίας για την μέλλουσα ζωή, που ἀρχίζει ήδη από την παρούσα. Τα ἔσχατα κυοφοροῦνται μέσα στο παρόν. Αυτό σημαίνει ότι και η αναφορά στα ἔσχατα, η εσχατολογία, πρέπει να αρχίζει από το παρόν. Ἐσχατολογία είναι η πρόσληψη του εσχάτου μέσα στο παρόν, στο ἑκάστοτε εδώ και τώρα. Η χριστιανικὴ ζωή προετοιμάζει τους ανθρώπους «προς τον εξ αναστάσεως βίον»[3].Και η προετοιμασία αυτή γίνεται με ἔντονο και μακροχρόνιο ἀγώνα μετανοίας και προσευχής[4].
Η αυτονόμηση και αντικειμενοποίηση της εσχατολογίας ἀλλοτριώνει το αὐθεντικὸ πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας και ζωής. Το Εὐαγγέλιο δεν αποτελεί ηθική ή μεταφυσική θεωρία, αλλά επαναστατικό κήρυγμα ζωής με εκρηκτικό περιεχόμενο. Όταν το εσχατολογικό πνεύμα αποσπάται από το κήρυγμα του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας και συρρικνώνονται τα εσχατολογικά σημαίνοντά του σε αυτοτελείς προφητεῖες και ἠθικοδιδασκαλίες, χάνεται το πραγματικό νόημά τους.
Ο Χριστός δεν είναι ο διδάσκαλος ή ο προφήτης που ἐξαγγέλλει τα μέλλοντα[5], αλλά το πλήρωμα των προφητών και η φανέρωση των μελλόντων. Είναι ο Θεός Λόγος, που σαρκώθηκε και παραμένει «εν Πνεύματι» μέσα στον κόσμο, για να τον ανακαινίσει και να τον καταξιώσει. Η μέσω του Εὐαγγελίου σύναψη του ἀνθρώπου με την πηγή της ζωής, τον Θεό Λόγο, αποκαλύπτει το νόημα της ζωής και της υπάρξεως του ἀνθρώπου και όλου του κόσμου. Και η αποκάλυψη αυτή δεν προσφέρεται θεωρητικά, ούτε ἐξαγγέλλεται προφητικά ως μέλλουσα να πραγματοποιηθεί μετά το τέλος της ἱστορίας, αλλά βιώνεται και παραδίδεται ως εμπειρική πρόγευση του μέλλοντος[6] μέσα στο εκάστοτε παρὸν της ιστορίας. Ἐδῶ γίνεται το πανηγύρι, λέει ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος· εδώ βρίσκονται οι παλαῖστρες, εδώ δίδονται «οι ἀρραβωνικοὶ στέφανοι» στους νικητὲς και από εδώ ἀρχίζει να φανερώνεται η αισχύνη και η καταδίκη των νικημένων[7].
Η αποδοχή της αποκαλύψεως αυτής γίνεται από τον ἄνθρωπο με την πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό, και η οικείωσή της πραγματοποιείται με το Βάπτισμα και την κατά τον τύπο του Βαπτίσματος ζωή. Η πίστη αποτελεί την βάση της χριστιανικῆς ζωής, ενώ το Βάπτιμα «εγκεντρίζει», δηλαδή ἐνσωματώνει τον ἄνθρωπο στο σώμα του Χριστού και τον καθιστᾶ μέλος της κοινωνίας της θεώσεως. Η ἐνσωμάτωση αυτή δεν γίνεται ως θεωρητικὴ συμφωνία, αλλά με πολλούς κόπους και ἀγῶνες. Χωρίς αυτούς ο ἄνθρωπος δεν πραγματώνει τον σκοπό της ὑπάρξεώς του.
Ο Χριστός, όπως προφήτευσε ο άγιος Πρόδρομος ο Βαπτιστής, βαπτίζει «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί»[8]. Το βάπτισμα αὐτὸ αρχίζει με το καθιερωμένο βάπτισμα της Εκκλησίας και ὁλοκληρώνεται, όταν ο ἄνθρωπος «βαπτίζεται υπό του θειου πυρός τε και Πνεύματος και γίνεται όλος καθαρός, όλος ἀμόλυντος, υιός φωτός και ημέρας»[9]. Και η ὁλοκλήρωση του χριστιανικοῦ βαπτίσματος πραγματοποιεῖται, όταν ο πιστὸς εἰσέρχεται στην «ημέρα του Κυρίου», που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ίδιος ο Κύριος[10], «ο ων και ο ήν και ο ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ»[11]. Έτσι ο άνθρωπος κατά την ὀρθόδοξη θεολογία και ἀνθρωπολογία γίνεται θεὸς κατά χάρη.
