Η εσχατολογική θεώρηση στη σύγχρονη κοινωνία

18 Αυγούστου 2023

Η χριστιανική ζωή, γράφει ο άγιος Νικόλαος Καβά­σι­λας, «θεμε­λι­ώ­­νεται στην παρούσα ζωή  και αρχίζει από εδώ, ὁλο­κλη­ρώνεται όμως στην μέλλουσα, όταν φθάσουμε σε εκείνη την ημέρα. Αλλά ούτε η παρούσα ζωή μπορεί να την τελει­ο­ποιήσει στις ψυχές των ανθρώπων ούτε η μέλ­λουσα, αν δεν αρχίσει από εδώ»[1]. Την αρμονική αλλά και μεγαλειώδη σύν­θεση πα­ρούσας και μέλλουσας ζωής, χρόνου και αἰω­νιότητας εκφράζει το απλό και συχνά επαναλαμβανόμενο «νυν και αεί» της Εκκλησίας.

Το «νυν» της Εκκλησίας βιώνεται μέσα στον χώρο και τον χρό­­νο. Ο χριστιανός ζει μέσα στην ιστορία όλη την πρόσκαιρη πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως ανήκει και στο «αεί» της Εκκλησίας. Μετέχει στην ἀσά­λευτη αιωνιότητα. Έτσι βρίσκε­ται  ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα, «στο πρό­σκαιρο και στο αἰώνι­ο».  Ζει στο πρόσκαιρο επίπεδο, αλλά προσβλέπει στο αιώνιο. Τα επίπεδα αυτά διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, αλλά και περι­χω­ροῦν το ένα στο άλλο.

Ο χριστιανός προσηλώνεται στην Βασιλεία του Θεού, αλλά δεν είναι αιθεροβάμων. Δεν αρνείται την  πρόσκαιρη πραγ­μα­­τι­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­κό­τητα. Αντιθέτως μάλιστα βλέπει την τεράστια σπου­δαιότητά της για την αιώνια καταξίωσή του. Γνωρίζει ότι η κάθε στιγμή της είναι πολύτιμη και ότι τίποτε που συμβαίνει σε αυτήν δεν θα χαθεί στο επίπεδο της αἰω­νιότητας[2].

Ο Χριστιανισμός βιώνεται στην καθημερινή ζωή του κόσμου με ἐσχα­το­λογικὴ προοπτική. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια σχέση του με πρακτική μεθο­δολογία, αλλά ὑπα­γο­ρεύεται από την ὀντολο­γι­κὴ ετερότητά του. Οι εντολές του Θεού που κα­λοῦ­νται να τηρούν οι χριστιανοί προσιδιάζουν στην ένθεη ζωή. Η ζωή όμως αυτή υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα και δεν μπορεί να βιωθεί μέσα στον κόσμο με ανθρώπινες μόνο δυνάμεις. Το πνεῦ­μα του κόσμου ἐπη­ρε­άζει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να ζήσει με υπερκόσμια καθαρότητα. Αλλά και η προσωπική αδυναμία του κάθε ἀν­θρώπου αποτελεί σοβα­ρότατο εμπόδιο.

Η παρούσα ζωή δεν αποτελεί για τον χριστιανό τελικό στάδιο ζωής, αλλά στάδιο προετοιμασίας για την μέλλουσα ζωή, που ἀρχί­ζει ήδη από την παρούσα. Τα ἔ­σχατα  κυοφο­ροῦ­νται μέσα στο παρόν. Αυτό σημαί­νει ότι και η αναφορά στα ἔ­σχατα, η εσχατολογία, πρέπει να αρχίζει από το παρόν. Ἐσχα­το­λογία είναι η πρόσληψη του εσχάτου μέσα στο παρόν, στο ἑκά­στο­τε εδώ και τώρα. Η χριστι­­ανι­κὴ ζωή προ­ε­τοιμάζει τους ανθρώπους «προς τον εξ αναστάσεως βίον»[3].Και η προετοι­μα­σία αυτή  γίνεται με ἔντο­νο και μακρο­χρό­­­νιο ἀγώ­να μετανοίας και προσευχής[4].

Η αυτονόμηση και αντικειμενοποίηση της εσχατολογίας ἀλ­λο­τριώνει το αὐθεντι­κὸ πνεύμα της χριστιανικής διδασκα­λίας και ζωής. Το Εὐαγ­γέ­λιο δεν αποτελεί  ηθική ή μεταφυσική θε­ωρία, αλλά επαναστατικό κή­ρυγμα ζωής με εκρηκτικό περι­ε­χό­μενο. Όταν το εσχατολογικό πνεύμα αποσπάται από το κήρυγ­μα του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας  και συρρι­κνώ­νονται  τα εσχατολογικά σημαίνοντά του σε αυτοτελείς προφη­τεῖες και ἠθικοδιδ­ασκαλίες, χάνεται το πραγματικό νό­ημά τους.

