Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Η αγωνία της Μετάστασης
15 Αυγούστου 2023Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε ως στρουθίον μονάζον στον Άθωνα. Ίσως και ως όρνεο. Έχουμε πολλά παραδείγματα τα οποία δικαιολογούν τον τελευταίο χαρακτηρισμό. Τόσο ως προς τον τόπο κατοικίας και τρόπο διαβίωσής του όσο και της ένδυσης και της υπόδησης του. Δηλαδή κουρέλια για ενδύματα και κάθε έλλειψη υπόδησης. Τουλάχιστον, για κάποια χρόνια. Και μάλιστα χειμώνα, καλοκαίρι, ακόμη και εν μέσω μεγάλου ύψους χιονιών.
Με μόνη και μόνιμη συναναστροφή τον αντίστοιχης ασκητικής βιοτής συνασκητή του Γέροντα Αρσένιο Σπηλαιώτη. Και να η φωλιά των στρουθίων ή και ορνέων του Αθωνα! Ασκητές εν σπηλαίω.
Και στις φωλιές αυτές θα γεννηθεί μέσα στην καρδιά των δύο αυτών Μοναχών ως παιδίον νέον η Θεία Χάρις και θα ζήσουν μαζί της σ’ ένα αέναο ταξείδι ζωής και περιπέτειας για την διαρκή συμβίωση μαζί της.
Μέχρι να βγάλουν φτερά, για να γίνουν επίγειοι άγγελοι και να απογειωθούν!
Και για να μπορέσουν, συνάμα, ως κλώσες να περιβάλλουν και να αγκαλιάσουν κάτω από τα φτερά τους όσους θέλουν να ζήσουν κάτι από την δική τους ζωή. Την ζωή της Θείας Χάριτος. Εκείνους που θα ήθελαν να ακολουθήσουν τα δικά τους βήματα, προσπαθώντας και αυτοί να ζήσουν χωρίς το υλικό βάρος των παθών, ως μια πρώτη απογείωση!
Και μετά οι ουρανοί θα μπορούσαν να γίνουν κατά χάριν δικοί τους!
Η απόφασή των δύο συνασκητών για τον τρόπο ζωής που επέλεξαν ήταν ηρωική, στην ουσία μαρτυρική, αυτοθυσιαστική τόσο για την δυσκολία του εγχειρήματος όσο και για τους κόπους, μόχθους, πόνους στους οποίους εκτέθηκαν για την επίτευξη του σκοπού τους. Υποθήκευσαν, δηλαδή, την ζωή τους όλη για κάποιο άδηλο πνευματικό αποτέλεσμα. Και, μάλιστα, ενώ θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την μέση και βασιλική οδό αυτήν του κοινοβιακού μοναχικού βίου ή ακόμη και του ιδιόρρυθμου μοναχισμού ο οποίος τους πρόσφερε αρκετές δυνατότητες μυστικής ασκητικής ζωής.
Ο βίος του αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή και Σπηλαιώτη μοιάζει με έναν άνθρωπο που ανοίχτηκε στο πέλαγος με μόνο σκαρί τον εαυτό του, ελπίζοντας να καταφέρει να φτάσει εν μέσω κλυδωνισμών θαλάσσης στην γη της Επαγγελίας. Και το πέλαγος αυτό λεγόταν όρος Άθω. Και μην σας φαίνεται παράξενο. Εκεί να δείτε τρικυμίες, και μέρες χωρίς να συναντήσεις άνθρωπο για να σου προσφέρει αληθινή παρηγοριά, πιο έμπειρο από σένα για να σου πει πως πας καλά, ή γύρνα πίσω, άλλαξε ρότα, για να σου δώσει σαφείς οδηγίες πορείας μέσα στις θαλασσινές σπηλιές και γκρεμνούς που έχεις επενδύσει την ζωή σου όλη. Σ’ αυτή την θαλασσοπορεία επί κυματισμών και αύρας θαλάσσης.
