Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Καπνίσης (†), ο κήρυκας της ταπείνωσης

20 Σεπτεμβρίου 2023

Το να επιχειρήσει κανείς να βιογραφήσει οποιονδήποτε άνθρωπο, είναι δύσκολο, μάλλον ακατόρθωτο έργο, γιατί κανείς δεν έχει πρόσβαση στο μυστικό ταμείο της καρδιάς του, στα ένδον βιώματα και τα πιο κρυφά συναισθήματά του. Όταν όμως πρόκειται να βιογραφήσει έναν άνθρωπο που, κατά κοινή ομολογία, ευεργέτησε μια ολόκληρη περιοχή και την καλλιέργησε πνευματικά επί μια ολόκληρη πεντηκονταετία, που έφερε πολλούς ανθρώπους κοντά στον Χριστό και έζησε, κατά κοινή ομολογία, όπως ο Χριστός θέλει να ζει ο άνθρωπος, ομολογεί την αναξιότητά του. Δεν μπορούμε εύκολα να εισέλθουμε στο μυστικό ταμείο της καρδιάς του και έχω την βεβαιότητα ότι τα πιο σημαντικά πράγματα του βίου του μένουν απόκρυφα για μας. Για να θυμηθούμε όμως τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αδυνατούμε να συλλάβουμε αυτό το ένδον ταμείον, την «ουσία», είμαστε ωστόσο όλη η επαρχία της Ιστιαίας μάρτυρες των «ενεργειών» του, των λόγων δηλαδή και των πράξεών του, των όσων φαίνονται και γίνονται αντιληπτά με τους αισθητούς οφθαλμούς και τα ώτα. Έτσι, και καταλαβαίνοντας ότι μιλώ εκ μέρους πάρα πολλών ανθρώπων που ωφελήθηκαν από τον Γέροντα, και εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη της καρδιάς μου για όσα είδα και έμαθα από αυτόν, αναλαμβάνω ταπεινά να προβώ σε ένα σκαρίφημα της συγγραφής του βίου του, παρακαλώντας τον αναγνώστη να με συγχωρήσει αν τυχόν με το λόγο μου αδίκησα το μεγαλείο –γιατί περί αυτού πρόκειται- του έργου του.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΕΣ

Ο Γέροντας λοιπόν γεννήθηκε το έτος 1931 στην πόλη της Χαλκίδας και το κοσμικό του όνομα ήταν Παναγιώτης. Οι γονείς του ονομάζονταν Νικόλαος και Ευαγγελία και είχαν βίο ενάρετο. Πολύ συνδεδεμένη με την Εκκλησία ήταν ιδιαιτέρως η μητέρα του, γιατί, όπως ο π. Ιγνάτιος ανέφερε, η ίδια ομολογούσε ότι «κάθε φορά που βλέπω ράσο, ηλεκτρίζομαι». Τόσο πολύ σεβόταν τον ιερό κλήρο. Και πρέπει να έπαιξε μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της πνευματικής μορφής του π. Ιγνατίου, γιατί ο Γέροντας έλεγε συχνά «με ολίγες εξαιρέσεις, ο άνθρωπος είναι ό,τι είναι η μάνα του». Ο πατήρ ήταν μέλος πολύτεκνης οικογένειας, καθώς είχε άλλα πέντε αδέλφια.

ΚΟΥΡΑ, ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ, ΕΛΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΙΑΙΑ

Σπούδασε στην Χαλκίδα μέχρι και το τέλος του τότε Γυμνασίου και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που εκείνη την εποχή είχε ως καθηγητές πολύ σημαντικές προσωπικότητες, άριστα καταρτισμένες. Υπηρέτησε κατόπιν την στρατιωτική του θητεία επί διετία και κατόπιν, το 1960, εκάρη μοναχός στην Ιερά Μόνη Οσίου Δαβίδ του Γέροντος και ονομάστηκε «Ιγνάτιος». Όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί έλαβε αυτό το όνομα, μου είπε ότι «μου το έδωσε ο πνευματικός μου, επειδή αγαπούσα πολύ τον Χριστό». Και στη ζωή του πάντα ευλαβούνταν ιδιαιτέρως τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο οποίος αποκαλούσε τον Χριστό «ο εμός έρως». Το ίδιο έτος, το 1960, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον τότε Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο, που του έδωσε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Ακολούθως, το έτος 1961, τοποθετήθηκε ως εφημέριος στο πολύ μεγάλο προσκύνημα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου, κάτι που έδειχνε, μαλλον, την εκτίμηση που ο Επίσκοπος έτρεφε στο πρόσωπο του Γέροντα.

Το έτος 1964 όμως έρχεται στην επαρχία Ιστιαίας και διορίζεται αρχικά εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Αθανασίου  Ιστιαίας και μερικά χρόνια αργότερα, το έτος 1972 αναλαμβάνει ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος. Θα πρέπει λοιπόν να αναφέρω την απάντηση που μου έδωσε κάποτε, όταν τον ρώτησα πώς πήρε την απόφαση να διακονήσει στην τότε δυσπρόσιτη, φτωχή και μη ανεπτυγμένη αυτή επαρχία, αφού ήταν Χαλκιδαίος και υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας στο ιερό Προσκύνημα του αγίου Ιωάννου του Ρώσου.  Μου ανέφερε λοιπόν ότι κάποια μέρα ήρθαν εκεί και τον βρήκαν επίτροποι από τον ναό του αγίου Αθανασίου ,του πολιούχου της κωμόπολης, και του είπαν ότι «είμαστε ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Για να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει καλύτερα τι εννοούσαν, θα  πρέπει να διεκτραγωδήσω την κατάσταση που βασίλευε από πνευματική άποψη τότε στην περιοχή μας. Υπήρχαν λοιπόν ενάρετοι ιερείς, αλλά έλειπαν μορφωμένοι, περιοδεύοντες ιεροκήρυκες, με αποτέλεσμα να βασιλεύει η αμάθεια. Κοντά σε αυτό, ας προσθέσουμε το ότι ο π. Ιγνάτιος άρχισε να εργάζεται κατ’ ουσίαν στην αμέσως μετακατοχική και μετεμφυλιακή περίοδο, σε μια Ελλάδα καθημαγμένη, ακόμα φτωχή, με πολλούς ανθρώπους να μην έχουν τελειώσει μήτε το δημοτικό. Οι περισσότεροι δεν γνώριζαν δυστυχώς τι θα πει εξομολόγηση, ούτε καν ήξεραν ποιες ακριβώς είναι οι αμαρτίες, μικρές ή μεγάλες, για να τις εξαγορευτούν. Θυμάμαι μάλιστα και γερόντισσες που έλεγαν ότι ο Θεός, επειδή έκαναν μια δωρεά στην Εκκλησία (πχ μια εικόνα), τους συγχώρεσε τα πάντα, και δυσκολεύονταν να  πειστούν ότι πράγματι πρέπει να ζητήσουν και από τον ιερέα την άφεση. Σχεδόν όλοι κοινωνούσαν απροετοίμαστοι, μετά από μια μικρή περίοδο νηστείας, αλλά δίχως τίποτε άλλο. Σε μερικά χωριά μάλιστα υπήρχε η περίεργη συνήθεια, πριν κοινωνήσει ο κόσμος, να τους διαβάζει ο ιερέας μια συγχωρητική ευχή από κάποια φυλλάδα, ενώ οι πιστοί τοποθετούσαν κατόπιν πάνω σε αυτήν νομίσματα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και λίγο πριν την αγία Μετάληψη, οι χριστιανοί  συνέχιζαν να διαπράττουν μεγάλες αμαρτίες, πχ να μη μιλιούνται μεταξύ τους, να μισούνται κλπ. Κοινωνούσαν μόνο Χριστούγεννα και Μέγα Σάββατο (στην Ανάσταση δεν κάθονταν κανείς μετά τον όρθρο), μόνο και μόνο από συνήθεια. Όσον αφορά τα δόγματα της Εκκλησίας, και την γνώση του Ευαγγελίου, ίσχυαν τα ίδια. Μερικοί, και μιλώ από προσωπική μου πείρα, ακόμη και σταθερά εκκλησιαζόμενοι, έλεγαν ότι χανόμαστε τελείως όταν πεθάνουμε, ενώ κάποιες ευλαβείς γιαγιάδες διηγιόντουσαν ευσεβείς μεν, αλλά παντελώς ανακριβείς ιστορίες για την άλλη ζωή. Και σύντομα μάλιστα εμφανίστηκαν στην επαρχία μας οι πρώτες αιρέσεις (ιδίως οι Πεντηκοστιανοί, αλλά και οι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά), οπότε πολλοί κινδύνευαν να πέσουν θύματα του Σατανά λόγω αμάθειας.