Ο Χριστός δεν είναι ο διδάσκαλος ή ο προ­φήτης που ἐξαγ­γέλλει τα μέλ­λοντα[5], αλλά το πλήρωμα των προφητών και η φανέρωση των μελ­λόντων. Είναι  ο Θεός Λόγος, που σαρκώ­θη­κε και παραμένει «εν Πνεύ­ματι» μέσα στον κόσμο,  για να τον ανακαινίσει και να τον καταξιώσει. Η μέσω του Εὐ­αγ­γελίου σύναψη του ἀν­θρώπου με την πηγή της ζωής, τον Θεό Λόγο, αποκαλύπτει το νόημα της ζωής και της υπάρξεως του ἀνθρώ­που και όλου του κό­σμου. Και η αποκάλυψη αυτή δεν προσφέ­ρεται θεωρητι­κά, ούτε ἐξαγ­γέλ­λεται προφητικά ως μέλ­λουσα να πραγματοποιηθεί μετά το τέλος της ἱστο­ρίας, αλλά βιώνεται και παραδίδε­ται ως εμπειρική πρόγευση του μέλλοντος[6] μέσα στο εκάστοτε πα­ρὸν της ιστορίας. Ἐ­δῶ γίνε­ται το πανηγύρι, λέ­ει ο όσιος Συμεών ο Νέ­ος Θε­ο­λόγος· εδώ βρίσκονται οι πα­λαῖστρες, εδώ δί­δονται «οι­ ἀρ­­ραβωνικοὶ στέ­φα­νοι» στους νικη­τὲς και από εδώ ἀρ­χί­ζει να φανερώ­νεται η αισχύνη και η κα­τα­δίκη των  νι­κη­μένων[7].

Η αποδοχή της αποκαλύψεως αυτής γίνεται από τον ἄν­θρωπο με την πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό, και η οικείωσή της πραγματοποιείται με το Βάπτισμα και την κατά τον τύπο του Βαπτίσματος ζωή. Η πίστη αποτελεί την βάση της χρι­στιανικῆς ζωής, ενώ το Βάπτιμα «εγκεντρίζει», δηλαδή ἐνσω­μα­τώνει  τον ἄν­θρωπο στο σώμα του Χριστού και τον κα­θι­στᾶ μέλος της κοινωνίας της θεώσεως. Η ἐνσωμά­τωση αυτή δεν γί­ν­ε­ται ως θεω­ρη­τικὴ συμ­φω­­νία, αλλά με πολλούς κόπους και ἀγῶ­νες. Χωρίς αυτούς ο ἄν­θρω­πος δεν πραγμα­τώνει τον σκοπό της ὑπάρ­ξεώς του.

Ο Χριστός, όπως προφήτευσε ο άγιος Πρόδρομος ο Βα­πτι­στής, βα­πτίζει «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί»[8]. Το βάπτισμα αὐ­τὸ αρχίζει με το κα­θι­ερωμένο βάπτισμα της Εκκλησίας και ὁλο­κληρώνεται, όταν ο ἄν­θρωπος «βα­πτί­ζεται υπό του θειου πυρός τε και Πνεύματος και γί­νεται όλος καθαρός, όλος ἀμό­λυντος, υιός φωτός και ημέρας»[9]. Και η ὁλο­κλήρωση του χριστι­α­νικοῦ βα­πτί­σμα­τος πραγμα­τοποιεῖται, όταν ο πι­στὸς εἰσέρχε­ται στην «ημέρα του Κυρίου», που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ίδιος ο Κύριος[10], «ο ων και ο ήν και ο ερχόμενος, ο Παντο­κράτωρ»[11]. Έτσι ο άνθρωπος κατά την ὀρθό­δοξη θεολογία και ἀνθρωπο­λο­γία γίνεται  θε­ὸς κατά χάρη.

Ο άγιος Σωφρόνιος που έζησε και σκιαγράφησε την δια­δι­κασία του μυστηρίου της ενσω­μα­τώ­σεως στην κοινωνία της θε­ώ­­σεως γράφει: «Η γεν­­νησή μας για την αιωνιό­­τητα συν­δέ­εται με πολλούς κόπους….Δὲν είναι αρκετό να πεισθούμε με τον νου για τη θεότητα του Χριστού, ώστε να κατανοούμε τα πάντα, όπως θα έπρεπε. Είναι απαραίτητο να καταβά­λουμε στον ὑπέρ­τατο βαθμό προ­σπάθεια για να ζήσουμε σύμφωνα με τον λόγο Του…Εἶναι αναγκαίο να διέλθουμε από παρατ­ετα­μέ­­νη προ­σευχὴ μετανοίας. Τότε μόνο μας δίνεται να ζήσουμε εκείνο που βλέπουμε στον Χριστό»[12].

