Μια επέτειος, μια μνήμη

6 Σεπτεμβρίου 2023

6 Σεπτεμβρίου 1974. 

Συνήθως, αφιερώματα γίνονται σε επετείους … «στρογγυλές». Ίσως λοιπόν το σωστότερο θα ήταν να περιμένω έναν χρόνο ακόμα, ώστε να πέσω στην «βαριά» επέτειο των 50 χρόνων.

Δεν εγγυάται όμως κάνεις την παρουσία μου στη γη του χρόνου τέτοια μέρα. Και εγώ έχω χρέος σε φανερή, κυρίως όμως σε αφανή ευεργεσία. Τι να ανταποδώσω; Αράδες ενός κειμένου; Σταγόνες ανταπόδοσης σε ωκεανό δωρεάς. Εκ του υστερήματος λοιπόν.

Το θέμα όμως δεν είναι προσωπικό. Είναι βαθύτατα πνευματικό και εκκλησιαστικό, καθώς, η επέτειος αυτή αφορά ενσαρκωμένο ορθόδοξο ήθος, πολύτιμο ήθος, σε εποχές κατά τις οποίες ο καθείς, ελλείψει μέτρου, αυτοπροσδιορίζεται και, μοιραία, ναρκισσεύεται.

6 Σεπτεμβρίου λοιπόν 2023. 49 χρόνια από το πρωινό εκείνο που γέμισε το σπίτι με την αναγγελία:

«Η Γερόντισσα αναχώρησε».

(Αυτό το «αναχώρησε» ήταν η λέξη αντί του «πέθανε», την οποίαν η μητέρα μου απέφευγε, ιδιαίτερα ενώπιον μικρών παιδιών, όπως εγώ εκείνο τον καιρό).

 

6 Σεπτεμβρίου 1974, η μοναχή Στυλιανή Γουσοπουλου, ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, εκοιμήθη. Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής της οι κρίσεις ζαχάρου ήταν συνεχείς. Τη μέρα εκείνη, μία από αυτές τις κρίσεις ήταν και η μοιραία.

Στυλιανή Γουσοπούλου. Για σας ένα όνομα αλλά για μένα μία μορφή που στα παιδικά μου μάτια μετέτρεπε το μαύρο τού ράσου της σε φως, ευγένεια, ενσάρκωση Θείας Χάριτος και ακράδαντης ελπίδας. Αυτό για τότε. Τώρα, στις αρχές της έβδομης δεκαετίας της ζωής μου,  η ιδία μορφή, εγκατεστημένη στη μνήμη μου, ντυμένη στο ίδιο μαύρο ράσο, ενσαρκωμένο μέτρο των πραγμάτων και αιτία φόβου, μην φανείς ανάξιος μιας τέτοιας παρουσίας, ακολουθώντας ζωή φτηνή, ζωή «δήθεν», ζωή που ζητιανεύει αξία από την πικρή δόξα των ανθρώπων.

Μνημόσυνο λοιπόν και ανάμνηση παρηγοριάς πως αν ο κόσμος δεν έχει σαπίσει ολότελα είναι γιατί κάποιοι τέτοιοι άνθρωποι, πάντα λίγοι, περπάτησαν, και κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να περπατούν, πάνω σε αυτή τη γη σαν άγγελοι.

Πριν 7 χρόνια το Βατοπαίδι θέλησε τέτοιων μορφών να διατηρήσει ασβέστη τη μνήμη. Έτσι εξέδωσε το πολύτιμο βιβλίο του ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία «Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός». Για την Εκκλησία μας, πνευματικό βάλσαμο, για μένα κειμήλιο πολύτιμο, καθώς περιλαμβάνει λεπτομερή βίο τη Γερόντισσας..

Από κει οι πληροφορίες που σαν λαδάκι κρατάνε αναμμένο το καντηλάκι της μνήμης.