Και δεν του έφτανε η δική του αγωνία σ’ αυτήν την μεγάλη και ευρύχωρη θάλασσα με το πλήθος των μεγάλων και μικρών ζώων, είχε και να να αντιπαλέψει και με τους δράκους (πειρατές;) οι οποίοι τον ενέπαιζαν ως πλανεμένο τόσο τον ίδιο όσο και τον συσπηλαιώτη και συμφωλαιώτη του. Τα άκακα αυτά πετεινά του ουρανού οι οποίοι τίποτε άλλο δεν προσδοκούσαν παρά μια ευκαιρία για να τραφούν με το μάννα της Θείας Χάριτος.
Αυτούς οι οποίοι ζούσαν ιδιαίτερα διακριτικά, χωρίς να ενοχλούν κανέναν!
Και πέραν από το μάννα της Θείας Χάριτος που κατάφερε, τελικά, να γευτεί ο όσιος Ιωσήφ μαζί με τον Γέροντα Αρσένιο, αλλά και οι διάδοχοι υποτακτικοί του που μάζεψε κάτω από τις φτερούγες του, είχαν όλοι μαζί την ευλογία να γευτούν και άλλα παράδοξα προϊόντα και καρπούς της Θείας Χάριτος…
Εκεί στις θαλασσινές σπηλιές του άνω Άθωνος που γινόταν ορισμένες φορές τοπίο της Άνω Ιερουσαλήμ, αφού και η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος «ζήλεψε» την αριστοκρατική τους διαμονή, διαβίωση και τις συνεχείς νοερές και γοερές επικλήσεις τους που εξωράιζαν τόσο τον εσωτερικό τους κόσμο όσο και το ενδιαίτημά τους, και έτσι επισκέφτηκε την φωλιά τους! Εμφανίστηκε στο κελλάκι του οσίου Ιωσήφ, στο σπήλαιο της Χάριτος για να φιλοξενηθεί από αυτόν τον μέγα ναύαρχο του ωκεανού του Περιβολιού Της. Για να τον παρηγορήσει, δηλαδή!
Εκεί στα ψηλά του Άθωνα, στο πιο ψηλό του κατάρτι που σαν βιγλάτορας, παρατηρητής αγρυπνούσε τόσο για την δική του εσωτερική κατάσταση και παρατηρώντας, συγχρόνως, βαθειά μέσα στις καρδιές και ψυχές των υποτακτικών του που προέβλεπε ότι θα γίνουν και οι ίδιοι καλής πορείας καπετάνιοι στο αθωνικό πέλαγος! Όπως και στο λοιπό πέλαγος του κόσμου!
Αλλά όχι μόνον καπετάνιοι, αλλά και ποντοπόρα πλοία, υπερωκεάνια, φορτωμένα με πλήθος επιβατών για όσους ενέπνεαν ασφαλή πλεύση προς τον καλό λιμένα της Επαγγελίας.
Στα 1959 ο καλός καπετάνιος και καλός καραβοκύρης είχε ξεπεράσει κάθε αίσθηση και επιθυμία γήινη. Ήταν έμπλεος της Θείας Χάριτος και έτοιμος για το τελευταίο στάδιο του ταξειδιού του. Γι’ αυτό και στα τέκνα του που αγωνιούσαν για την υγεία του τους είχε πει: «Μη κοπιάζετε άδικα… Είναι η ώρα μου να φύγω -μόνο με ταλαιπωρείτε- αλλ’ αφού επιμένετε, κάμετε όπως νομίζετε».
«Είναι η ώρα μου να φύγω…». Ήταν έτοιμος, λοιπόν, αφού για όλη του την ζωή ετοιμαζόταν γι’ αυτό το άλμα της ύπαρξης. Να φτάσει σ’ αυτά τα οποία με κόπο προγεύτηκε στο πέλαγος του Περιβολιού της Παναγίας και είχε βέβαιη την πληροφορία και είχε αναπτύξει και βέβαιη σχέση.