Ο νεωτερικός και μετανεωτερικός άνθρωπος έχασε την πί­στη του στον Θεό και πίστεψε στην επιστήμη. Σε αυτήν στη­ρίζει τις ελπίδες του. Από αυτήν περιμένει την πρόοδο και την καταξίωσή του. Ως πρόοδο βλέπει κάθε καινούργια ἐπίτυ­χί­α, που πραγματοποιείται με την επιστήμη και την τεχνολο­γί­α και ἱ­κα­νοποιεῖ την επιθυμία του, χωρίς να εξετάζει την σχέση της με το βαθύ­τερο είναι του και τις επιπτώσεις της στην κοι­νωνικὴ ζωή και το περιβάλλον του. Ως πρόοδο θεωρεί ακόμα και την δημιουργία νέων αναγκών στην ζωή του, που ὑπα­γορεύονται από το καταναλωτικό πνεύμα της κοινωνίας και μπο­ροῦν να ικανοποιούνται με τις διαρκώς αὐ­ξα­νόμενες εξελίξεις της τε­χνο­λογίας. Ταυτίζει μά­λιστα συνήθως την ποιό­τητα της ζωής του με την ποσότητα των υλικών αναγκών που δημι­ουρ­γεῖ και είναι σε θέση να ικανοποιεί.

Η νοοτροπία αυτή είχε ως συνέπεια τον εγκλωβισμό της προ­οπτικῆς και του ορίζοντα της ζωής του στην αισθητή ἀμε­σό­τητα. Όλος ο χρόνος της ζωής, άρα και η ίδια η ζωή, κατα­να­λώνεται στην κατα­νόηση, την οικείωση και την ἐκμε­τάλλευση ή την απόλαυση του υλικού κόσμου. Ο έσω ἄν­θρωπος, τα βάθη δηλαδή της ανθρώπινης υπάρξεως, όπως και οι ὑπα­ρ­ξιακὲς ἀ­να­­ζητήσεις, παρα­μερίζονται και ατροφούν. Ο άνθρωπος ὁριζο­ντι­­ώνεται στην αἰ­σθητὴ ἀμε­σό­τητα. Αδειάζει εσωτερικά και μετακενώνεται στον ἐξω­­τερικὸ κόσμο. Χά­νει την ιδιαιτερότητα και την πραγματική ταυτότητά του.

Ουσιαστικά ο νεωτερικός και μετανεωτερικός άνθρωπος ἀ­πο­χωρίζεται από την αλήθεια της υπάρξεώς του και βυθίζεται  στο ψεύδος[13].Η ἁμαρ­τία, ως αποστασία από τον Θεό, είναι και ἀπο­στασία από  την οντολογική αλήθεια· ἐπι­στροφὴ στην λήθη της ανυπαρξίας, στο ψεύδος. Έτσι επιβεβαιώνεται η βιβλική ρή­ση:«Πᾶς άνθρωπος ψεύστης»[14].Η ανάκτηση της ἀν­θρωπιᾶς του ἀν­­θρωπου βρίσκεται με την ανάκλησή του στην αλήθεια. Ο Χριστός σώζοντας τον κόσμο τον ανακαλεί στην αλήθεια. Και η άρνηση της πίστεως στον Χριστό είναι παρα­μο­νὴ  στο ψεύδος. «Εάν γαρ μη πιστεύ­ση­τε ότι εγώ ειμι, ἀπο­θα­νεῖσθε εν ταις αμαρτίαις υμών»[15].

Όσο ο άνθρωπος επαναπαύεται στην αμαρτία, παραμένει βυθισμένος στο ψεῦ­δος. Και όσο δεν ανυσυχεί για την βο­σκη­ματώδη κατάστασή του και ἀδι­α­φορεῖ για την αλήθεια, ή ἀπο­γοητεύεται από την προσπάθειά του για την ανεύρεσή της και παύει να ασχολείται με αυτήν, παραμένει ἄ­σω­τος στην κατά­σταση του υπανθρώπου. Η σωτηρία του ανθρώπου προ­ϋ­ποθέ­τει την συναίσθηση της διάστροφης κα­­τα­στά­σεώς του και την ἐπι­στροφὴ στην «αρχή» της ὑπάρ­ξεώς του. Όταν οι Ιουδαίοι ρώτησαν τον Ιησού, «Συ τις ει;», ἐκεῖ­νος είπε: «Την αρχήν ότι και λαλώ υμίν»[16]. Και όταν ο Χριστός είπε στον Πιλάτο, «εγώ γεννήθηκα και ήρθα στον κόσμο για να φανε­ρώ­σω την ἀλή­θεια», εκείνος αντείπε περιφρονητικά και χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση· «τι τάχα είναι η αλήθεια»[17].