Ο άγιος Σωφρόνιος που έζησε και σκιαγράφησε την διαδικασία του μυστηρίου της ενσωματώσεως στην κοινωνία της θεώσεως γράφει: «Η γεννησή μας για την αιωνιότητα συνδέεται με πολλούς κόπους….Δὲν είναι αρκετό να πεισθούμε με τον νου για τη θεότητα του Χριστού, ώστε να κατανοούμε τα πάντα, όπως θα έπρεπε. Είναι απαραίτητο να καταβάλουμε στον ὑπέρτατο βαθμό προσπάθεια για να ζήσουμε σύμφωνα με τον λόγο Του…Εἶναι αναγκαίο να διέλθουμε από παρατεταμένη προσευχὴ μετανοίας. Τότε μόνο μας δίνεται να ζήσουμε εκείνο που βλέπουμε στον Χριστό»[12].
Ο νεωτερικός και μετανεωτερικός άνθρωπος έχασε την πίστη του στον Θεό και πίστεψε στην επιστήμη. Σε αυτήν στηρίζει τις ελπίδες του. Από αυτήν περιμένει την πρόοδο και την καταξίωσή του. Ως πρόοδο βλέπει κάθε καινούργια ἐπίτυχία, που πραγματοποιείται με την επιστήμη και την τεχνολογία και ἱκανοποιεῖ την επιθυμία του, χωρίς να εξετάζει την σχέση της με το βαθύτερο είναι του και τις επιπτώσεις της στην κοινωνικὴ ζωή και το περιβάλλον του. Ως πρόοδο θεωρεί ακόμα και την δημιουργία νέων αναγκών στην ζωή του, που ὑπαγορεύονται από το καταναλωτικό πνεύμα της κοινωνίας και μποροῦν να ικανοποιούνται με τις διαρκώς αὐξανόμενες εξελίξεις της τεχνολογίας. Ταυτίζει μάλιστα συνήθως την ποιότητα της ζωής του με την ποσότητα των υλικών αναγκών που δημιουργεῖ και είναι σε θέση να ικανοποιεί.
Η νοοτροπία αυτή είχε ως συνέπεια τον εγκλωβισμό της προοπτικῆς και του ορίζοντα της ζωής του στην αισθητή ἀμεσότητα. Όλος ο χρόνος της ζωής, άρα και η ίδια η ζωή, καταναλώνεται στην κατανόηση, την οικείωση και την ἐκμετάλλευση ή την απόλαυση του υλικού κόσμου. Ο έσω ἄνθρωπος, τα βάθη δηλαδή της ανθρώπινης υπάρξεως, όπως και οι ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, παραμερίζονται και ατροφούν. Ο άνθρωπος ὁριζοντιώνεται στην αἰσθητὴ ἀμεσότητα. Αδειάζει εσωτερικά και μετακενώνεται στον ἐξωτερικὸ κόσμο. Χάνει την ιδιαιτερότητα και την πραγματική ταυτότητά του.
Ουσιαστικά ο νεωτερικός και μετανεωτερικός άνθρωπος ἀποχωρίζεται από την αλήθεια της υπάρξεώς του και βυθίζεται στο ψεύδος[13].Η ἁμαρτία, ως αποστασία από τον Θεό, είναι και ἀποστασία από την οντολογική αλήθεια· ἐπιστροφὴ στην λήθη της ανυπαρξίας, στο ψεύδος. Έτσι επιβεβαιώνεται η βιβλική ρήση:«Πᾶς άνθρωπος ψεύστης»[14].Η ανάκτηση της ἀνθρωπιᾶς του ἀνθρωπου βρίσκεται με την ανάκλησή του στην αλήθεια. Ο Χριστός σώζοντας τον κόσμο τον ανακαλεί στην αλήθεια. Και η άρνηση της πίστεως στον Χριστό είναι παραμονὴ στο ψεύδος. «Εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, ἀποθανεῖσθε εν ταις αμαρτίαις υμών»[15].