«Ανέμενε την απόλυσί του απ’ αυτή τη ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια», όπως γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Ενώ, χαριεντιζόμενος, έλεγε στον συνασκητή του: «Αρσένιε πότε φεύγομε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αργούμε».
Όλη του η ζωή ήταν ευχής έργο μέχρι και την αγωνία της τελευταίας στιγμής. Και αυτόν τον κανόνα της ζωής του, της ευχής, τον μετέδωσε και στους υποτακτικούς του, τους διάδοχους του και νέους Αγιορείτες και οικουμενικούς Γέροντες!
Αλλά η δική του αγωνία για τον θάνατο δεν ήταν όπως όλων των ανθρώπων όταν σκέφτονται τον θάνατο ή λίγο πριν από αυτόν. Ο μεγάλος Γέροντας δεν είχε, πλέον, μνήμη ή μελέτη θανάτου, αλλά επιθυμία αποδημίας, επιθυμία θανάτου! Κοίμησης του ταλαιπωρημένου και εξουθενωμένου σώματός του, αφού όπως έλεγε δεν μπορούσε να αγωνιστεί άλλο. Τα είχε δώσει όλα!
Μόνη επιθυμία του ήταν να πιάσει στο μεγάλο λιμάνι!
Έτσι ένα μήνα πριν από την Κοίμηση και Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου έλαβε την εσωτερική πνευματική πληροφορία πως η Παναγία θα τον έπαιρνε μαζί της την ημέρα της γιορτής της. Πράγμα που κοινοποιούσε ο όσιος Γέροντας και δεν το κρατούσε μυστικό, φοβούμενος μήπως γίνει κάτι άλλο τελικά! Όπως αναφέρει ο υποτακτικός του Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και Αριζονίτης: «Με κάλεσε τότε ο Γέροντας και μου υπέδειξε τι να ετοιμάσωμε. Επεριμέναμε».
Εξάλλου, στα μέλη της συνοδείας του που αγωνίζονταν να τον κρατήσουν κι άλλο κοντά τους με την βοήθεια των γιατρών και των φαρμάκων τους είχε πει: «Μη κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν’ αμεριμνήση».
Και όταν πέρασαν οι μέρες και πλησίασε η εορτή της Μετάστασης, το Πάσχα του καλοκαιριού, είχε πει σε επισκέπτες του, πως: «Όταν θ’ ακούσετε μετά τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας».
Έτσι η αναμονή κορυφώθηκε την παραμονή της γιορτής: «Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε -κάτι περίμενε». Και είναι γνωστό τι περίμενε για ποιο πράγμα αγωνιούσε για την 15η Αυγούστου.
Όσο για τις τελευταίες ώρες της ζωής του να τι αναφέρει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός: «Την άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας ‘εις εφόδιον ζωής αιωνίου’. Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την προς Αυτήν ενδόμυχη αίτησι της ψυχής του· Αυτήν, που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαγχνία Της».
Και να και τα ίδια λόγια της Θεοτόκου που του είχε πει για να τον παρηγορήσει σε μια περίοδο δεινών πειρασμών: «Δεν σου είπα να έχης την ελπίδα σου σε μένα; γιατί αποθαρρύνεσαι»;
Πράγματι, τις τελευταίες ώρες τη ζωής του μοιάζει να αποθαρρύνεται και να αγωνιά! Όχι, βεβαίως, να τρομοκρατείται, αλλά να αποθαρρύνεται, γιατί ίσως δεν ήλθε ακόμη η ώρα της δικής του κοίμησης. Εκεί, βεβαίως, που εμείς θα είχαμε πανικοβληθεί και θα παρακαλούσαμε να παραταθεί η ζωή μας για ποικίλους λόγους. Και, σίγουρα, και μόνον ο φόβος του θανάτου θα ήταν αρκετός για να μας καταβάλει.