Ο άνθρωπος έχοντας την αρχή του στο «μη ον», από το ὁ­ποῖο προήλθε με το δημιουργικό πρόσταγμα του Θεού,  ἀπο­κτᾶ υπόσταση μόνο όταν μετανοεί και επιστρέφει στην αρχή της υπάρξεώς του, τον Θεό. Γι’αὐτό, όπως τονίζει εμφαντικά ο ἅγι­ος Σωφρόνιος, «μόνον η προσευχή της με­τανοίας ἀνταπο­κρί­νεται στην αλήθεια του εαυτού μας…Ὅσο βαθύτερα ζοῦ­­με την ἁμαρ­τία μας ως θανάσιμο πλήγμα, τόσο πληρέστερα πα­ρα­­­δι­δόμα­στε εν προσευχή στον Θεό και με την ζωοποιό Του δύ­ναμη ξε­φεύ­γουμε από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου»[18].

Στην παγκόσμια ιστορία καταγράφεται η πορεία και ἀπο­τυ­πώνεται η φύση και ο χαρακτήρας της εξελίξεως του ἀνθρώ­που. Εύκολα διαπιστώ­νεται ότι στην εποχή μας ο άνθρωπος έχει  οριζοντιωθεί και υποταχθεί τελείως  στα δεσμά του χρό­νου και του χώρου. Αδιαφόρησε για την κατακόρυφη ανύψωσή του και περιορίστηκε στην καλλιέργεια και ανάπτυξη των δια­νο­ητικῶν ἱκανο­τή­των του και στην ικανοποίηση των σωμα­τικῶν του αισθήσεων.

Η πραγματική όμως ανάπτυξη του ανθρώπου δεν μπορεί να περιορίζεται στην καλλιέργεια και ανάδειξη κάποιων ἐπιμέ­ρους ἱκα­νό­τήτων και δυνατοτήτων του, αλλά να περιλαμ­βάνει τον όλον άνθρωπο ως πρόσωπο. Και αυτό προϋποθέτει την ἄρ­ση του διχασμού και της διασπάσεώς του και την ανάκτηση της ἐσω­τερικῆς ἑνό­τητας και ελευθερίας του. Αυτά όμως δεν μπο­ροῦν να αναζητηθούν και να πραγματοποιηθούν έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα στην ίδια την ύπαρξή του. Γι’αὐτὸ είναι ἀπα­­ραί­τητη η αὐτο­συγκέντρωση, η περι­συλλογὴ και η αὐτε­πί­γνωσή του, που κατορθώνονται με την εποπτεία του νου.

Ο νους του ανθρώπου  δεν περιορίζεται μέ­σα στο σώμα του, γιατί είναι ἀσώ­μα­τος, αλλά ούτε βρί­σκεται έξω από το σώμα του, γιατί συνδέεται άρρηκτα με αυτό. Η ἐνέρ­γεια όμως του νου, που δια­χέεται έξω από τον άνθρωπο και προσκολ­λᾶται στα πράγ­ματα, προκα­λεῖ διάσπαση και διά­λυση στον έσω ἄν­θρωπο. Και όσο παραμένει στην κατά­­σταση αυτήν ο ἄνθρω­πος δεν είναι κύριος του ἑαυ­τοῦ του.

Ο νους του ανθρώπου δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το σῶ­μα του. Πρέπει  λοιπόν ο άνθρωπος να συνάξει και να ἐνοι­κί­­σει  τον νου στο σῶ­μα του, και μάλιστα στο «ενδότατο σώμα» του, στην καρδιά του. Αυτή, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Πα­λαμᾶς είναι το «πρώτον σαρκικόν ὄργα­νον λογιστικόν»[19]. Δια­κρί­νοντας μάλιστα την ενέργεια του νου από την ουσία του προσθέτει ότι με την περισυλλογή και την τέλεια αὐτοσυγκέ­ντρωση «και τον αυτόν αυτού πάλιν είσω πέμπομεν τον νουν»[20]. Με τον τρόπο μάλιστα αυτόν ο άνθρωπος βοηθείται να διαισθανθεί την ενότητά του με όλη την ανθρωπότητα, να κατανοήσει ότι το είναι όλης της ανθρωπότητος αποτελεί ένα αδιαίρετο είναι, έναν ἄν­θρωπο[21].

Ο άνθρωπος διατηρεί την ανθρωπιά του, όταν παραμένει ελεύθερος. Και ελευθερία γι’ αυτόν είναι το άνοιγμα προς το άπειρο, γιατί εικονίζει τον άπειρο Θεό και οι ενέρ­γειές του εκφράζουν το είναι του. Ενώ όμως ο άπειρος Θεός είναι  και παραμένει πάντοτε αγαθός, ο άνθρωπος μπορεί να κα­τα­στεί και κακός. Όπως παρατηρεί ο άγιος Σωφρόνιος, «το είναι κάθε λογικού-προ­σω­πικού όντος κινείται μεταξύ δυο ορίων» Τα όρια αυτά είναι: Η αγάπη προς τον Θεό μέχρι του αυτομίσους, και η αγάπη προς τον εαυτό του μέχρι του μίσους προς τον Θεό[22].

