Παναγία η Μητέρα του Φωτός. Θεολογική και Εικονογραφική Ερμηνεία

21 Νοεμβρίου 2023

Η θεολογική μαρτυρία ότι «ου των ανθρώπων εφεύρεσις, η των εικόνων ποίησις αλλά της καθολικής Εκκλησίας έγκριτος θεσμοθεσία και παράδοσις», αναμφιβόλως μεταφέρει την βαθειά πνευματική και διαχρονική εκκλησιαστική εμπειρία ότι η αγιογραφία δεν είναι η απλή τέχνη ενός κάποιου ανθρώπινου ποιείν, ούτε απλώς ένας ακόμη τρόπος της κηρυγματικής διδασκαλιας της Εκκλησίας, αλλά συντελείται ακριβώς ως η κατ’ εξοχήν αποκαλυπτική «ιερή τέχνη» του θεανθρώπινου ποιείν.

Άλλωστε, αυτός ο θρίαμβος των εικόνων, εορταζόμενος ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας και ολοκλήρωση της χριστολογικής θεολογίας της Εκκλησίας του Χριστού, ευρίσκεται στο κέντρο της επεκτάσεως και της μεταβάσεως της διακονίας της εν Πνεύματι Αγίω θεολογίας, από το αρχαίο και προβληματικό εκείνο «οπτικό» της πλατωνικής και νεοπλατωνικής «θεωρίας» και από το παλαιό και περίκλειστο «ακουστικό» του «άκουε Ισραήλ» της Παλαιάς διαθήκης, στο καινούριο πλέον θεανθρώπινο και μοναδικό Μυστήριο της Σαρκώσεως του Θεού, της θεώσεως του ανθρώπου και της αναπλάσεως του παντός Κόσμου.

Συνεπώς, ο θρίαμβος των εικόνων και της θεοφαντορικής και λειτουργικής εικονογραφικής τέχνης, ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, στην οδό της εν Πνεύματι διακονίας της θεολογίας, εισέρχονται πλέον στο ανοικτό και νέο οπτικό της Καινής Διαθήκης του Ευαγγελίου του Χριστού, το οποίο είναι ακριβώς Μυστήριο θεοπτικό και συσσωματοποιητικό, ενεργούμενο με τον ησυχαστικό θεοκοινωνητικό τρόπο του «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς συ Πάτερ, εν εμοί Καγώ εν Σοι, ίνα πάντες εν ώσιν», με τον ευχαριστιακό θεοκοινωνητικό τρόπο του «λάβετε φάγετε» και του «πίετε εξ αυτού πάντες» όπως και με τον ιεραποστολικό αλλά και εσχατολογικό θεοκοινωνητικό τρόπο του «λάβετε Πνεύμα Άγιον», τουτέστιν Αυτόν ακριβώς τον Παράκλητο, ο Οποίος επιδημώντας στο πλήρωμα του σωτηρίου της Εκκλησίας του Θεού, μας οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» και μας αναγγέλει πάντα «τα ερχόμενα».

Επομένως, εφόσον αυτήν ακριβώς την κομβική θέση επιφυλάσσει η Εκκλησία για το ορδόδοξο εικονουργείν, εντός της ορδόδοξης θεολογίας,όπως ακριβώς και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης διατυπώνει «θείον τι χρήμα (πράγμα) υπάρχει το της εικονουργίας είδος», καθίσταται φανερό ότι «η των εικόνων ποίησις», όταν λειτουργεί, όχι απλώς ως δρόμος καλλιτεχνικός η αντιγραφικός η ακαδημαικός, αλλά ως εν Πνεύματι Αγίω καλλιέργεια και προσευχή, όχι μόνο δύναται να εικονίζει το του «εν σαρκί παραγενομένου αοράτου» Θεού και «το του οραθέντος ομοίωμα», αναφέροντας οπτικώς και τους αγιαζομένους και πνευματοφόρους αδελφούς μας, αλλά κυρίως δύναται να συνδιακονεί εκκλησιο-προσωπικώς στην μεγάλη, πολλαπλή και ενιαία Λειτουργία της προσευχόμενης εκκλησίας του Χριστού, της ιδρυμένης μέσα στο ενοτριαδικό Έργο της Θείας Οικονομίας.

