Το αρχαίο κοινό

19 Οκτωβρίου 2023

Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τη σημασία και τις διαστάσεις του θεάτρου στην αρχαία Αθήνα έχοντας μόνο ως δεδομένο το πώς λειτουργεί μία θεατρική παράσταση στη σημερινή κοινωνία.

Ενδιαφέρον έχει να αναφερθεί καταρχάς πως η Αθήνα βρίσκεται μέσα στις τρεις πρώτες θέσεις των ευρωπαϊκών πόλεων με τις περισσότερες θεατρικές παραστάσεις, αναλογικά με τον πληθυσμό. Είναι γεγονός πως οι Αθηναίοι έχουν το μεγάλο προνόμιο να μπορούν κατά τη διάρκεια κάθε θεατρικής περιόδου να επιλέξουν θεατρικές παραστάσεις που καλύπτουν ένα πλουσιότατο θεατρικό ρεπερτόριο. Παρόλα αυτά, το να παρακολουθήσει κανείς θέατρο θεωρείται κάτι που βρίσκεται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της καθημερινότητας και οπωσδήποτε δεν μπορεί να υποστηριχτεί πως το θέατρο διατηρεί μία άμεση σχέση με το κοινωνικό και το πολιτικό γίγνεσθαι.

Αυτό ακριβώς το τελευταίο είναι που διαφοροποιεί τη θέση του θεάτρου στην αρχαία κοινωνία από την αντίστοιχη σημερινή.

Ένα πρώτο στοιχείο είναι πως κάθε θεατρική παράσταση στην αρχαία Αθήνα θεωρείτο μοναδική, όχι μόνον διότι ήταν ελάχιστες οι δυνατότητές των λαϊκών στρωμάτων να παρακολουθήσουν μία οργανωμένη καλλιτεχνική εκδήλωση, αλλά και διότι η καταγραφή ενός θεατρικού έργου, δηλαδή κάτι το αυτονόητο για μας σήμερα, ήταν τις εποχές εκείνες αδιανόητο. Έτσι, ο θεατής γνώριζε πως αυτό που βλέπει εκείνη τη στιγμή ήταν κάτι που δεν θα του δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να το παρακολουθήσει.

Ένα δεύτερο στοιχείο αποτελεί η οργανική σύνδεση της θεατρικής πράξης με την θρησκεία και ιδιαίτερα με την λατρεία του Διονύσου. Το στοιχείο αυτό αποτελούσε τον κοινό τόπο των δύο μεγάλων εορτών, των Ληναίων από τα τέλη Δεκεμβρίου στις αρχές Ιανουαρίου και των Μεγάλων Διονυσίων, από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές του Απρίλιου. Η διονυσιακή λατρεία αποτελεί τη μήτρα μέσα από την οποία ξεπήδησε το θέατρο του οποίου οι επιδράσεις φτάνουν μέχρι τη σύγχρονη δραματουργία.

Το πλαίσιο αυτό καθιστούσε το θέατρο αυτομάτως και πολιτική πράξη. Ο Διόνυσος ήταν ο πλέον λαοφιλής Θεός, στο όνομα του οποίου οι αρχαίοι Αθηναίοι αλλά και γενικότερα οι αρχαίοι Έλληνες διοργάνωναν τα πιο λαμπρά πανηγύρια. Κατά συνέπεια, οι ακριβές παραστάσεις που ικανοποιούσαν το λαό σήμαιναν αυτομάτως και αύξηση της λαοφιλίας των αρχαίων κυβερνητών.

Είναι βέβαιο πως το θέατρο, ως αναπόσπαστο μέρος της διονυσιακής λατρείας, προσείλκυε στην Αθήνα ξένους από τον ελληνικό αλλά και τον βαρβαρικό κόσμο. Αυτό το μικτό κοινό είχε συνείδηση πως απολαμβάνει όχι απλώς μία αισθητική αλλά συγχρόνως μία θρησκευτική πολιτική και παιδαγωγική εμπειρία. Σε μία εποχή όπως η αρχαιοελληνική και σε μία περιοχή όπως η Αθήνα του Ε΄ αιώνα όπου η λατρεία διεξαγόταν χωρίς παγιωμένο δόγμα και με ένα ιερατείο κοινωνικής μάλλον παρά θρησκευτικής εμβέλειας, σε μία κοινωνική πραγματικότητα χωρίς οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα και με το βιβλίο να αποτελεί ένα εξαιρετικό προνόμιο ελάχιστων ανθρώπων, το θέατρο ερχόταν να ανταποκριθεί σε σύνθετες απαιτήσεις οι οποίες σήμερα καλύπτονται από εντελώς ξεχωριστούς και διακριτούς τομείς της κοινωνικής ζωής.