Η αγάπη προς τον Θεό έχει κενωτικό χαρακτήρα, συμ­βαδίζει με την ταπείνωση. Με την αγάπη αυτήν ανοίγεται ο άνθρωπος προς το άπειρο. Ανοίγεται προς την πρόοδο και την πραγμάτωση του σκοπού της υπάρξεώς του. Και αυτό δεν προ­κύπτει  ως προσπάθεια εκπληρώσεως κάποιας εξωτερικής ἀνά­γκης ή τυπικού καθήκο­ντος, αλλά ως απόρροια φυσικής ἐπιθυ­μίας και οντολογικής ἀναζη­τήσεως. Ο άνθρωπος αἰσθά­νεται ότι έτσι βρίσκει το νόημα της ζωής του, καταφάσκει στην ὕπαρ­ξή του, παραμένει στο ον.

Η αγάπη προς τον εαυτό μας έχει αυτοδεσμευτικό χαρα­κτήρα, συμβαδίζει με τον εγωισμό. Ματαιώνει την εκπλήρωση του σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου. Προκαλεί την αὐτο­α­πομόνωσή του και φαλκι­δεύ­ει την πραγματική πρόοδο και την δημιουργική κοινωνία με τους συνανθρώπους του. Ο ἄν­θρωπος αδυνατεί να βρει κάποιο νόημα στην ζωή του, αἰσθά­νεται μο­να­ξιά, ανία και βυθί­ζεται στο μη ον. Αντιθέτως η τα­πείνωση τον αποδεσμεύει  από την φιλαυτία που είναι γέν­νημα της ἀ­γνοίας του και εμποδίζει την αγαπητική πλάτυν­ση της καρδιάς και του πνεύματός του στην απειρότητα που βρί­σκεται χαρα­γ­μένη στην ύπαρξή του.

Η αυταπάρνηση, την οποία ζητεί ο Χριστός από τον κα­θένα που θέλει να τον ακολουθήσει, σημαίνει σε τελική ἀνάλυ­ση την επιστροφή του στο μηδέν. Αν δεν προηγηθεί αυτή, αλλά πα­­ραμείνουν υπολείμματα του εκπεσμένου εαυτού του, δεν μπο­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ρεῖ να πραγματοποιηθεί η πλή­ρης ανακαίνισή του. Η ἐ­λεύθερη αυταπάρνηση («ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, ἀπαρ­νησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ἀκολου­θείτω μοι»[23]) γίνεται ἀπαρ­χὴ και θε­μέλιο της πραγματικής ἀνυ­ψώσεως και εξομοιώσεως του ἀν­θρώ­­που με το θειο πρότυπο.

«Αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων είναι η κα­τά­χρηση από τον άνθρωπο του δώρου της ελευθερίας, το οποίο δεν μας ἀφαιρέ­θηκε ακόμη και στην πτώση μας»[24]. Ἀποστρε­φόμενος ο άνθρωπος τον Τριαδικό Θεό της αγάπης και έχοντας έμφυτη στην ύπαρξή του την έφεση προς το αιώνιο και το ἀπό­λυτο, γίνεται ικανός να διαπράξει και τα μεγα­λύτερα κα­κουρ­γήματα. Θεωρώντας μάλιστα ως νόμιμο δικαίωμά του την ἱκα­νοποίηση κάθε ατομικής επιθυμίας, όπως θέλει ο σύγχρονος πολυδιά­στατος «δικαιω­ματισμός», μπορεί να υποστηρίξει την νομιμότητα και των ειδεχθεστέρων ακόμα εγκλημάτων.

Ο εγωκεντρικός άνθρωπος αρνείται να δεχθεί ύπαρξη θειων δικαιωμάτων. Θεωρεί αυτονόητα μόνο τα δικά του δικαιώματα και αγωνίζεται για την προστασία τους. Δεν διερωτάται, πως προ­έκυψαν ή που τα οφείλει. Ο απόστολος Παύλος όμως ἐρω­τᾶ: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών»[25]. Ο εγωκεντρικός άνθρωπος αγνοεί θεληματικά την ἀ­λή­θεια. Την αποστρέφεται. Ενώ γνωρίζει ότι δεν είναι ο ίδιος δημιουργός αυτών που έχει, δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όσα έχει ούτε θέλει να μάθει γιατί τα έχει. Θέλει να παραμένει στην άγνοια στο ψεύδος.

Ο Χριστός είπε στον Πιλάτο: «Πας ο ων εκ της αληθείας ἀ­κού­­ει μου της φωνής»[26]. Ποιος όμως είναι ανοικτός να δεχθεί την αλήθεια; Ασφαλώς όποιος επιθυμεί να απαλλαγεί από το ψεύδος. Και επιθυμεί να απαλλαγεί από το ψεύδος όποιος συ­νει­δη­το­ποιεῖ την κατάστασή του.