Μέσα στο Παμμυστήριο της θείας Οικονομίας, όπως ακριβώς και η σύμπασα Εκκλησία, η θεολογία της εκκλησιαστικής εικονουργίας ιχνογραφεί και εορτάζει το Μυστήριο της των πάντων συνάξεως μέσα στη δόξα της αδιάδοχης Κυριακής ημέρας του Θεού. Και έτσι, όλη η εικονουργική λειτουργία, σε όλες τις διαστάσεις της, στην κατασκευαστική-καλλιτεχνική, στην ποιητική-εικονογραφική και στην λειτουργική-λατρευτική-προσκυνηματική της διάσταση, εδραιώνεται επάνω στο θεμέλιο της σταυροαναστάσιμης δόξας της Σαρκώσεως του Ιησού Χριστού, και υψώνεται έως την υπερουράνια δόξα της των πάντων κοινωνίας και συνάξεως εν τω Ενοτριαδικώ Θεώ, και κατ΄επέκτασιν έως την υποστατική κατά χάριν θεο-ομοίωση πάντων των θεουμένων. Εξάλλου και αυτή η ίδια η Εκκλησία, καθώς και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεολογεί, της «μίας ημέρας», τουτέστιν της Κυριακής, ακριβώς «εκείνας τας συνάξεις εικονίζει διηνεκώς η του Χριστού Εκκλησία».

Συνακολούθως επίσης, και πέραν των καταργουμένων μωρών ζητήσεων και της απολυμένης και μωρανθείσας σοφίας των σοφών του αιώνος τούτου, εάν η «του ελεούντος Θεού» άνωθεν δωρεά της εμπειρίας του ακτίστου φωτός, εμπειρία θεοπτική η οποία δίδεται κυρίως σε κατάσταση προσευχής στους ταπεινούς θεοαγαπημένους, ως μια οντοποιία-οντολογία θεανθρώπινου έρωτος, ενίοτε πέραν ακόμη και της προσευχής, εάν αυτή λοιπόν η υποστατική δωρεά αποτελεί, μέσα στην Χριστού Εκκλησία, το αναγκαίο θεμέλιο κάθε αληθινής ορθόδοξης εκκλησιαστικής διακονίας και το πολύτιμο κεφάλαιο παντός αληθινού διακόνου και φορέως του χαρίσματος της θεολογίας, είτε με λέξεις είτε με χρώματα, είτε με άλλα υλικά, τότε ακριβώς, η Παναγία, ως χριστοειδής Θεοτόκος και Μητέρα του Φωτός, κατοικεί και διαμένει στην Πηγή της θεολογίας, και επιπλέον εμπεριέχει και τίκτει αυτήν την Ζώσα Πηγή της όντως θεολογίας, τουτέστιν Αυτόν τον Σαρκωθέντα Θεό και Λόγο του Θεού Πατρός και Ενανθρωπήσαντα Ιησού Χριστό.

Υπό την θεώρηση αυτή λοιπόν, η Υπεραγία Θεοτόκος στο έργο ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, αποδίδεται προσευχόμενη, μέσα από τον εικονογραφικό τύπο της «Δεήσεως», όχι μόνο κατά την κλίση της κεφαλής και την στροφή του σώματός της, αλλά κυρίως κατά την οντολογική κατάσταση της εν ταπεινώσει Θεομήτορος και κατά την λειτουργική και ησυχαστική διάθεση της νοεράς της προσευχής, η οποία μέσα στην νηπτική θεομητορική της καρδιά, επιτελώντας εκστατικές καταβάσεις και αναβάσεις, βαστάζει την πρεσβεία υπέρ του όλου ανθρωπίνου γένους.