Και μέσα από το παράδειγμα αυτό βλέπουμε μια ευλογημένη περίπτωση κατά χάριν «ευθανασίας»! Ενός αγίου με πάρα πολύ μεγάλη άσκηση που γνώριζε, πια, ότι οι σωματικές του δυνάμεις δεν τον βοηθούσαν για να συνεχίσει τον αγώνα του. Πλάι στην μεγάλη άσκηση ήταν, βεβαίως, και ο θείος έρως που τον είχε κατακλύσει ολόκληρο και φώλιαζε μέσα του και αυτό ήταν αρκετό για να έχει την παρρησία να ζητά αυτήν την ευλογημένη εκδούλευση από την Κυρία του Άθωνα! «Την παρακαλούσε από καιρόν, να τον πάρη, να ξεκουρασθή. Και τον εισήκουσεν η Παντάνασσα», όπως αναφέρει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης.
Την κορύφωση, βεβαίως, της αγωνίας του την έζησε ανήμερα της γιορτής της Μετάστασεως και Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και ημέρα της δικής του κοιμήσεως:
Γράφει ο υποτακτικός του Γέροντας Εφραίμ: «Ξημέρωσε 15η Αυγούστου. Ο Γέροντας κάθεται στην μαρτυρική του πολυθρόνα στην αυλή τού ησυχαστηρίου μας. Περιμένει την ώραν και την στιγμήν. Είναι σίγουρος διά την πληροφορίαν που του είχε δώσει η Παναγία μας, αλλά βλέποντας την ώραν να περνά και τον ήλιον να ανεβαίνη του έρχεται κάτι ωσάν στενοχώρια, ωσάν αγωνία δια την βραδύτητα».
Αγωνία για την βραδύτητα και όχι για την συνάντηση με ίδιο το «όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον»!
Η Υπεραγία Θεοτόκος, θα πρέπει με ιδιαίτερη λαχταρά να ανέμενε την δική της Κοίμηση-Μετάσταση-Ανάσταση για να βρεθεί κοντά στον Υιό της! Ο όσιος Ιωσήφ έζησε τις τελευταίες ώρες της δικής του λαχτάρας ανάμικτη με αγωνία μήπως χάσει την προθεσμία που του έδωσε η απόλυτος κυρίαρχος της ημέρας. Γράφει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθείτης: «Είναι η τελευταία επίσκεψις του πονηρού. Με φωνάζει και μου λέγει: ‘Παιδί μου, γιατί αργεί ο Θεός να με πάρη; Ο ήλιος ανεβαίνει και εγώ ακόμη είμαι εδώ’»!
Δεν ξέρω πώς πρέπει να διαβάσουμε τις φράσεις αυτές του οσίου Ιωσήφ προς τον νεαρότερο υποτακτικό του. Πρόκειται για απλή ομολογία της αγωνίας του, παράπονο, εξομολόγηση; Όπως και να έχει βλέπουμε έναν άνθρωπο, καλύτερα έναν άγιο «στριμωγμένο»! Η αγωνία του είναι στο αποκορύφωμά της. Προφανώς, ποτέ άλλοτε ο Μέγας Αγιορείτης Γέροντας του 20ού αιώνα δεν θα μίλησε έτσι σε κάποιον υποτακτικό του!
Και γι’ αυτό, ο άλλοτε μικρός Γιαννάκης που ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ειδοποίησε τον Γέροντα Ιωσήφ πως έρχεται από τον Βόλο και να τον εντάξει στην ποίμνη του, όταν άκουσε την έκφραση της αγωνίας του Γέροντά του, την ίδια εκείνη στιγμή έγινε και ο ίδιος Γέροντας! Μοιάζει να είναι η πρώτη του Γεροντική εμπειρία και διακονία.