Ευρεία ήταν και η συμμετοχή των συντελεστών των παραστάσεων. Είναι περίπου βέβαιο ότι κατά τη διάρκεια του Ε΄ αιώνα, στα Μεγάλα Διονύσια, συμμετείχαν τρεις τραγικοί ποιητές, ο καθένας με τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα και πέντε κωμικοί, ο καθένας με μία κωμωδία. Αν συνυπολογιστούν στις μετρήσεις και οι εκτελέσεις των διθυραμβικών χορών, ο αριθμός των πολιτών που συμμετείχαν ως υποκριτές, μέλη στον χορό, κομπάρσοι και τεχνικοί πρέπει να υπερέβαινε τους 1000 σε κάθε εορτή. Από εκείνους που κάλυπταν το καλλιτεχνικό μέρος των θεατρικών αγώνων, μόνο οι υποκριτές ήταν επαγγελματίες και γι΄ αυτό αμείβονταν από το κράτος. Τους χορούς συγκροτούσαν ερασιτέχνες, την αποζημίωση των οποίων αναλάμβαναν οι χορηγοί, επειδή όλοι έπρεπε να εγκαταλείπουν τις καθημερινές ασχολίες τους. Αυτή ακριβώς η σύνθεση των συντελεστών των προερχομένων από τα λαϊκά στρώματα, αποτελούσε την αιτία διάδοσης των στοιχείων της παράστασης ως προς τη δραματουργία, την μελωδία των χορικών, ακόμα και την κινησιολογία, με αποτέλεσμα τα θεατρικά έργα να γίνονται ταχύτατα αυθεντικά λαϊκά έργα τα οποία επηρέαζαν την καθημερινότητα αλλά και την νοοτροπία των απλών ανθρώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η κινητοποίηση των θεατών άρχιζε ξημερώματα με τις οικογένειες να ξεκινούν από τα σπίτια τους εφοδιασμένες με όλα τα απαραίτητα για μία ημερήσια εκδρομή: πρόχειρο φαγητό από ψωμί, τυρί, ελιές και καρπούς και, βέβαια, κρασί. Αντιλαμβανόμαστε έτσι πως η ατμόσφαιρα της παράστασης κάθε άλλο παρά σιωπηλή μυσταγωγία θύμιζε. Σχόλια ή κραυγές επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες για την ερμηνεία των υποκριτών και των χορευτών αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο ενώ αναφέρονται περιπτώσεις όπου οι θεατές μετά από αποδοκιμασίες, κατάφερναν να διακόψουν την παράσταση ενώ, αντίθετα, ήταν γνωστά τα μπιζαρίσματα όπου το κοινό ζητούσε την επανάληψη αποσπασμάτων που ενθουσίασαν.

Στο ερώτημα, εάν όντως η κινητοποίηση κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων ήταν πάνδημη, έχουμε ορισμένα στοιχεία που, όντως, το επιβεβαιώνουν. Η κινητοποίηση ολόκληρων οικογενειών σημαίνει πως και οι γυναίκες μπορούσαν να παρακολουθήσουν την παράσταση αν και για την συμμετοχή τους αποφάσιζε ο άντρας του σπιτιού. Έχουμε επίσης στοιχεία πως τις παραστάσεις παρακολουθούσαν και δούλοι, καθώς η σχέση τους με το σπίτι όπου άνηκαν χαρακτηριζόταν από μεγάλες διαφοροποιήσεις. Υπήρχαν δούλοι που θεωρούνται μέλη της οικογένειας και απολάμβαναν ίσα δικαιώματα με τα αφεντικά τους.

Το βέβαιον είναι ότι, από τα χρόνια της κλασικής Αθήνας, έχουμε πολλές μαρτυρίες για τη δύναμη του θεάτρου και την δυνατότητα που είχε να ασκεί βαθιά επιρροή στην ψυχή του λαού, κατευθύνοντάς τον προς την υψηλή αισθητική αλλά και φυτεύοντας στην κοινωνική συνείδηση μηνύματα θρησκευτικού και πατριωτικού περιεχομένου.