Οι μοναχήΣτυλιανή Γουσοπούλου, κατά κόσμον Σοφία, γεννήθηκε το 1909 στο Παντείχι της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν κόρη του Αντωνίου και της Πελαγίας Γουσοπουλου. Είχαν ακόμη ένα γιο τον Σπυρίδωνα ο οποίος ήταν εξαιρετικός ψάλτης, πατέρας της μητέρας μου, ο οποίος την ώρα της βάπτισης του μικρού μου αδελφού, ζήτησε επίμονα να δοθεί όχι το δικό του όνομά αλλά του πατέρα του. Έτσι, έχω αδερφό με το όνομα Αντώνης.

Η οικογένεια της βρέθηκε στην Αθήνα πριν αρχίσουν οι μεγάλοι διωγμοί των Τούρκων εναντίον του Ελληνισμού της Πόλης. Στην πολύβουη Αθήνα, η Σοφία ξεδίψασε πνευματικά στους κόλπους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ένωσης Κορασίδων, κοντά στον φωτισμένο ιδρυτή και γέροντα της, τον πατέρα Άγγελο Νησιώτη. Η μεταξύ τους σχέση υπήρξε καθοριστική ως προς την απόφασή της να αφιερωθεί στο Χριστό με το μοναχικό σχήμα.

«Στυλιανή μοναχή» ονομάστηκε στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο συνοικισμό Θρακομακεδόνων της Πάρνηθας που ήταν Μετόχι της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. Εκεί πήρε το μέγα και αγγελικό σχήμα, λίγο πριν την κατοχή.

Μετά τον συμμοριτοπόλεμο, πήγε  στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης στο Χιλιομόδι Κορινθίας.

Το 1952 με εντολή της Ιεράς Μητροπόλεως Κορίνθου πήγε στη νεοσύστατη Ιερά Μονή Οσίου Παταπίου στα Γεράνεια Όρη όπου ανέλαβε τα καθήκοντα της ηγουμένης.

Έντεκα χρόνια μέρα, το 1963, εγκαταστάθηκε με δέκα ακόμη αδελφές στην ιστορική Ιερά Μονή Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης στο Πικέρμι Αττικής. Με την καθοδήγηση της, η μόνη αυτή αναδείχθηκε ανεξάρτητη και κυρίαρχη γυναικεία κοινοβιακή μονή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

 

Ο τόπος αυτός ήταν αγιασμένος από το μαρτύριο 179 μοναχών, οι οποίοι σφαγιάστηκαν το Πάσχα του 1680 από επιδρομή αλγερινών πειρατών. Επί των ημερών της έγινε η ανακομιδή μικρού αριθμού λειψάνων τα οποία βρέθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο. Ήδη όμως από τα τέλη της δεκαετίας του 60, ευσεβής γυναίκα από την Αμερική ειδοποιούσε επανειλημμένως το μοναστήρι για την ύπαρξη λειψάνων των μαρτύρων του μοναστηριού παραπλεύρως της βόρειας πλευράς του καθολικού. Με δική της πρωτοβουλία, μπαίνοντας στο μοναστήρι, στον ανατολικό τοίχο, έκαιγε διαρκώς μία κανδήλα, την οποίαν θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Από τότε θυμάμαι πως οι αδελφές της μας είχαν πληροφορήσει πως, κατά υπερκόσμια αποκάλυψη, είχε γνωστοποιηθεί στην Γερόντισσα το όνομα του τότε ηγούμενου: Νείλος. Τελικώς, τα άγια λείψανα, με εμφανή τα σημάδια του μαρτυρίου, ευρέθησαν  μετά τον θάνατό της και πλέον εκτίθενται σε προσκύνηση.

Λίγα χρόνια πριν την κοίμηση της, αξιώθηκε να δει το αγαπημένο της μοναστήρι να ανακαινίζεται υπό την επίβλεψη τού τότε ηγουμένου της Ιεράς Μονής Πεντέλης, μακαριστού Θεοκλήτου Φεφέ. Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ επιφυλακτική στην εκ βάθρων ανακαίνιση της Μονής. Έλεγε πως οι ανέσεις ταιριάζουν σε κοσμικούς. Φοβόταν ακόμη πως οι πολλές επισκευές θα αλλοίωναν την ασκητικότητά της αδελφότητας που καθημερινά και άγρυπνα καλλιεργούσε και η καθημερινότητα θα επιβαρυνόταν από το πλήθος των προσκυνητών, κάτι που τελικά συνέβη.