Χωρίς την αποκήρυξη του ψεύδους δεν προσεγγίζε­ται η ἀ­λή­θεια, δεν κατορθώνεται η αρετή, δεν ανυψώνεται ο ἄνθρω­πος. Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής υποδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να προο­δεύ­σει στην αρετή γρά­φει: «Τότε θα προοδεύσης, όταν θα γίνης ένα μηδέν, διότι αυτό είναι το ύψος και η ἀνά­βασις, να κατέβης εις το μηδέν. Δεν είναι να κάμης φτερά να πετά­ξῃς…νὰ γίνης χώμα να σε πατάνε. Διότι εκ του μηδενός έγινες. Χώμα, ιδού η καταγωγή σου»[27].

Η ταπείνωση  και η  επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό, ο οποίος είναι ταυτό­χρονα ο αίτιος και το πρότυπο της ὑπάρ­ξεως του ανθρώπου, προϋποθέτουν μετάνοια και άσκηση. Κανείς δεν προσεγγίζει τον Θεό με ραθυμία και άνεση. Η Βα­σι­­λεία του Θεού «βιά­ζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»[28]. Η βια αυτή, ως πνευματική  ένταση, «χαρακτή­ρι­ζε όλη τη διάρκεια της ζωής του Κυρίου. Κατά καιρούς, η συνοχή Του να φέρει εις πέρας το ἔρ­γο που Του ανέθεσε ο Πατέρας, παρερμηνευόταν από τους ἀν­θρώπους, που νόμιζαν ότι είχε παραφρονήσει»· «η αγία ἔντα­­ση είναι κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό, που ξεχωρίζει τη χρι­στιανικὴ ζωή από τη ζωή στον κόσμο. Προϋποθέτει συνεχή ἐπα­φὴ με τη θεια ενέργεια και ακατάβλητη ορμή προς τον Θεό»[29].

Ο χριστιανός  οφείλει να  βιάζεται και να αγωνίζεται για την τήρηση των ἐντο­λῶν του Θεού, προκειμένου να καταστεί δεκτικός της χά­ριτός του. Ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχει όποιος πε­ρι­ορίζεται στην ἀνά­γνωση και την ακρόαση των πνευ­μα­τικῶν κατορ­θωμάτων των ἀγωνι­στῶν της πί­στεως και  παρα­μένει ο ίδιος ἀμέρι­μνος και αδρανής, λησμονώντας ότι οφείλει και ο ίδιος να ἀγωνι­στεῖ και να τους μιμηθεί.

Μεγάλη τέλος σπουδαιότητα έχει η διατήρηση του ἐσχα­τολογικοῦ πνεύματος του Ευαγγελίου για την παραμονή του πιστού στην αλήθεια του Χρι­στοῦ.Ἕνας πρακτικός τρόπος, που καθιερώθηκε στην ζωή της  Ἐκκλη­σίας για την διατήρηση του εσχατολογικού πνεύματος είναι η ἀδιά­λειπτη επίκληση του ονόματος του Χριστού, που συνδέει τον πιστό με την ενέργεια και την μνήμη του Θεού. Με τον αγώνα της πί­στε­ως και την επίκληση του ονόματος του Χριστού προχωρεί ο χριστιανός προς τα εμπρός, διατηρώντας την προσήλωσή του στον ἐρχόμε­νο Κύριο και την Βασιλεία του[30].

Η πρόοδος ενσαρκώνει την ανθρώπινη επιθυμία. Και ο πολιτι­σμὸς που αναπτύσσεται κατά εποχές και περιοχές ὑλο­ποιεῖ συλλο­γικὲς επιθυμίες των κοινωνιών τους. Οι επιθυμίες αυτές μπορεί να εκφράζουν  ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων, μπορεί όμως και να υπαγορεύονται από τους ηγέτες ή τα ἰσχυ­ρὰ πρόσωπα των κοινωνιών που διαθέτουν τις δυνάμεις και τα μέσα να επιβάλλουν στα πλήθη τις επιθυμίες τους.

«Η ηθική και η πνευματική κατάσταση της ἀνθρωπότη­τος ἀντικα­τοπτρίζονται στη δομή της κοινωνίας και στα πολιτικά γε­γονότα. Τα ὁρα­τὰ ιστορικά γεγονότα είναι συμπτώ­ματα πνευ­­­­­ματικῆς υγείας ή ἀρρώ­στιας· με άλλα λόγια, προέ­κταση ή αντανάκλαση όσων διαδραμα­τί­ζονται στον πνευμα­τικὸ κό­σμο»[31]. Και οι αλλαγές και καινοτομίες που πραγμα­το­­ποι­οῦ­νται στη δομή της κοινωνίας και στις πολιτικές εξελίξεις ἀπο­τυ­πώ­νουν αντίστοιχες αλλαγές και μεταλλάξεις στην ἠθι­κὴ και την πνευ­μα­τι­κὴ κατάσταση της ανθρωπότητας. Τέλος η ταχύτητα με την οποία πρα­γμα­τοποιοῦνται οι εν λόγω ἀλλα­γὲς και καινοτομίες μαρτυρούν την ταχύτη­τα με την οποία γί­νονται οι αλλαγές και μεταλλάξεις των ανθρώπων στην εποχή μας.

Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν μπορεί να ταυτί­ζε­ται με την πρόοδο του ανθρώπου και της ἀνθρω­πότητας. Αν ίσχυε αυτό,  η εποχή μας με την πρωτο­φα­νὴ  επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξή της, έπρεπε να είναι η ανώτερη και συνεκδοχικά η εὐτυ­χέ­στερη εποχή της ἀνθρώ­πι­νης ιστορίας. Η βελτίωση των μέσων παρα­γω­γῆς ἀγα­θῶν και επικοινωνίας, η αντιμετώπιση σοβαρών επιδημιών και ἀ­σθε­­νειῶν, η παροχή ανέσεων και η ἀνα­κούφιση σωματικών ή και ψυχικών πόνων κλπ αποτελούν εντυπωσιακά κατορθώ­ματα που βελτίωσαν την ζωή του ανθρώπου ως βιολογικής μο­νάδας, όχι όμως  και ως ανθρώπου με ανθρωπιά.

 Ταυτόχρονα οι μεγάλες επιστημονικές και τεχνολογικές ἐ­πι­τυχίες αὔ­ξησαν εντυπωσιακά τους κινδύνους της ἀν­θρω­πό­τητας Ο πόνος, η κατα­δυνάστευση, η βια, ο κατατρεγ­μὸς, αλλά και η πλήρης εξολόθρευση και καταστροφή, που ἀδυ­να­τοῦσαν να προκαλέσουν στην ἀνθρωπό­τητα οι ισχυροί της γης, μπο­ροῦν σημερα να πραγματοποιηθούν ή και πραγμα­το­ποιοῦνται εν πολλοίς με μεγάλη ευκολία. Και το φοβερότερο ακόμα εἶ­ναι ότι ο ἄν­θρω­­πος επιδίδεται στην κατασκευή πραγμάτων που αδυνατεί ο ίδιος να ελέγξει. Παραταύτα ἐντυ­πωσια­σμένος από τα κατορ­θώματά του θεωρεί ως πρόοδο κάθε νέα εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας του, έστω και αν αυτή προωθεί την καταστροφή του.

Ο δρόμος που ακολουθεί ο κόσμος σήμερα  είναι σαφώς ἐπι­κίν­δυνος και μάλλον καταστροφικός. Για πρώτη φορά στην ἱστο­­ρία του ο άνθρωπος διαθέτει μέσα για τον πλήρη ἀφα­­νισμό του από προσώπου της γης. Πολλοί σοβαροί ἐπιστή­μο­νες και διανοητές μιλούν για τέλος του πολιτισμού και της ιστορίας. Αλλά και στο Εὐ­αγγέλιο δεν υπάρχει ευοίωνη πρόβλεψη για τους ἔσχα­τους καιρούς. Ο ίδιος ο  Χριστός ερωτά: «Ο Υϊος του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης»[32];

Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι ο άνθρωπος επέζησε μέχρι τώ­ρα, γιατί δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες του. Από την στιγμή όμως που απέκτησε τις δυνατότητες να τις ἐκ­πληρώσει ακολουθώντας την πλατιά και εύκολη λεωφόρο που οδηγεί δήθεν στην «απελευθέρωση», το μέλλον του καθί­σταται διαρκώς ζοφερότερο και η ζωή τυφλή και άνευ νοή­ματος[33]. Στο όνομα της ελευθερίας για επιστημονική και τεχνο­λογικὴ πρόοδο φαλκιδεύει την προσωπική του ελευθερία.