Αναμφίβολα τώρα, η μορφή της Παναγίας στο έργο αυτό, ενσωματώνει εξαίσιες πνευματικές εικονογραφικές μνήμες από την αντίστοιχη εμβληματική μορφή της Παναγίας, στην περίφημη παράσταση της «Δεήσεως» του Ναού της Αγια-Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη.

Ιδού λοιπόν, καλούμενη μέσα από την εικόνα αυτή, η Παναγία εδώ, μας επισκέπτεται επισκιασμένη από έναν γνόφο μυστικό και λαμπρόφωτο, με ένα βλέμμα προσευχόμενης και μειλίχιας χαρμολύπης, με παρειές παρθενικές ενός κάλλους εδεμικού και με χείλη ως εύοσμα ρόδα μιάς έλλογης, ιερής και ευφρόσυνης σιωπής. Η Μητέρα του Ιησού Χριστού και Θεού ημών παρουσιάζεται μπροστά μας με ένα ύφος ολικής ψυχοσωματοπνευματικής παραδόσεως στη θεία Παναγάπη, διαβαίνουσα επέκεινα ακόμη και της προσευχής. Σεμνή και όντως Κεχαριτωμένη, παραγίνεται εδώ με μιάκλίση της κεφαλής,ως μαρτυρία της προσωπικής της ησυχαστικής εσωστρέφειας, με ολόκληρο το πρόσωπο της ανθισμένο μέσα σε μια πνευματική οικουμενικότητα θεανθρώπινης και πανανθρώπινης εορτής, και με τον χριστοεαυτό της κραταίωμα ενός νού αυτοκινούμενου από υπερκόσμια θεία Ζωή.

Έμπλεως αυτής της ζωής και της δόξας της θεότητος, και η σάρκα του προσώπου της Παναγίας μας, στην συγκεκριμένη αυτή εικόνα, χτίζεται εδώ εικαστικώς, με τον παραδοσιακό βαθμιδωτό τρόπο των φωτισμάτων, αλλά και μέσα από ένα ιδιαίτερο μυστικό θρόισμα του εικονογραφικού φωτός, αισθητοποιώντας τον θεοφυή λόγο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στην Ομιλία εις την Μεταμόρφωσιν, «η της θεότητος δόξα και δόξα του σώματος λέγεται».

Και ο μοναδικός αυτός θρούς του εικονογραφικού φωτός, το οποίο σημειολογεί το ουράνιο άκτιστο φως της θείας Ζωής και Αγάπης, απηχεί ακριβώς τις θαυμαστές διδαχές του αγ. Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, ο οποίος, κατά τις προσωπικές μας συναντήσεις, με το λόγο του και μέσα από μια προσωπική του οπτικοκινητική παράσταση και γλώσσα νευμάτων, μου εδίδαξε, μέσα στο δάσος του Ωρωπού, όσο χωρούσα, τις στάσεις του προσευχόμενου σώματος της Κυρίας Θεοτόκου, και το νόημα αυτών των προσευχητικών σωματικών κινήσεων της Μητέρας του Θεού προς τον Υιόν Της. Και με το θαυμαστό προσωπικό του ενεργό παράδειγμα, με αλλοτινή αφορμή μια δική μου εικόνα του Στάρετς Αμβροσίου, μου εφανέρωσε εν καιρώ, μέσα στην κατάπληξη της προσωπικής μου ευτέλειας, το ελλαμπόμενο εκείνο σώμα των αγίων, το καταυγαζόμενο από το άκτιστο φως της θείας Χάριτος.