Γράφει λοιπόν: «Βλέποντας εγώ τον Γέροντά μου να λυπήται και σχεδόν να αδημονή, του λέγω με θάρρος: ‘Γέροντα μη στενοχωρήστε, τώρα εμείς θα κάνωμε ευχή και θα φύγετε’».
Ο Γέροντας, πλέον, Εφραίμ στην πρώτη δοκιμασία του με την ιδιότητα αυτή αποδεικνύει ότι είχε μάθει το σημαντικότερο μέρος της διδασκαλίας του Γέροντά τους. Όλα πρέπει να είναι ευχής έργο! Και μάλιστα «εντόνου» όπως τους είχε διδάξει!
Και τα λόγια του αυτά αναπαύουν και τον όσιο Ιωσήφ: «Εσταμάτησαν τα δάκρυά του. Οι πατέρες, ο καθένας το κομποσχοίνι του και έντονον την ευχήν».
Και να ακόμη ένα παράδοξο. Ο π. Εφραίμ υπόσχεται ότι θα «κάνουμε ευχή» και… το δίχως άλλο θα φύγετε και οι λοιποί μαθητές, υποτακτικοί αρχίζουν να προσεύχονται για την κοίμηση του Γέροντά τους! Αυτοί που μέχρι χθες αγωνίζονταν να τον κρατήσουν μαζί τους! Πάντως, όσο και αν η πρόταση προς τα λοιπά μέλη της συνοδείας για προσευχή ήταν από συν-υποτακτικό, η υπακοή ήταν στην αγωνία του οσίου Γέροντα τους! Στον ίδιο τον όσιο Γέροντά τους!
Και η υπόσχεση της Παναγίας για την παραλαβή της αγίας ψυχής του την ημέρα της γιορτής της δεν άργησε να έλθει:
«Δεν επέρασε ένα τέταρτο και μου λέγει: ‘Κάλεσε τούς πατέρες να βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω’. Εβάλαμε την τελευταίαν μετάνοιαν. Έπειτα από λίγο εσήκωσε τα μάτια του υψηλά και έβλεπε επιμόνως επί δυο λεπτά περίπου.
Κατόπιν γυρίζει και πλήρης νηφαλιότητος και ανεκφράστου ψυχικού θάμβους μας λέγει:
‘Όλα ετελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε’»!
Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια, και αυτό ήταν. Παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Εκείνου, τον οποίον επόθησε και εδούλευσεν εκ νεότητος.
Θάνατος όντως οσιακός. Εις ημάς εσκόρπισε αναστάσιμον αίσθησιν. Εμπροστά μας είχαμε νεκρόν και ήρμοζε [ταίριαζε] πένθος, όμως μέσα μας εζούσαμε ανάστασιν. Και τούτο το αίσθημα δεν έλειψε πλέον· με αυτό συνοδεύεται έκτοτε η ενθύμησις του αειμνήστου αγίου Γέροντος».
Αυτή ήταν η αγωνία, το κύκνειον άσμα του στρουθίου του Άθωνα και συνάμα και ορνέου που μεταμορφώθηκε σε έναν πανέμορφο και μεγαλοπρεπή κύκνο! Έναν ιδιαίτερα ψυχωφελή άγιο της Εκκλησίας μας που άφησε πίσω του τους διαδόχους του για να συνεχίσουν το έργο του όταν αυτός τα έδωσε όλα και δεν μπορούσε άλλο!
Ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός σημειώνει τα μετά την κοίμηση του αγίου Γέροντά τους: «Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάστασι της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση και στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ήμερα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, που έγινε η κηδεία του – κατά την απαίτησί του, εκεί στον τόπο που ετελειώθη -, ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους».
Ας κλείσουμε με το τελευταίο:
«Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους»!
Να έχουμε τις ευλογίες της Υπεραγίας Θεοτόκου που γιορτάζουμε σήμερα και την ευχή του του οσίου Ιωσήφ που γιορτάζουμε αύριο!
Χρόνια πολλά!