«Εύχομαι να βρείτε καλό σπίτι…»
22 Σεπτεμβρίου 2023«Αδελφή Ε., χαίρε εν Κυρίω. Έμαθα ότι ψάχνεις σπίτι ακόμη. Εύχομαι να βρείτε καλό σπίτι και να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να σας βοηθάει να βρείτε τη μόνιμη κατοικία, την ουράνια. Στις αρχές θα έχεις λογισμούς, αλλά μετά θα συνηθίσεις, και θα ξέρεις να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες αυτού…» (Οσίου Παϊσίου αγιορείτου, Διδαχές και αλληλογραφία, Ι.Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρος).
Απόσπασμα μίας μικρής επιστολής του οσίου Παϊσίου το παραπάνω κείμενο (18-1-1974) που αναφέρεται σε κάτι πολύ συνηθισμένο: την αναζήτηση ενός σπιτιού από εν Χριστώ αδελφούς με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία. Και τι λέει ο όσιος; Δεν απαξιώνει τον προβληματισμό και την αγωνία της γυναίκας και της οικογένειάς της – ποιος θα απαξίωνε άλλωστε ένα τέτοιο θέμα που απασχολεί ιδίως στις ημέρες μας χιλιάδες και μάλιστα νέους ανθρώπους; Το θέμα της κατοικίας είναι από τα βασικότερα θέματα στη ζωή ενός ανθρώπου, τόσο που για πολλούς συνιστά και όραμα όλης της ζωής τους! Μετέχει ο άγιος στην αγωνία των ανθρώπων και εύχεται όχι μόνο να βρουν κάποιο σπίτι, αλλά «καλό σπίτι», προκειμένου να οικονομηθούν όπως λέμε, να τακτοποιηθούν για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Δημιουργός μας άλλωστε ήδη απαρχής της δημιουργίας του ανθρώπου εξασφαλίζει τον τόπο της κατοικίας του, φυτεύοντας τον κήπο της Εδέμ και δίνοντας στο πλάσμα Του τη δυνατότητα για εργασία και διαφύλαξη του τόπου. Και ο ίδιος ο Κύριος έμμεσα τονίζει την αναγκαιότητα αυτή, όταν αποκαλύπτει ότι «ακόμη και οι αλεπούδες έχουν έναν τόπο να μείνουν, εκτός από Εκείνον που ήλθε ως ξένος στη δική Του δημιουργία και ουκ είχε πού την κεφαλήν κλίνη».
Λοιπόν, ο άγιος μετέχει στην αγωνία της γνωστής του οικογένειας και εύχεται, συνεπώς και προσεύχεται, σύντομα οι άνθρωποι να βρουν αυτό που θα τους αναπαύσει – με ευχάριστη μάλιστα διάθεση θα τους πει ότι όταν θα το βρουν θα έρχεται και ο ίδιος προς φιλοξενία του. «Δεν ξέρω αν θα με δέχεσθε με χαρτί απορίας για να φιλοξενούμαι καμιά φορά»! Όμως ο όσιος Γέροντας προσθέτει στη συνέχεια κι αυτό που καθόριζε και τη δική του ζωή σε όλες τις διαστάσεις της, παρότρυνε δε και τους άλλους παρομοίως να βλέπουν τα πράγματα. Τι; Οτιδήποτε ανθρώπινο, σαν την κατοικία, θα πρέπει να έχει αναφορά προς τον Θεό και την αιωνιότητα της ζωής Του. Το σπίτι «να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να σας βοηθάει να βρείτε τη μόνιμη κατοικία, την ουράνια». Αυτό χαρακτήριζε ως «καλό σπίτι» ο άγιος. Όχι εκείνο που έχει όλες τις ανέσεις, τους μεγάλους απλώς χώρους και τη σπουδαία επίπλωση ή τα λαμπερά και ακριβά αντικείμενα, πράγματα που μπορούν να «θαμπώσουν» τους επισκέπτες, με άλλα λόγια εκείνο το σπίτι που θα γίνει εφαλτήριο για να φανερωθεί η οικονομική επιφάνεια του ανθρώπου και θα κάνει τους άλλους να ζηλέψουν, διότι κάτι τέτοιο εκφράζει τον εγωισμό και την υπερηφάνεια του ανθρώπου και γίνεται μέσον καταποντισμού του πνευματικού. Αλλά εκείνο που ναι μεν όπως είπαμε οικονομεί τις αναγκαίες χρείες του ανθρώπου και της οικογένειάς του, αλλά με προσανατολισμό ό,τι αποτελεί την τελική αναφορά και την προοπτική του ως πιστού ανθρώπου: τη ζωντανή σχέση του με τον Θεό και την αιώνια ανάπαυση μαζί Του!