Έτσι ακριβώς, το άκτιστο φως στην εικόνα μας αυτή, δεν είναι μόνο ένα σύμβολο που σχηματίζει το λευκοφαές αγιογραφικό φωτοστέφανο. Αλλά όπως συμβαίνει οντολογικώς με το άκτιστο φως στα αληθινά σώματα των αγίων, έτσι το εικονογραφικό φως συμβάλλεται επάνω και μέσα στην ζωγραφισμένη σάρκα της Παναγίας. Τουτέστιν το άκτιστο φως εδώ, στην εικονογραφική του εκδοχή, χύνεται επάνω στης Παναγίας το πρόσωπο και από εκεί αναβλύζει έσωθεν ως από υποστατική πηγή, και ενεργεί και ακτινοβολεί, ως μια καθαρή ανάσα θεανθρώπινων λόγων, οι οποίοι ενσωματώνουν την ουράνια γαλήνη και την άκτιστη ενέργεια και χάρη του ενδημούντος Παναγίου Πνεύματος, μέσα σε όλη την χριστοειδή υπόσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κεχαριτωμένης και δοξασμένης ολικώς και παντού, στο νού και στην καρδιά, στην ψυχή και στο σώμα και στα ενδύματα.

Ο τρόπος λοιπόν της λειτουργικής παρασκευής, της επιτέλεσης και της όλης ποίησης, ως προσευχής, της εικόνας ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, μέσα από τις διαδικασίες των χρωματικών τόνων και των ζωγραφικών μονάδων, μιμείται τον τρόπο που το Άκτιστο Φως συγκροτεί τα καταγλαισμένα σώματα των αγίων μας. Και αναθυμάται, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός αυτός τρόπος, εκείνες τις προσωπικές μου εμπειρίες του δοξασμού των προσώπων των αγ. Παισίου και Πορφυρίου, όπου το ουράνιο άκτιστο Φως φαινόταν να συγκροτεί, με τρόπο «καινό» αλλά και εκκλησιοπροσωπικό, τα κύτταρα του σώματος των αγίων, επαναλαμβάνοντας, κατά το διδόμενο μέτρο, τα ιερά γεγονότα της Μεταμορφώσεως του Χριστού στο όρος Θαβώρ.

Βεβαίως, η εικονολογική ανάπτυξη και η θεολογική μαρτυρία, περί το Μυστήριο της Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ως Μητέρας του Φωτός, αναφέρεται κατ’ αρχάς προς το θεμελιώδες θέμα ότι ο Θεός Λόγος «ην το φως των ανθρώπων» και «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Και ανατρέχει κατόπιν στο λόγο του Σαρκωθέντος Θεού Λόγου, καθώς ο Ιησούς Χριστός ευαγγελίζεται ο Ίδιος ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής». Ως εκ τούτου συνεπώς και συνοπτικώς, η Μητέρα του Ιησού Χριστού, ως Υπεραγία Θεοτόκος και Μητέρα του Θεού, πάντοτε θεολογείται, εικονίζεται και δοξάζεται ως «Μητέρα του Φωτός».

Εν τούτοις στην εικόνα μας εδώ, αυτός ο ίδιος ο τρόπος του αγιογραφικού εξεικονισμού και της συγκροτήσεως της μορφής της Παναγίας θεματοποιεί και μιμείται, μέσα στα όρια της πράξης, της θεωρίας και της λειτουργίας της ιερής εικονογραφικής τέχνης, το γεγονός του πραγματικού δοξασμού του σώματος και του προσώπου της Μητέρας του Φωτός. Συνεπώς το θεολογικώς κορυφαίο της εικόνας αυτής, είναι ότι στο εικονογραφημένο πρόσωπο της Παναγίας μας, και επομένως εκεί στον θεο-οπτικό τόπο της παρουσίας της, ο τρόπος της εικόνας ενσωματώνει αναλογικώς τον τρόπο με τον οποίο η θεία Ενέργεια και Δύναμη της ακτίστου θείας Χάριτος αγλαίζει, αναπλάθει και ανασωματοποιεί, με τρόπο καινό και θεικό, τα σώματα των αγίων, αλλά και την σύμπασα Εκκλησία.