Όσο ο άνθρωπος επαναπαύεται στην αμαρτία, παραμένει βυθισμένος στο ψεῦδος. Και όσο δεν ανυσυχεί για την βοσκηματώδη κατάστασή του και ἀδιαφορεῖ για την αλήθεια, ή ἀπογοητεύεται από την προσπάθειά του για την ανεύρεσή της και παύει να ασχολείται με αυτήν, παραμένει ἄσωτος στην κατάσταση του υπανθρώπου. Η σωτηρία του ανθρώπου προϋποθέτει την συναίσθηση της διάστροφης καταστάσεώς του και την ἐπιστροφὴ στην «αρχή» της ὑπάρξεώς του. Όταν οι Ιουδαίοι ρώτησαν τον Ιησού, «Συ τις ει;», ἐκεῖνος είπε: «Την αρχήν ότι και λαλώ υμίν»[16]. Και όταν ο Χριστός είπε στον Πιλάτο, «εγώ γεννήθηκα και ήρθα στον κόσμο για να φανερώσω την ἀλήθεια», εκείνος αντείπε περιφρονητικά και χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση· «τι τάχα είναι η αλήθεια»[17].
Ο άνθρωπος έχοντας την αρχή του στο «μη ον», από το ὁποῖο προήλθε με το δημιουργικό πρόσταγμα του Θεού, ἀποκτᾶ υπόσταση μόνο όταν μετανοεί και επιστρέφει στην αρχή της υπάρξεώς του, τον Θεό. Γι’αὐτό, όπως τονίζει εμφαντικά ο ἅγιος Σωφρόνιος, «μόνον η προσευχή της μετανοίας ἀνταποκρίνεται στην αλήθεια του εαυτού μας…Ὅσο βαθύτερα ζοῦμε την ἁμαρτία μας ως θανάσιμο πλήγμα, τόσο πληρέστερα παραδιδόμαστε εν προσευχή στον Θεό και με την ζωοποιό Του δύναμη ξεφεύγουμε από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου»[18].
Στην παγκόσμια ιστορία καταγράφεται η πορεία και ἀποτυπώνεται η φύση και ο χαρακτήρας της εξελίξεως του ἀνθρώπου. Εύκολα διαπιστώνεται ότι στην εποχή μας ο άνθρωπος έχει οριζοντιωθεί και υποταχθεί τελείως στα δεσμά του χρόνου και του χώρου. Αδιαφόρησε για την κατακόρυφη ανύψωσή του και περιορίστηκε στην καλλιέργεια και ανάπτυξη των διανοητικῶν ἱκανοτήτων του και στην ικανοποίηση των σωματικῶν του αισθήσεων.
Η πραγματική όμως ανάπτυξη του ανθρώπου δεν μπορεί να περιορίζεται στην καλλιέργεια και ανάδειξη κάποιων ἐπιμέρους ἱκανότήτων και δυνατοτήτων του, αλλά να περιλαμβάνει τον όλον άνθρωπο ως πρόσωπο. Και αυτό προϋποθέτει την ἄρση του διχασμού και της διασπάσεώς του και την ανάκτηση της ἐσωτερικῆς ἑνότητας και ελευθερίας του. Αυτά όμως δεν μποροῦν να αναζητηθούν και να πραγματοποιηθούν έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα στην ίδια την ύπαρξή του. Γι’αὐτὸ είναι ἀπαραίτητη η αὐτοσυγκέντρωση, η περισυλλογὴ και η αὐτεπίγνωσή του, που κατορθώνονται με την εποπτεία του νου.
Ο νους του ανθρώπου δεν περιορίζεται μέσα στο σώμα του, γιατί είναι ἀσώματος, αλλά ούτε βρίσκεται έξω από το σώμα του, γιατί συνδέεται άρρηκτα με αυτό. Η ἐνέργεια όμως του νου, που διαχέεται έξω από τον άνθρωπο και προσκολλᾶται στα πράγματα, προκαλεῖ διάσπαση και διάλυση στον έσω ἄνθρωπο. Και όσο παραμένει στην κατάσταση αυτήν ο ἄνθρωπος δεν είναι κύριος του ἑαυτοῦ του.