Το πρόβλημα σήμερα δεν περιορίζεται στην καλή ή την κακή χρήση της τεχνολογίας, αλλά επεκτείνεται και οξύνεται μάλιστα με την επιτυχία της ίδιας της τεχνολογίας. Έτσι π.χ. κάθε νέα τεχνολογική επιτυχία στο πλαίσιο του ξέφρενου πο­λε­μικοῦ ανταγωνισμού των κρατών της γης αυξάνει το ἀλα­ζο­νικὸ πνεύμα των ισχυρών και πολλαπλασιάζει την δυναστική εξουσία τους. Ταυτόχρονα δημιουργεί συνήθως σοβαρά οἰκολο­γικὰ και άλλα προβλήματα, αλλά και αφαιρεί τεράστιους οἰκο­νομικοὺς πόρους, που θα μπορούσαν να διατεθούν στον κόσμο.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στον άνθρωπο ἑστιάζε­ται στο πως αντιμετωπίζει και αξιολογεί την εξέλιξη των ἀλ­λαγῶν που σημειώνονται. Αν δηλαδή θεωρεί την έξέλιξη αὐ­τὴν ως επιτυχία και πρόοδο, ή αν βλέπει ότι οδηγεί στην ἐξα­χρείωση και την καταστροφή του. Η απάντηση που θα δώσει στο ερώτημα αυτό έχει καίρια σπουδαιότητα. Αν την θεωρεί σωστή, κινδυνεύει να απογοητευθεί. Αν όμως την θεωρεί ἐπι­κίν­δυνη, πρέπει να θεραπεύσει την αιτία της, δηλαδή να θε­ρα­πεύσει τον νου του, το πνεύμα του, γιατί «με την θερα­πεία των ανθρώπων στο πνεύμα, εισάγεται ταυτό­χρονα τάξη και ειρήνη στο ἐπί­πεδο της οικογένειας, της κονωνίας, της πολιτείας»[34].

Εξετάζοντας την συγχρονη κατάσταση με το πνεύμα αὐ­τό, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την πορεία της ἀσθε­νείας της, όπως και την οδό της θεραπείας της. Η ασθένεια συμβαδίζει με την εγωκεντρική και υβριστική, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, διάθεση του ανθρώπου, που βλέπουμε να κορυφώνεται στην εποχή μας.  Και η θεραπεία της μπορεί να πραγματοποιηθεί με την επιλογή της οδού που ὑποστα­σιάζεται στο πρόσωπο του ταπεινού Θεού Λόγου, που κέ­νωσε τον εαυτό του και έγινε άνθρωπος με θυσιαστική αγάπη, για να καταστήσει τον άνθρωπο κοινωνό της ακατάλυτης ἀλή­θει­ας και ζωής.

Παραπομπές:

[1]. Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 1, PG 150,493B.

[2]. Βλ.  Αρχιμ. Σωφρονίου  (Σαχάρωφ), Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου,  Έσσεξ Αγγλίας, τόμ. Α΄ 2011, σ. 403.

[3]. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 15,36, PG 32,132A.

[4]. Βλ.Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρό­μου,  Έσσεξ Αγγλίας  52018, σ. 30-1.

[5]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 10,740 κ.ἑ.,  έκδ. J. Darrouzès, “Sources Chrétien­nes, τόμ. 129, Paris 1967, σ. 312 κ.ε.

[6]. Βλ. Α’Κορ. 13,12-13.

[7]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 10,116-18, έκδ. J. Darrouzès, ο.π, σ. 298.

[8]. Ματθ. 3,11.

[9]. Βλ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 10,116-118., έκδ. J. Darrouzès, ο.π., σ. 266.

[10]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 10,16-20, ὅ.π., σ. 260.

[11]. Αποκ.1,8.

[12]. Αρχιμ. Σωφρονίου  (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, ὅ.π.,σ. 67-8.

[13]. Ψαλμ.115,2.

[14]. Ψαλμ. 115,2

[15]. Ιω. 8,24.

[16]. Βλ. Ιω. 8,25.

[17]. Βλ. Ιω. 18,38.

[18]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, έκδ. Ι. Μονής Τι­μί­ου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 5 2010, σ. 337-8.

[19]. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3,Γρηγο­ρίου του Παλαμά, Συγγράμματα,  έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 396.

[20]. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων  1,2,4, ὅ.π., σ. 397.

[21]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου  (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προ­δρό­μου,  Έσσεξ Αγγλίας  52018, σ. 83.

[22]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου  (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, ὅ.π., σ. 85.

[23]. Ματθ. 16,24. Πρβλ. Μάρκ. 8,34.

[24]. Αρχιμ. Σωφρονίου  (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, σ. 54.

[25]. Α’Κορ. 4,7.

[26]. Ιω. 18,37.

[27]. Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, Επιστολές και Ποιήματα, Ιερά Μεγίστη Μο­νὴ Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2019, σ. 330.

[28]. Βλ. Λουκ. 11,12·16,16. Πρβλ. Ματθ. 11,12.

[29]. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Μοναχισμός. Το περιεκτικό χάρισμα του Αγίου Πνεύ­ματος, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προ­δρό­μου,  Έσσεξ Αγγλίας  22021, σ. 293-6.

[30]. Βλ, Φιλιπ. 3,13-4. Α’Τιμ. 6,12.

[31]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ),Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, έκδ. Ι. Μο­νῆς Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας  22011, σ. 245.

[32]. Λουκ. 18,8.

[33]. Βλ. Α. Κοσματόπουλου, Ναι, έρχου. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, έκδ. Α. Ἀλτι­ντζῆ, σ. 192-3.

[34]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, ὅ.π.