O Γέρων Ιγνάτιος Καπνίσης (†) ως λειτουργός του Υψίστου

14 Νοεμβρίου 2023

Περνάμε τώρα σε ό,τι έχει να κάνει με την ζωή του Γέροντα ως λειτουργού ιερέως. Ήταν λοιπόν μεγάλη πνευματική απόλαυση να τον βλέπει κανείς να τελεί προπαντός την Θεία Λειτουργία. Πολλές φορές, ως μικρό παιδί του ιερού, είχα αυτήν την ευκαιρία, και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω την ευλάβειά του. Δεν καθόταν ποτέ σε καρέκλα, στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ευθυτενής, χωρίς να στηρίζεται πάνω της ποτέ ή να την ακουμπά χωρίς λόγο. Διάβαζε τις ευχές με έναν δικό του νευρώδη τρόπο, τονίζοντας πολύ κάποιες λέξεις, λες και χτυπούσε σφυριά για να μπήξει στον τοίχο καρφιά: αυτά τα καρφιά ήταν τα νοήματα των λέξεων που έρχονταν να «μπηχτούν» στον νου και την καρδιά του, ώστε να αφοσιωθεί ολόκληρος στο Μυστήριο.

Εν τω μεταξύ, παρατήρησα ότι  ενθουσιαζόταν και από τις λειτουργικές φράσεις. Όταν π.χ. έλεγε «Ανέστη Χριστός», στο γνωστό αναστάσιμο κείμενο του Χρυσοστόμου, όλο το σώμα του συμμετείχε στην χαρά που τον κατέκλυζε, το κορμί του τιναζόταν σαν να τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Και έτσι, οι άνθρωποι παραξενεύονταν ακόμη και όταν ο Γέροντας διάβαζε τις ευχές, γιατί είχαν συνηθίσει δυστυχώς στην συμβατική ανάγνωση, όπου δεν χρωματίζεται ιδιαίτερα καμία λέξη ( περιττεύει εδώ να πω ότι η ανάγνωση του Γέροντα δεν ήταν ευσεβιστική και νοησιαρχική, αλλά καρδιακή και βιωματική).

Πολλές φορές, επίσης, ιδίως στην μεγάλη πανήγυρη της Παναγίας «Ντινιούς», του μεγάλου τοπικού προσκυνήματος της Θεοτόκου, αντί ο Γέροντας να προΐσταται στην λειτουργία, όπως είχε το δικαίωμα, να φορά μεγαλοπρέπως το επανωκαλύμμαυχό του, να ντύνεται ωραία, ολόλαμπρα άμφια, και να δίνει εδώ κι εκεί διαταγές ως γενικός αρχιερατικός επίτροπος, αυτός ντυνόταν τα πλέον ευτελή ράσα, δεν μετείχε στο συλλείτουργο, αλλά γύριζε σαν ο τελευταίος καλόγερος μιας Μονής, στο προαύλιο του Ναού, κοντά στην ιερή Εξέδρα, διακονώντας δεξιά και αριστερά στα της πανηγύρεως. Κουβαλούσε κεριά και έκανε άλλα διάφορα ταπεινά τέτοια. Χώρια μάλιστα που, γενικά, όταν διακονούσε, δίσταζε να πει ακόμη και σε πνευματικό του τέκνο, «κάνε αυτό ή το άλλο», παριστάνοντας καμία φορά μάλιστα ότι δεν καλογνωρίζει τους μαθητές του, γιατί δεν ήθελε να ζορίσει κανέναν. Αν ωστόσο κάποιος προσερχόταν αυτοβούλως και του έλεγε ρητά, «δώστε μου, πάτερ, κάτι να κάνω», του ανέθετε τότε κάποια εργασία.

Όταν τελούσε τα άγια Μυστήρια, φαινόταν όλο το μέγεθος της διάκρισης και της υπομονής του π. Ιγνατίου. Μια φορά, πολύ παλιά, ο Γέροντας είχε πάει σε ένα χωριό να λειτουργήσει, κι έτυχε κι εγώ να βρίσκομαι στην λειτουργία. Ξαφνικά, κι ενώ κήρυττε, κάπου προς το τέλος της ακολουθίας, μια γριά τόλμησε να πάει στην Ωραία Πύλη, να τον διακόψει, και να του πει «συντόμεψε, έχουμε και μνημόσυνο». Αν ήταν άλλος κληρικός, η γυναίκα αυτή θα επιπλήττονταν αυστηρά, και δικαίως. Αυτός όμως έτεινε καταφατικά την κεφαλή, είπε «εντάξει», αλλά συνέχισε κανονικά το κήρυγμα για να ενημερωθεί ο λαός (δεκαετίες ολόκληρες μετά τον ρώτησα γιατί τότε δεν αντέδρασε, και μου είπε με συμπάθεια για το ποίμνιο και απάθεια δική του έναντι του εγωισμού: «δεν ήξερε ο κόσμος».  Είχε βαθιά αίσθηση ότι ο κόσμος αγνοούσε τα πάντα). Κάποιοι άλλοι τελικά έκαναν παρατήρηση σε αυτήν την γυναίκα. Ο Γέροντας επίσης στα χωριά είχε να αντιπαλέψει και τον μεγάλο εχθρό της αμάθειας. Κάποια στιγμή θυμάμαι, σε ένα διπλανό χωριό, ενώ έκανε κήρυγμα,  κάτι γεροντάκια, που δεν έλειπαν μάλιστα ποτέ από την εκκλησία, φαινομενικά ευσεβέστατα, αντιδρούσαν σε αυτά που ο Γέροντας κήρυττε. Συγκεκριμένα, ο πατήρ Ιγνάτιος έλεγε ότι μια μέρα ο Θεός, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, θα συνάξει όλες τις φυλές της γης σ’ έναν τόπο, και θα κρίνει την ανθρωπότητα κ.λπ. Μόλις ο Γέροντας ανέφερε ότι «θα συναχτούν όλα τα έθνη σε έναν τόπο», τα γεροντάκια γέλασαν και είπαν ότι όλα αυτά είναι «παραμύθια», και ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, ότι ο Θεός αδυνατεί να τους συνάξει όλους και άλλα παρόμοια. Δυστυχώς ο Γέροντας τα καταλάβαινε όλα αυτά, τις φωνασκίες και τις αμφισβητήσεις ορισμένων, αλλά έκανε μεγάλη υπομονή, και παρίστανε ότι δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε. Ευτυχώς όμως, τα χρόνια πέρασαν, συνειδητά ή ασυνείδητα μάθαμε απ’ αυτόν πολλά, και τουλάχιστον τέτοιου είδους αφελείς απορίες φαίνεται να εξέλιπαν.

