Εμείς θα ακούσωμε την φωνή Του;

10 Οκτωβρίου 2023

Ο Κύριός μας, έχοντας πλέον ξεκινήσει την επίγεια δράση Του, πορεύεται με τους μαθητές Του, διέρχεται από πόλεις και χωριά και στον δρόμο Του νόσους αποδιώκει, λεπρούς καθαρίζει, χωλούς και κωφούς θεραπεύει, σε τυφλούς δίνει το φως Του, ακόμη και νεκρούς ανεγείρει. Ένα τέτοιο θαύμα, μια νεκρανάσταση, παρουσιάζει το Ευαγγέλιο της Γ’ Κυριακής του Λουκά (ζ’ 11-16).

Πλήθος κόσμου συνοδεύει τον Κύριο στην πορεία Του. Καθώς, λοιπόν, πλησιάζει στην πόλη Ναΐν της Γαλιλαίας, απαντάει άξαφνα («ιδού») μια εξόδιο πορεία: «εξεκομίζετο τεθνηκώς, υιός μονογενής τη μητρί αυτού﮲ και αύτη ην χήρα.» (ο. π. 12) Ξάφνιασμα να συναπαντιέται η ζωή με τον θάνατο﮲ αλλά και το θέαμα διπλά θλιβερό: Ο τεθνηκώς είναι μονογενής υιός μιάς χαροκαμένης χήρας. Ο θάνατος της πήρε και αυτό το μονάκριβο τέκνο της, την τελευταία της παρηγοριά στον πόνο που βίωνε, ύστερα από την απώλεια του συζύγου της. Ποιος θα την παρηγορή τώρα στην μοναξιά της; Ποιος θα της δίνη δύναμη και κουράγιο στην απέραντη θλίψη της;

Ανεξήγητο, πράγματι, το μυστήριο του θανάτου και άλυτο. Φιλόσοφοι, ρήτορες, τραγικοί ποιητές, όλοι προσπάθησαν, με τον λόγο και την γραφίδα των, να δώσουν μια ερμηνεία στο ακατανόητο αυτό μυστήριο, να βρούν έναν τρόπο, ώστε ο άνθρωπος να ξεπεράση το φοβερό αυτό αδιέξοδο. Χαρακτηριστικά, ο Σοφοκλής, στο Α’ Στάσιμο της τραγωδίας του «Αντιγόνη» (στ. 332-375), πλέκει το εγκώμιο του «δεινού» ανθρώπου, που έχει καταφέρει, με την δύναμη του λογικού και με την τέχνη του, να ξεπερνάη όλα τα εμπόδια, να δαμάζη την φύση και τα άλογα ζώα. Μόνον το «φάρμακο» κατά του θανάτου δεν κατάφερε και ούτε θα καταφέρη ποτέ να βρη («Άιδα μόνον φεύξιν ουκ επάξεται», στ. 360) ο «περιφραδής» (=ο τετραπέρατος) άνθρωπος, κάνει την τραγική διαπίστωση ο ποιητής!

Και όμως ο Χριστός μας ήλθε στον κόσμο, λίγους αιώνες αργότερα, για να προσφέρη την λύση στα τραγικά αδιέξοδα των ανθρώπων και να ξεπεράση ο Ίδιος, πρώτα, και αυτόν τον θάνατο, «θανάτω θάνατον πατήσας». Πολέμησε τον θάνατο με τον θάνατο, μόνον που δεν συγκρατήθηκε στα αιώνια δεσμά του, δεν νικήθηκε από αυτόν, τον αιώνιο εχθρό των ανθρώπων, αλλά τον κατανίκησε οριστικά με την Ανάστασή Του. Έτσι, άνοιξε τον δρόμο και στον άνθρωπο, «υπέρ ου απέθανε», να κάνη το ίδιο, να ξεπεράση, εάν θέλη, τον θάνατο και να ζήση αιώνια.

Γι’ αυτό ο Χριστός συνάντησε την πονεμένη αυτήν μάνα, για να της προσφέρη παρηγοριά και ελπίδα στην θλίψη της, ανασταίνοντας, μάλιστα, τον μονάκριβο υιό της. Επιλέγει ο Κύριος να διασταυρωθή ο δρόμος Του, που είναι δρόμος ζωής, με την πορεία του ανθρώπου προς τον θάνατο. Προσφέρεται, ως αυτόκλητος Σωτήρας, να ανατρέψη την θανατηφόρα αυτήν πορεία, να την σταματήση οριστικά με το άγγιγμά Του στην σορό και τον λόγο Του: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14), που είναι προσκλητήριο ζωής. Εξ άλλου, ο Ίδιος αποτελεί την οδό, την ανάσταση και την ζωή (Ιωάν., ιδ’ 6).