Ο νους του ανθρώπου δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το σῶμα του. Πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να συνάξει και να ἐνοικίσει τον νου στο σῶμα του, και μάλιστα στο «ενδότατο σώμα» του, στην καρδιά του. Αυτή, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς είναι το «πρώτον σαρκικόν ὄργανον λογιστικόν»[19]. Διακρίνοντας μάλιστα την ενέργεια του νου από την ουσία του προσθέτει ότι με την περισυλλογή και την τέλεια αὐτοσυγκέντρωση «και τον αυτόν αυτού πάλιν είσω πέμπομεν τον νουν»[20]. Με τον τρόπο μάλιστα αυτόν ο άνθρωπος βοηθείται να διαισθανθεί την ενότητά του με όλη την ανθρωπότητα, να κατανοήσει ότι το είναι όλης της ανθρωπότητος αποτελεί ένα αδιαίρετο είναι, έναν ἄνθρωπο[21].
Ο άνθρωπος διατηρεί την ανθρωπιά του, όταν παραμένει ελεύθερος. Και ελευθερία γι’ αυτόν είναι το άνοιγμα προς το άπειρο, γιατί εικονίζει τον άπειρο Θεό και οι ενέργειές του εκφράζουν το είναι του. Ενώ όμως ο άπειρος Θεός είναι και παραμένει πάντοτε αγαθός, ο άνθρωπος μπορεί να καταστεί και κακός. Όπως παρατηρεί ο άγιος Σωφρόνιος, «το είναι κάθε λογικού-προσωπικού όντος κινείται μεταξύ δυο ορίων» Τα όρια αυτά είναι: Η αγάπη προς τον Θεό μέχρι του αυτομίσους, και η αγάπη προς τον εαυτό του μέχρι του μίσους προς τον Θεό[22].
Η αγάπη προς τον Θεό έχει κενωτικό χαρακτήρα, συμβαδίζει με την ταπείνωση. Με την αγάπη αυτήν ανοίγεται ο άνθρωπος προς το άπειρο. Ανοίγεται προς την πρόοδο και την πραγμάτωση του σκοπού της υπάρξεώς του. Και αυτό δεν προκύπτει ως προσπάθεια εκπληρώσεως κάποιας εξωτερικής ἀνάγκης ή τυπικού καθήκοντος, αλλά ως απόρροια φυσικής ἐπιθυμίας και οντολογικής ἀναζητήσεως. Ο άνθρωπος αἰσθάνεται ότι έτσι βρίσκει το νόημα της ζωής του, καταφάσκει στην ὕπαρξή του, παραμένει στο ον.
Η αγάπη προς τον εαυτό μας έχει αυτοδεσμευτικό χαρακτήρα, συμβαδίζει με τον εγωισμό. Ματαιώνει την εκπλήρωση του σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου. Προκαλεί την αὐτοαπομόνωσή του και φαλκιδεύει την πραγματική πρόοδο και την δημιουργική κοινωνία με τους συνανθρώπους του. Ο ἄνθρωπος αδυνατεί να βρει κάποιο νόημα στην ζωή του, αἰσθάνεται μοναξιά, ανία και βυθίζεται στο μη ον. Αντιθέτως η ταπείνωση τον αποδεσμεύει από την φιλαυτία που είναι γέννημα της ἀγνοίας του και εμποδίζει την αγαπητική πλάτυνση της καρδιάς και του πνεύματός του στην απειρότητα που βρίσκεται χαραγμένη στην ύπαρξή του.
Η αυταπάρνηση, την οποία ζητεί ο Χριστός από τον καθένα που θέλει να τον ακολουθήσει, σημαίνει σε τελική ἀνάλυση την επιστροφή του στο μηδέν. Αν δεν προηγηθεί αυτή, αλλά παραμείνουν υπολείμματα του εκπεσμένου εαυτού του, δεν μπορεῖ να πραγματοποιηθεί η πλήρης ανακαίνισή του. Η ἐλεύθερη αυταπάρνηση («ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, ἀπαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ἀκολουθείτω μοι»[23]) γίνεται ἀπαρχὴ και θεμέλιο της πραγματικής ἀνυψώσεως και εξομοιώσεως του ἀνθρώπου με το θειο πρότυπο.
«Αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων είναι η κατάχρηση από τον άνθρωπο του δώρου της ελευθερίας, το οποίο δεν μας ἀφαιρέθηκε ακόμη και στην πτώση μας»[24]. Ἀποστρεφόμενος ο άνθρωπος τον Τριαδικό Θεό της αγάπης και έχοντας έμφυτη στην ύπαρξή του την έφεση προς το αιώνιο και το ἀπόλυτο, γίνεται ικανός να διαπράξει και τα μεγαλύτερα κακουργήματα. Θεωρώντας μάλιστα ως νόμιμο δικαίωμά του την ἱκανοποίηση κάθε ατομικής επιθυμίας, όπως θέλει ο σύγχρονος πολυδιάστατος «δικαιωματισμός», μπορεί να υποστηρίξει την νομιμότητα και των ειδεχθεστέρων ακόμα εγκλημάτων.
Ο εγωκεντρικός άνθρωπος αρνείται να δεχθεί ύπαρξη θειων δικαιωμάτων. Θεωρεί αυτονόητα μόνο τα δικά του δικαιώματα και αγωνίζεται για την προστασία τους. Δεν διερωτάται, πως προέκυψαν ή που τα οφείλει. Ο απόστολος Παύλος όμως ἐρωτᾶ: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών»[25]. Ο εγωκεντρικός άνθρωπος αγνοεί θεληματικά την ἀλήθεια. Την αποστρέφεται. Ενώ γνωρίζει ότι δεν είναι ο ίδιος δημιουργός αυτών που έχει, δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όσα έχει ούτε θέλει να μάθει γιατί τα έχει. Θέλει να παραμένει στην άγνοια στο ψεύδος.
Ο Χριστός είπε στον Πιλάτο: «Πας ο ων εκ της αληθείας ἀκούει μου της φωνής»[26]. Ποιος όμως είναι ανοικτός να δεχθεί την αλήθεια; Ασφαλώς όποιος επιθυμεί να απαλλαγεί από το ψεύδος. Και επιθυμεί να απαλλαγεί από το ψεύδος όποιος συνειδητοποιεῖ την κατάστασή του.
Χωρίς την αποκήρυξη του ψεύδους δεν προσεγγίζεται η ἀλήθεια, δεν κατορθώνεται η αρετή, δεν ανυψώνεται ο ἄνθρωπος. Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να προοδεύσει στην αρετή γράφει: «Τότε θα προοδεύσης, όταν θα γίνης ένα μηδέν, διότι αυτό είναι το ύψος και η ἀνάβασις, να κατέβης εις το μηδέν. Δεν είναι να κάμης φτερά να πετάξῃς…νὰ γίνης χώμα να σε πατάνε. Διότι εκ του μηδενός έγινες. Χώμα, ιδού η καταγωγή σου»[27].
Η ταπείνωση και η επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα ο αίτιος και το πρότυπο της ὑπάρξεως του ανθρώπου, προϋποθέτουν μετάνοια και άσκηση. Κανείς δεν προσεγγίζει τον Θεό με ραθυμία και άνεση. Η Βασιλεία του Θεού «βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»[28]. Η βια αυτή, ως πνευματική ένταση, «χαρακτήριζε όλη τη διάρκεια της ζωής του Κυρίου. Κατά καιρούς, η συνοχή Του να φέρει εις πέρας το ἔργο που Του ανέθεσε ο Πατέρας, παρερμηνευόταν από τους ἀνθρώπους, που νόμιζαν ότι είχε παραφρονήσει»· «η αγία ἔνταση είναι κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό, που ξεχωρίζει τη χριστιανικὴ ζωή από τη ζωή στον κόσμο. Προϋποθέτει συνεχή ἐπαφὴ με τη θεια ενέργεια και ακατάβλητη ορμή προς τον Θεό»[29].
Ο χριστιανός οφείλει να βιάζεται και να αγωνίζεται για την τήρηση των ἐντολῶν του Θεού, προκειμένου να καταστεί δεκτικός της χάριτός του. Ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχει όποιος περιορίζεται στην ἀνάγνωση και την ακρόαση των πνευματικῶν κατορθωμάτων των ἀγωνιστῶν της πίστεως και παραμένει ο ίδιος ἀμέριμνος και αδρανής, λησμονώντας ότι οφείλει και ο ίδιος να ἀγωνιστεῖ και να τους μιμηθεί.