Μικρό παιδί έμεινα κατά περιόδους στο μοναστήρι λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας μου. Τότε ήταν που γεύτηκα για πρώτη φορά την κατάνυξη. Χωρίς ηλεκτρικό, μόνο με το φώς των κεριών, οι τοίχοι του καθολικού γλύκαιναν από τη φωνή της στο «νυν απολύεις» του εσπερινού, ενώ το απόδειπνο γινόταν έξω, μπροστά από τον ναό, συχνά κάτω από το φως του φεγγαριού. Αλλά και αργότερα, ως μαθητής Δημοτικού και Γυμνασίου, αισθανόμουν την γλυκιά της παρουσία κάθε φορά που βρισκόμασταν οικογενειακώς στο μοναστήρι, όπου και γνώρισα και τους συγγενείς της μετέπειτα ηγουμένης Στυλιανής Καρατζογιάννη, ανιψιά και άξια διάδοχος της οποίας είναι πλέον η ηγουμένη Θεοφανώ.

Τότε όμως δεν ήμουν όμως σε θέση να γνωρίζω το ύψος της πνευματικότητας της Γερόντισσας αλλά και την ποιότητα της πνευματικής καθοδήγησης προς την αδελφότητα. Μετά την κοίμησή της, ο π. Θεόκλητος Φεφές κατέγραψε σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Κατάλοιπα» κάποια περιστατικά, το βιβλίο όμως της Ι. Μ. Μ Βατοπαιδίου που προανέφερα έγινε η αιτία να καταστεί πασιφανές το πνευματικό της ανάστημα και ο συντονισμός της βιωτής της με τον βηματισμό των μεγάλων ασκητών της Ορθοδοξίας μας διαχρονικά. Η δύναμη της σιωπής της, η βαθιά και βιωματική γνώση του Ευαγγελίου και των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, η απλότητα της, η διάκριση της, η εργατικότητα της, η ασκητικότητά της, η υπομονή της στους πειρασμούς και τις ασθένειες, η μεγαλοψυχία και η συγχωρητικότητά της στην συκοφαντία, την αδικία και την αγνωμοσύνη, η γενναιοδωρία της και η κρυφή της φιλανθρωπία, μαζί με το λεπτό της γούστο, την ικανότητα των χεριών της στο εργόχειρο, την οργανωτικότητα της αλλά και  την απαρέγκλιτη συνέπεια της στην λατρευτική ζωή, την κατέστησαν πρότυπο μοναχής και πηγή έμπνευσης, κάτι που απεδείχθη από το ήθος των μοναχών που ακολούθησαν τα βήματά της και μέχρι σήμερα αποτελούν σημείο αναφοράς στα μοναστήρια που βρίσκονται. Στο πρόσωπό της αποκαλύφθηκε σε όσους την γνώρισαν το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης, η παντελής έλλειψη αλαζονικής εξουσιαστικότητας, η σοφία, η προερχόμενη από τη διαρκή μνήμη θανάτου.

49 χρόνια μετά, με την ψυχή να ζητά στερεά ερείσματα πίστης για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς της ματαιότητας, μέσα σε κόσμο σύγχυσης, αφού ακόμα και η πνευματική ζωή συγχέεται με εμπαθείς κινήσεις της ψυχής, μία μαυροφορεμένη μορφή, ολόφωτη και γαλήνια, βγαίνει αυτήν ακριβώς την ώρα από την οθόνη του υπολογιστή, σκορπίζει το διακριτικό της χαμόγελο και κατόπιν σταυρώνει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και, ατενίζοντας τον σάλο του κόσμου, γίνεται κραυγή προσταγής, ίδιας με την προσταγή Εκείνου:

 «Σιώπα, πεφίμωσο!»