Ο λόγος του Κυρίου δεν είναι απλό ρήμα. Είναι λόγος δημιουργικός και ενεργητικός: «αμ’ έπος, αμ’ έργον», γίνεται αμέσως πράξη, ενεργεί και μάλιστα για την σωτηρία του ανθρώπου. Μόνον Εκείνος μπορεί να χαρίση, -διότι περί χάριτος πρόκειται-, το ανεκτίμητο αυτό δώρο, διότι μόνον Εκείνος το διαθέτει, αφού είναι ο Ίδιος η Σωτηρία και ήλθε στον κόσμο από αγάπη για την σωτηρία του πλάσματός Του από την αμαρτία και από τον θάνατο, όπου τον ωδήγησε η πτώση του. Ήλθε, για να προσφέρη στους αγαπημένους Του «ζωήν» και «περισσόν ζωής» (Ιωάν., ι’ 10), ώστε να μην πεθαίνουν πλέον αλλά να ζούν αιώνια μαζί Του.

Αυτήν την υπόσχεση αιωνίου ζωής έδωσε ο Κύριος στην θλιμμένη χήρα μητέρα, με τον λόγο Του «Μη κλαίε», που τον έκανε αμέσως πράξη με τον άλλο Του λόγο προς τον μονογενή της: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι.» (Λουκ. ζ’ 13-15). Στην πονεμένη μάνα είπε αυτό ακριβώς που ήθελε να ακούση, «μη κλαίε», να μην καταθλίβεται, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, -διότι η θλίψη για την απώλεια αγαπημένου προσώπου είναι φυσιολογική-, να μην θρηνή απαρηγόρητη για τον θάνατο του γιού της, αλλά να έχη υπομονή και ελπίδα, διότι ο γιός της δεν χάθηκε αιώνια. Απόδειξη ότι η ελπίδα της δεν (θα) πάει χαμένη αποτελεί ότι ο Κύριος καλεί τον πεθαμένο να εγερθή και εκείνος ακούει και ανταποκρίνεται αμέσως στο ζωηφόρο κάλεσμά Του: «και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν.» (ο. π. 15). Έτσι, παρέδωσε τον ανεστημένο πλέον νεαρό στην μέχρι προ τινος απελπισμένη μάνα: «και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού» (ο. π.), προσφέροντάς της απέραντη χαρά και παραμυθία.

Αυτήν την απέραντη χαρά προσφέρει και σε μας ο Κύριος, όταν αγγίζη και την δική μας αμαρτωλή σορό και μας καλή να εγερθούμε από την απώλεια και από τον θάνατο, στον οποίο μας οδηγούν με βεβαιότητα τα πάθη και οι αμαρτωλές μας έξεις και επιθυμίες. Και τότε, ω του θαύματος, εάν δεν έχωμε νεκρωθή τελείως από αυτά, όπως ο γιός της χήρας, και ακούμε ακόμη τον θεικό Του λόγο, τότε πιανόμαστε από το ζωογόνο χέρι Του, που μας αγγίζει, και, με την βοήθειά Του, σηκωνόμαστε ορθροί.

Ας μην στερούμε από τον εαυτό μας και από τους γύρω μας, οικείους και μη, τους συναδελφούς μας εν Κυρίω, την χαρά της αναστάσεως που μας προσφέρει απλόχερα και πλουσιοπάροχα ο Κύριος, σε κάθε ευκαιρία. Εκείνος, «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών», δεν χάνει, πράγματι, καμμία ευκαιρία να διασταυρώνεται μαζί μας, να εμβολίζη την καθοδική και θανατηφόρα πορεία μας, με το δικαίωμα που έχει ο ιατρός να παρεμβαίνη για την υγεία μας, καλώντας μας επί τέλους να ακούσωμε την συμβουλή Του και να θεραπευθούμε. Διότι θεραπεία μας είναι η ανάσταση και άνοδος είναι η σωτηρία μας.

Όλοι, λοιπόν, μικροί και μεγάλοι, νεανίσκοι και χήρες, ορφανεμένοι και μισοπεθαμένοι από την φθορά της αμαρτίας, ας μην αφεθούμε να πέσωμε εντελώς, ας μην παρασυρώμαστε από τις πρόσκαιρες χαρές και τα μεγαλεία του κόσμου τούτου, το κυριώτερο, να μην πλανώμαστε από τις ψεύτικες και υποκριτικές υποσχέσεις των δήθεν μεγάλων και τρανών ψευδοσωτήρων, αλλά ας λυπηθούμε, επί τέλους, τον εαυτό μας και τους ταλαίπωρους αδελφούς μας, και ας θελήσωμε να προσφέρωμε σε όλους μια ελπίδα σωτηρίας.

Και τότε ο μόνος αληθινός Σωτήρας, εκείνος που έχυσε το αίμα Του πάνω στον Σταυρό, για την δική μας σωτηρία, θα τείνη σίγουρα χείρα σωτηρίας, και θα μας βοηθήση να αναστηθούμε, διότι μόνοι μας δεν μπορούμε. Τότε, θα αισθανθούμε και μείς, όπως και η συνοδεία του νεκρού του Ευαγγελίου, «φόβο», δηλ. θάμβος από το κατόρθωμα της λυτρωτικής μας αναστάσεως, και θα δοξάσωμε τον Θεό της αγάπης, «ότι επεσκέψατο τον λαόν αυτού.» (ο. π. 16) για την σωτηρία του. Αμήν. Γένοιτο!