Είναι αυτό που αδιάκοπα τόνιζε και τονίζει ο λόγος του Θεού, διά στόματος πρώτιστα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα (τα ανθρώπινα) προστεθήσεται υμίν», αλλά και των αγίων αποστόλων Του, όπως για παράδειγμα του αποστόλου Παύλου ο οποίος δεν έπαυε να διαλαλεί: «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», ακόμη δε σαφέστερα επί του θέματος «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο χριστιανός δηλαδή δεν ζει σαν να είναι η ζωή του «κολλημένη» στο εδώ και το τώρα – «να κτίζει ή να βρίσκει σπίτια, όπως ακούγεται συχνά, σαν να πρόκειται να ζήσει στον κόσμο τούτο αιώνια!» – αλλά ζει στη γη αυτή προσβλέποντας όμως στον ουρανό! «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, θα πει και πάλι ο μέγας απόστολος, αφορώντες εις τον πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» – περαστικοί είμαστε στη ζωή αυτή, φιλοξενούμενοι άχρι καιρού για να βρισκόμαστε στο έργο της μορφώσεως εν ημίν του Χριστού.
Και η ίδια η εμπειρία βεβαίως έρχεται να επιβεβαιώσει ότι μόνον κάτω από την προοπτική αυτή, της αιωνιότητας, ο άνθρωπος μπορεί να χαρεί όντως τη ζωή του και τα σπίτια του και όλα τα αγαθά του – η απόβλεψη στο αιώνιο στοιχείο φωτίζει την εδώ ζωή και τη νοηματίζει. Διαφορετικά, η αίσθηση ότι τα υλικά αγαθά του, μέσα στα οποία πρωτεύουσα θέση έχει και το «καλό σπίτι», θα του εξασφαλίσουν τη χαρά και την ευτυχία του αποβαίνει μία κενή περιεχομένου αίσθηση, η οποία προσωρινά μπορεί να του δώσει αναλαμπές επιφανειακής χαράς, στο βάθος όμως τον οδηγεί σ’ έναν άδη χαμού και απώλειας. Όχι μόνο ο ευαγγελικός λόγος με την παραβολή του άφρονος πλουσίου το εξαγγέλλει: «α δε ητοίμασας τίνι έσται;», τα υλικά αγαθά δηλαδή πάντοτε υπόκεινται στην άμεση απειλή της απώλειάς τους, αλλά και η καθημερινή εμπειρία ανθρώπων που τα «είχαν όλα» και διαμιάς τα έχασαν όλα. Και βεβαίως η κατανόηση ότι τελικώς όλοι μας θα προσκρούσουμε σ’ έναν «μαύρο τοίχο», τον θάνατο, αποκορυφώνει τη βεβαιότητα για τη ματαιότητα του κυνηγητού του επιπλέον και της περίσσιας στη ζωή αυτή.
Κι έρχεται ο άγιος και συμπληρώνει με μία πάλι βαθιά ανθρωπολογική αλήθεια: κι όταν βρεις το σπίτι που μπορεί να εξασφαλίσεις τα αναγκαία για τη ζωή σου αλλά βλέπεις ότι υπάρχουν και κάποια «κενά» ή ελλείμματα, τότε μην απογοητευτείς! «Στις αρχές θα έχεις λογισμούς» λέει, δηλαδή μπορούσα να έβρισκα καλύτερο σπίτι, να έβρισκα κάτι μεγαλύτερο και πιο άνετο, όμως στη συνέχεια «θα συνηθίσεις» με το υπάρχον που βρήκες. Η συνήθεια στη ζωή του ανθρώπου συνιστά καίριο στοιχείο που χαρακτηρίζει όλους μας. Πόσες φορές εκείνο για το οποίο αντιδράσαμε στην αρχή έγινε στη συνέχεια αποδεκτό και μάλιστα και ποθητό! Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος που να προσαρμόζεται και στα πιο αφιλόξενα περιβάλλοντα. Πολύ περισσότερο ένας χριστιανός που καθώς είπαμε επιδιώκει να «κολλάει» τον λογισμό και τη ζωή του όχι στα αισθητά και τα επίγεια που έχουν προσωρινό χαρακτήρα, αλλά στα μη αισθητά που έχουν βάθος αιώνιο. Το φωνάζει ο απόστολος και πάλι: «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Για έναν επιγνώσει πιστό μάλιστα η αληθινή κατοικία του βρίσκεται σ’ Εκείνον που συνιστά το πραγματικό σπίτι του: τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αφότου Τον ντυθήκαμε διά του αγίου βαπτίσματος πράγματι Εκείνος είναι το σπίτι μας κι Εκείνος θέλει να γινόμαστε κι εμείς, ψυχή τε και σώματι, το δικό Του το σπίτι. Κι αυτό το σπίτι το ζούμε ήδη από τη ζωή αυτή, μόλις αποφασίσουμε να βρισκόμαστε πάνω στην πορεία των αγίων Του εντολών. Άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα τις εντολές του Χριστού στη ζωή του, εν αισθήσει διαπιστώνει πως «ζει μέσα στον Χριστό και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν». Πώς λοιπόν το επίγειο σπίτι να αποκτά διαστάσεις που δεν μπορεί εκ φύσεως λόγω της φθαρτότητάς του να έχει;