Ναυάγια: Ένας θαυμαστός υποβρύχιος κόσμος

17 Αυγούστου 2023

Η ζωή του Έλληνα ήταν πάντα δεμένη με τη θάλασσα. Οι εκτεταμένες ακτές, τα φυσικά λιμάνια, η αγάπη για την περιπέτεια αλλά και η ανταλλαγή /συναλλαγή τον έφεραν, ήδη από την αρχαιότητα, στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου. Άλλωστε, η τακτική αυτή δεν σταμάτησε για αιώνες ακόμα και σε περιόδους πικρής σκλαβιάς και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Όμως, οι ναυτικές επιχειρήσεις δεν στέφονταν πάντα από επιτυχία. Οι ναυτικές τραγωδίες υπήρχαν σε όλες τις εποχές. Με αυτά τα πλοία που απέτυχαν του σκοπού τους και συγκεκριμένα με τα μεγαλύτερα από τα αρχαία ναυάγια που είναι προσιτά στην αρχαιολογική έρευνα και αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την ιστορία την οικονομία την κοινωνία αλλά και τη ναυπηγική της εποχής ασχολείται η ενάλια αρχαιολογία.

Ο κλάδος αυτός άρχισε συστηματικά στην Ελλάδα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ο Χρήστος Τσούντας, το 1884, είναι αυτός που έβαλε τα θεμέλια της όταν ως νέος επιμελητής και υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και με τη βοήθεια σφουγγαράδων ξεκίνησε την πρώτη συστηματική υποβρύχια έρευνα στο στενό της Σαλαμίνας με σκοπό τον εντοπισμό ναυαγίων από την περίφημη ναυμαχία. Μία έρευνα που, αν και δεν στέφθηκε από επιτυχία, ωστόσο έβαλε τα θεμέλια σε αυτό τον καινούργιο κλάδο της αρχαιολογίας.

Τα χρόνια που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από σποραδικά αλλά εντυπωσιακά γεγονότα: Έλληνες ψαράδες και σφουγγαράδες έφεραν στο φως τον Ποσειδώνα της Κρεύσιδος στο Κορινθιακό κόλπο, χάλκινα τάλαντα της εποχής του χαλκού στην Κύμη, τον θησαυρό των Αντικυθήρων, το παιδί του Μαραθώνα από την ομώνυμη θάλασσα καθώς και τον Ποσειδώνα -ή ίσως και τον Δία- που ανελκύστηκε από τράτα στο Αρτεμίσιο. Όλα αυτά υπήρξαν μοναδικά ευρήματα, θαμμένα στο βυθό των ελληνικών θαλασσών, πολύτιμα για τον κόσμο αλλά και για την επιστήμη.

Η ανακάλυψη του αυτόματου ρυθμιστή πίεσης από τους Κουστώ και Γκανιάν το 1943 έφερε επανάσταση και στο χώρο των υποβρυχίων ερευνών. Δεκαετία του ΄60 θεωρείται η σημαντικότερη για την ελληνική ενάλια αρχαιολογία. Το κράτος της έδωσε υπόσταση αφού η αυξημένη αρχαιοκαπηλία οδήγησε τον τότε γενικό διευθυντή αρχαιοτήτων Νίκο Γιαλούρη να ενθαρρύνει πολλούς νέους αρχαιολόγους να εκπαιδευτούν και να πάρουν πτυχίο αυτοδύτη. Τον Αύγουστο του 1973 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιοτήτων, μη κερδοσκοπικό κοινωφελές επιστημονικό και τεχνικό σωματείο, το οποίο έθεσε ως στόχο του να συνδράμει στο έργο που επιτελεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Παρά τη μεγάλη δαπάνη που απαιτεί μία υποβρύχια έρευνα, -το ελάχιστο κόστος της υπολογίζεται στα 5.000 ευρώ-, διάσημα ναυάγια έχουν ήδη ανελκυστεί, έχουν ερευνηθεί και πολλά από τα ευρήματα αποτελούν πλέον κτήμα μικρών αλλά και μεγάλων μουσείων. Ανάμεσά τους είναι το ναυάγιο της Δοκού, ακατοίκητο νησάκι δίπλα στην Ύδρα, από το οποίον ανελκύστηκαν 8.000 κεραμικά ευρήματα της Β΄ πρωτοελλαδικής περιόδου. Στην Αλόννησο έχει εντοπιστεί το μεγαλύτερο εμπορικό πλοίο της κλασικής περιόδου και το πρώτο που άρχισε να ανασκάπτεται στην Ελλάδα. Το φορτίο του αποτελείται από χιλιάδες αμφορείς, οι περισσότεροι από τους οποίους βρέθηκαν ακέραιοι. Εμπορικό πλοίο τέταρτου αιώνα προ Χριστού ήταν και το γνωστό ναυάγιο της Κυρήνειας που βρέθηκε στη βόρεια παράλια της Κύπρου και ανασκάφηκε από το 1967 έως το 1972. Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο ότι διασώθηκε το 75% της ξυλείας του σκαριού γεγονός που επέτρεψε την ανέλκυση τη συντήρηση και τη συναρμολόγηση του. Έκτοτε το αρχαίο σκάφος βρίσκεται εκτεθειμένο στο μεσαιωνικό κάστρο της κατεχόμενης από το 1974 Κυρήνειας.