Το φοβερότερο, ιερότερο πράγμα στην γη, είναι ότι ο Κύριός μας γίνεται Ευχαριστιακός άρτος και οίνος. Ο π. Ιγνάτιος ευλαβούνταν πάρα πολύ τα άγια μυστήρια. Μια φορά, λοιπόν, σε μια λειτουργία Δεκαπενταυγούστου, ένας ιερέας, δίχως ευλάβεια, δυστυχώς, κοινωνούσε τόσο γρήγορα τον κόσμο, ώστε η θεία Κοινωνία χυνόταν από δω και από εκεί. Αρκετή χύθηκε μάλιστα στην μπλούζα μιας διπλανής κύριας. Αυτό το φρικτό πράγμα μια φορά στη ζωή μου το έχω δει. Λοιπόν, πήγα αργότερα στον Γέροντα και του είπα τι είχε συμβεί. Μου είπε ότι αν το γεγονός συνέβη τελευταία, πρέπει να ειδοποιήσω την συγκεκριμένη κυρία να κάψει οπωσδήποτε την μπλούζα, και να πετάξει την  στάχτη την θάλασσα. Δεν κάνει να ξαναφορεθεί. Δυστυχώς όμως, είχε περάσει κάποιος καιρός, οπότε θα την είχε πλύνει.

Συναφές με αυτό, είναι ότι ο Γέροντας επιθυμούσε οι πιστοί να κοινωνούν μόνο κατόπιν εξομολογήσεως. Πριν κοινωνήσει τον κόσμο, ενημέρωνε πάντα για αυτό το ζήτημα και έλεγε αρκετά. Ανέφερε μάλιστα στο εκκλησίασμα ότι όσοι κοινωνούν δίχως εξομολόγηση, όπως λέγει ο Απ. Παύλος, συχνά «κοιμώνται», δηλαδή πεθαίνουν. Και  πρόσθετε ότι πρέπει να εξομολογείται κανείς και τις μικρές του αμαρτίες, γιατί ο Χριστός δεν πρέπει να μπαίνει στα σκουπίδια, έστω και αν αυτά είναι μικρά.

Τελειώνω, αναφέροντας στο σημείο αυτό, ότι ο  πατήρ Ιγνάτιος, τόσα χρόνια εργαζόμενος στην Επαρχία Ιστιαίας, δεν δημιούργησε ποτέ το παραμικρό σκάνδαλο. Και αυτό λόγω της διάκρισής του. Συγκεκριμένα, όπως μου εξήγησε κάποιος γνωστός μου κληρικός, ο Γέροντας, αν χρειαστεί να κάνει κάποιο σημαντικό έργο, που χρειάζεται και τη συγκατάθεση τρίτων, δεν φέρνει ποτέ τους άλλους προ τετελεσμένων γεγονότων. Ειδικά σήμερα, στον αιώνα της αποστασίας και του πολέμου κατά της Εκκλησίας, αν δεν είχε τέτοια διάκριση, είναι βέβαιο ότι πολλοί θα έβριζαν την Εκκλησία, δήθεν γιατί δρα εξουσιαστικά και επεμβαίνει ανεξέλεγκτα οπουδήποτε. Και έτσι, από φόβο να μην αμαρτάνουν οι άνθρωποι εξαιτίας κάποιας βεβιασμένης του κίνησης, χωρίς βέβαια κολακείες, ζητά ευγενώς την άδεια ακόμη και για τα αυτονόητα. Και αυτό δεν πρέπει να το θεωρήσει κανείς ως δειλία, ότι δήθεν φοβάται να συγκρουστεί, γιατί αν χρειαστεί δίνει και την ζωή του για το αγαθό. Θεωρεί ότι ο Ιερέας πρέπει, κατά βάθος, όπως λέγει και το τροπάριο, να ενεργεί ως «υετός επί πόκον», δηλαδή σαν ψιλή βροχούλα που πέφτει πάνω σε βαμβάκι, τόσο ταπεινά, απλά και ήσυχα.

 

 

 

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