Με το που εμφανίστηκε στην περιοχή πάντως ο πατήρ Ιγνάτιος, και δεν υπερβάλλω, έγινε σεισμός. Ο κόσμος δεν πίστευε ότι γινόταν πραγματικά να υπάρχει άνθρωπος που να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, και μάλιστα να μην παντρευτεί από αγάπη για την ιεραποστολική διακονία. Η αγαμία τούς φαινόταν τόσο δύσκολη (και πράγματι, η αληθινή παρθενία είναι όντως ένα θαύμα), που νόμισαν, επειδή δεν είχαν δει άγαμο ιερέα εργαζόμενο στον κόσμο, ότι ξανάρθαν οι αποστολικοί καιροί. Επί χρόνια ο π. Ιγνάτιος -και επαναλαμβάνω ότι έζησα όλα αυτά που εδώ διηγούμαι – ήταν το βασικό θέμα της καθημερινής κουβέντας των ανθρώπων, και ευτυχώς, πολλοί τον αγάπησαν και τον ευλαβήθηκαν από νωρίς. Επιπροσθέτως, τους έκανε τεράστια εντύπωση το κήρυγμά του. Η μεγάλη μάζα αναγνώρισε παρευθύς ότι ο λόγος του ερμηνεύει το αληθινό ευαγγέλιο: συγχώρεση των άλλων, ελεημοσύνη, μη κατάκριση, Κόλαση και Παράδεισος. Ωστόσο, και οι πολέμιοί του, γιατί υπήρξαν και τέτοιοι, ασυνείδητα στο έξης ελέγχονταν εσωτερικά, με αποτέλεσμα να αλλάξει πολύ η συμπεριφορά των ανθρώπων. Όλοι οι καλοπροαίρετοι κατάλαβαν ότι προσερχόμαστε στην Θεία Κοινωνία με αγάπη για όλους, συγχώρεση, ειρηνική διάθεση. Η παλιά λαϊκή ευσέβεια τώρα έλαβε ευκρινή, σαφέστερη μορφή, έγινε πράγματι εκκλησιαστική ευλάβεια. Επήλθε στις καρδιές των πιστών η συναίσθηση. Θυμάμαι ακόμη τις γυναίκες εκείνων  των χρόνων, που έλεγαν συχνά, αν έκαναν κάποια αμαρτία, «θα πάω στον πάτερ Ιγνάτιο να το εξομολογηθώ».

Χάρη μάλιστα στον π. Ιγνάτιο διευκολύνθηκε πολύ και το έργο και των άλλων εργατών του Ευαγγελίου, πχ παραθεριστών ιεροκηρύκων που έκαναν κηρύγματα το καλοκαίρι, ή διαφόρων κυριών της «Ζωής» κλπ, με  τα ωραία τους κατηχητικά. Και αυτό γιατί, έχοντας αγαπήσει εξαιτίας του Γέροντος ο κόσμος το κήρυγμα, αντλούσε από όπου μπορούσε το αγαθό.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