Μεγάλη τέλος σπουδαιότητα έχει η διατήρηση του ἐσχατολογικοῦ πνεύματος του Ευαγγελίου για την παραμονή του πιστού στην αλήθεια του Χριστοῦ.Ἕνας πρακτικός τρόπος, που καθιερώθηκε στην ζωή της Ἐκκλησίας για την διατήρηση του εσχατολογικού πνεύματος είναι η ἀδιάλειπτη επίκληση του ονόματος του Χριστού, που συνδέει τον πιστό με την ενέργεια και την μνήμη του Θεού. Με τον αγώνα της πίστεως και την επίκληση του ονόματος του Χριστού προχωρεί ο χριστιανός προς τα εμπρός, διατηρώντας την προσήλωσή του στον ἐρχόμενο Κύριο και την Βασιλεία του[30].
Η πρόοδος ενσαρκώνει την ανθρώπινη επιθυμία. Και ο πολιτισμὸς που αναπτύσσεται κατά εποχές και περιοχές ὑλοποιεῖ συλλογικὲς επιθυμίες των κοινωνιών τους. Οι επιθυμίες αυτές μπορεί να εκφράζουν ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων, μπορεί όμως και να υπαγορεύονται από τους ηγέτες ή τα ἰσχυρὰ πρόσωπα των κοινωνιών που διαθέτουν τις δυνάμεις και τα μέσα να επιβάλλουν στα πλήθη τις επιθυμίες τους.
«Η ηθική και η πνευματική κατάσταση της ἀνθρωπότητος ἀντικατοπτρίζονται στη δομή της κοινωνίας και στα πολιτικά γεγονότα. Τα ὁρατὰ ιστορικά γεγονότα είναι συμπτώματα πνευματικῆς υγείας ή ἀρρώστιας· με άλλα λόγια, προέκταση ή αντανάκλαση όσων διαδραματίζονται στον πνευματικὸ κόσμο»[31]. Και οι αλλαγές και καινοτομίες που πραγματοποιοῦνται στη δομή της κοινωνίας και στις πολιτικές εξελίξεις ἀποτυπώνουν αντίστοιχες αλλαγές και μεταλλάξεις στην ἠθικὴ και την πνευματικὴ κατάσταση της ανθρωπότητας. Τέλος η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιοῦνται οι εν λόγω ἀλλαγὲς και καινοτομίες μαρτυρούν την ταχύτητα με την οποία γίνονται οι αλλαγές και μεταλλάξεις των ανθρώπων στην εποχή μας.
Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν μπορεί να ταυτίζεται με την πρόοδο του ανθρώπου και της ἀνθρωπότητας. Αν ίσχυε αυτό, η εποχή μας με την πρωτοφανὴ επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξή της, έπρεπε να είναι η ανώτερη και συνεκδοχικά η εὐτυχέστερη εποχή της ἀνθρώπινης ιστορίας. Η βελτίωση των μέσων παραγωγῆς ἀγαθῶν και επικοινωνίας, η αντιμετώπιση σοβαρών επιδημιών και ἀσθενειῶν, η παροχή ανέσεων και η ἀνακούφιση σωματικών ή και ψυχικών πόνων κλπ αποτελούν εντυπωσιακά κατορθώματα που βελτίωσαν την ζωή του ανθρώπου ως βιολογικής μονάδας, όχι όμως και ως ανθρώπου με ανθρωπιά.
Ταυτόχρονα οι μεγάλες επιστημονικές και τεχνολογικές ἐπιτυχίες αὔξησαν εντυπωσιακά τους κινδύνους της ἀνθρωπότητας Ο πόνος, η καταδυνάστευση, η βια, ο κατατρεγμὸς, αλλά και η πλήρης εξολόθρευση και καταστροφή, που ἀδυνατοῦσαν να προκαλέσουν στην ἀνθρωπότητα οι ισχυροί της γης, μποροῦν σημερα να πραγματοποιηθούν ή και πραγματοποιοῦνται εν πολλοίς με μεγάλη ευκολία. Και το φοβερότερο ακόμα εἶναι ότι ο ἄνθρωπος επιδίδεται στην κατασκευή πραγμάτων που αδυνατεί ο ίδιος να ελέγξει. Παραταύτα ἐντυπωσιασμένος από τα κατορθώματά του θεωρεί ως πρόοδο κάθε νέα εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας του, έστω και αν αυτή προωθεί την καταστροφή του.