Ένα ακόμα από τα μεγάλα ναυάγια ήταν αυτό που ανασκάφτηκε το 1981. Πρόκειται για τον Μέντορα, το πλοίο του Λόρδου Έλγιν που μετέφερε τα μάρμαρα του Παρθενώνα και σπαράγματα άλλων μνημείων. Βυθίστηκε το 1804 έξω από το λιμάνι του Αβλέμονα στα Κύθηρα, όταν, εξαιτίας αλλαγής του καιρού, κρέμασε η άγκυρά του και έπεσε στα βράχια. Η έρευνα αποκάλυψε μεγάλο τμήμα του σκαριού του πλοίου, ό,τι άφησαν οι καλύμνιοι δύτες που είχε προσλάβει ο ‘Ελγιν προκειμένου να ανελκύσουν το πολύτιμο φορτίο του από τα 20 μέτρα βάθος. Βρέθηκαν επίσης διάφορα σκεύη του πλοίου και του πληρώματος καθώς και ένα ρολόι που έχει σκουριασμένη δείκτες του είχαν σταματήσει στις 01:10 την ώρα προφανώς που βυθίστηκε το πλοίο.

Πολύτιμες όμως είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει η ενάλια αρχαιολογία ως προς την κατασκευή των πλοίων, γεγονός που ενδιαφέρει άμεσα την επιστήμη της ναυπηγικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βύθιση του πλοίου «La Therese”, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιορκία του Xάνδακα (Ηρακλείου). Kατασκευάστηκε στην Τουλούζη από το 1662 – 1665 και ήταν ένα από τα σκάφη στο στόλο του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ανήκε στην αποστολή της τελευταίας και πιο σημαντικής γαλλικής βοήθειας που έφτασε στην Κρήτη στις 19 Ιουνίου 1669, με σκοπό να βοηθήσει την καλά οργανωμένη αντεπίθεση από ξηρά και θάλασσα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων εναντίον των Τούρκων πολιορκητών. Η βύθιση του ήταν μάλλον τυχαία καθώς προέκυψε έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη, οι συνέπειες όμως της απώλειας της υποναυαρχίδας ήταν καθοριστικές. Δημιουργήθηκε σοβαρότατος ηθικός κλονισμός στους πολιορκημένους με αποτέλεσμα την αποτυχία της προσχεδιασμένης εξόδου, την αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων λίγο αργότερα και τέλος τη συνθηκολόγηση και παράδοση του μεγάλου Κάστρου στους Τούρκους.

Την έρευνα του πλοίου ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού με τη συνεργασία του Ζακ Υβ Κουστώ. Η θέση του πλοίου υποδείχθηκε από έναν ηρακλειώτη αυτοδύτη. Σύντομα άρχισε συστηματική έρευνα όπου εντοπίστηκε ένα ναυάγιο που λόγω των μακάβριων ευρημάτων του ονομάστηκε αρχικά «το ναυάγιο των κρανίων». Στην πορεία, το πλοίο ταυτοποιήθηκε και εντοπίστηκαν τα μέρη του καθώς και ο τρόπος κατασκευής του. Είχε 58 κανόνια και την πυριτιδαποθήκη στην πρύμνη απ΄ όπου ήταν εμφανές ότι υπήρξε ο χώρος της εκρήξεως. Οι αρχαιολόγοι ήταν σε θέση να αντιληφθούν ακριβώς τον τρόπο ναυπήγησή του με τις κάθετες και οριζόντιες δοκούς του.

Ανάμεσα στο υλικό που ανελκύστηκε συγκαταλέγεται πολεμικό υλικό που περιλαμβάνει διάσπαρτες μπάλες καναλιών και βόλια, καθώς, βέβαια, και τα κανόνια που φέρουν το έμβλημα του Κάρολου του Θ΄ και του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ανελκύστηκαν επίσης είδη καθημερινής χρήσης –κουτάλια, πιάτα, εργαλεία- αλλά και τα προσωπικά είδη του Δούκα ντε Νεβιγ, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη ταξιδεύοντας με τον πλοίο. Βρέθηκαν επίσης ανθρώπινα οστά 300 περίπου ατόμων που επέβαιναν στο πλοίο κατά τη στιγμή της έκρηξης καθώς και αντικείμενα, εξαρτήματα και εργαλεία τα οποία συμπλήρωσαν τη γνώση κατασκευής του πλοίου και αποτέλεσαν σημαντικά στοιχεία για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής των πλοίων του 17ου αιώνα.

Το βέβαιον είναι πως Ελληνικός βυθός μας επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις. Ως απόδειξη αυτού ας θυμηθούμε τον μηχανισμό των Αντικυθήρων, ο οποίος επί δεκαετίες αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά αινίγματα της αρχαιολογίας και μόλις πριν λίγα χρόνια, και μάλιστα με τη βοήθεια ελλήνων επιστημόνων, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πλέον τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του αλλά, κυρίως, τον ιδιοφυή νου που τον κατασκεύασε.