Ο δρόμος που ακολουθεί ο κόσμος σήμερα είναι σαφώς ἐπικίνδυνος και μάλλον καταστροφικός. Για πρώτη φορά στην ἱστορία του ο άνθρωπος διαθέτει μέσα για τον πλήρη ἀφανισμό του από προσώπου της γης. Πολλοί σοβαροί ἐπιστήμονες και διανοητές μιλούν για τέλος του πολιτισμού και της ιστορίας. Αλλά και στο Εὐαγγέλιο δεν υπάρχει ευοίωνη πρόβλεψη για τους ἔσχατους καιρούς. Ο ίδιος ο Χριστός ερωτά: «Ο Υϊος του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης»[32];
Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι ο άνθρωπος επέζησε μέχρι τώρα, γιατί δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες του. Από την στιγμή όμως που απέκτησε τις δυνατότητες να τις ἐκπληρώσει ακολουθώντας την πλατιά και εύκολη λεωφόρο που οδηγεί δήθεν στην «απελευθέρωση», το μέλλον του καθίσταται διαρκώς ζοφερότερο και η ζωή τυφλή και άνευ νοήματος[33]. Στο όνομα της ελευθερίας για επιστημονική και τεχνολογικὴ πρόοδο φαλκιδεύει την προσωπική του ελευθερία.
Το πρόβλημα σήμερα δεν περιορίζεται στην καλή ή την κακή χρήση της τεχνολογίας, αλλά επεκτείνεται και οξύνεται μάλιστα με την επιτυχία της ίδιας της τεχνολογίας. Έτσι π.χ. κάθε νέα τεχνολογική επιτυχία στο πλαίσιο του ξέφρενου πολεμικοῦ ανταγωνισμού των κρατών της γης αυξάνει το ἀλαζονικὸ πνεύμα των ισχυρών και πολλαπλασιάζει την δυναστική εξουσία τους. Ταυτόχρονα δημιουργεί συνήθως σοβαρά οἰκολογικὰ και άλλα προβλήματα, αλλά και αφαιρεί τεράστιους οἰκονομικοὺς πόρους, που θα μπορούσαν να διατεθούν στον κόσμο.
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στον άνθρωπο ἑστιάζεται στο πως αντιμετωπίζει και αξιολογεί την εξέλιξη των ἀλλαγῶν που σημειώνονται. Αν δηλαδή θεωρεί την έξέλιξη αὐτὴν ως επιτυχία και πρόοδο, ή αν βλέπει ότι οδηγεί στην ἐξαχρείωση και την καταστροφή του. Η απάντηση που θα δώσει στο ερώτημα αυτό έχει καίρια σπουδαιότητα. Αν την θεωρεί σωστή, κινδυνεύει να απογοητευθεί. Αν όμως την θεωρεί ἐπικίνδυνη, πρέπει να θεραπεύσει την αιτία της, δηλαδή να θεραπεύσει τον νου του, το πνεύμα του, γιατί «με την θεραπεία των ανθρώπων στο πνεύμα, εισάγεται ταυτόχρονα τάξη και ειρήνη στο ἐπίπεδο της οικογένειας, της κονωνίας, της πολιτείας»[34].
Εξετάζοντας την συγχρονη κατάσταση με το πνεύμα αὐτό, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την πορεία της ἀσθενείας της, όπως και την οδό της θεραπείας της. Η ασθένεια συμβαδίζει με την εγωκεντρική και υβριστική, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, διάθεση του ανθρώπου, που βλέπουμε να κορυφώνεται στην εποχή μας. Και η θεραπεία της μπορεί να πραγματοποιηθεί με την επιλογή της οδού που ὑποστασιάζεται στο πρόσωπο του ταπεινού Θεού Λόγου, που κένωσε τον εαυτό του και έγινε άνθρωπος με θυσιαστική αγάπη, για να καταστήσει τον άνθρωπο κοινωνό της ακατάλυτης ἀλήθειας και ζωής.