Με τον τρόπο αυτό, αντί για τις λευκές αγιογραφικές γραμμώσεις και ψιμμυθιές, ένα λεπταίσθητο νέφος από χνούδια φωτός, ένα λεπτοπλεγμένο υφάδι από ίχνη φωτός, αισθητοποιεί την θεία Ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, το Οποίο καταλάμπει, συγκροτεί, οικοδομεί, συνενώνει, συγκρατεί και φανερώνει τον όλο θεανθρώπινο θεσμό της Εκκλησίας, και εξαιρέτως αυτό το σώμα της Αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας και Μητέρας του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Συνεπώς, η Μητέρα του Θεού, εδώ εικονίζεται ως φωτοειδής τύπος και ως υποστατικός γενέθλιος τόπος του Μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Μυστηρίου του Ιησού Χριστού.

Ως γενέθλιος όμως υποστατικός τόπος του Μυστηρίου του Χριστού, και ως υποστατικός τύπος της Εκκλησίας, πεπληρωμένος του θείου φωτός, η Υπεραγία Θεοτόκος καθίσταται έτσι, τόσο ως πρόσωπο αληθινό όσο και ως πρόσωπο εικονογραφικό, Αυτή ακριβώς η Μητέρα του Φωτός του σύμπαντος Κόσμου.

Επομένως, και ως εξ όλων αυτών, το τελικό εικονογραφικό αποτέλεσμα, ως θεολογική μαρτυρία, κορυφώνεται. Και όλη η μορφή της Παναγίας διαμορφώνεται και συντελείται ως ένα αχειροποίητο εκτύπωμα στο οποίο τελικώς οι πυκνές ζωγραφικές πινελιές αχνοδιακρίνονται αλλά και συνενώνονται, ως ένα ρεύμα λάμψεων που ήμερο και ήρεμο, φωταυγές και υδάτινο αυγάζει και ακτινοβολεί. Γι’ αυτό και η πνευματική σάρκα του αγίου προσώπου της Παναγίας, στην εικόνα αυτή, θεωρώ ότι μοιάζει πράγματι να ζει και να ανασαίνει μέσα από το ζωοποιούν Πνεύμα και να συστήνεται όντως από την θεία δύναμη, από το θείο και ζωόφωτο ακριβώς θρόισμα Αυτού του πανταχού Παρόντος Παρακλήτου και Πνεύματος της Αληθείας.

Εξάλλου, μέσα από το θεανθρώπινο ποιείν της εικόνας αυτής, αναλογίζομαι μέσα μου τον λόγο μιάς προσωπικής δείξεως που μου εμπιστεύθηκε κάποτε στο κελί του ο άγιος Παίσιος, θεωρώντας τότε μια παλαιά μου εικόνα της Δεήσεως, ότι διά μέσου αυτής της εικονογραφικής λειτουργίας, που είναι εκκλησιαστική και συνάμα προσωπική, θα αναδυθεί μια «νέα σχολή» που «θα βοηθήσει» την θεολογία της Εκκλησίας.

Με την ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ θα μπορούσε νομίζω, σε κάποιο έστω ελάχιστο μέτρο, να ευφρανθεί ο πόθος του μεγάλου αγιορείτου αγίου των ημερών μας, για μια ακριβώς αγιογραφία δοξολογική.

Στον ορίζοντα αυτής της σχολής, με μια παλαιονέα εικονογραφική και περισσότερο θεοφαντορική γλώσσα, ο δοξασμός των σωμάτων των αγίων δεν θα εικονίζεται ως εικονογραφικό θέμα, όπως αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην εικόνα φερειπείν της Μεταμορφώσεως, η της Αναστάσεως, αλλά ως συνεχής αγιογραφική πράξη οικοδομήσεως της κάθε μιάς μορφής σε όλες τις εκκλησιαστικές εικόνες, πράξη η οποία έτσι θα μπορεί να επιτελείται ως πραγματική λειτουργία θεανθρώπινης ησυχαστικής προσευχής και θεανθρώπινης δοξολογίας. Υπό την θεώρηση αυτή, μέσα στα όρια της αναγωγικής ζωγραφικής διαπόρευσης, σταδιακώς, από τους αρχικούς εικονογραφικούς προπλασμούς, και ολοένα προς τα αρχικά και τα τελικά φωτίσματα, η όλη εικονογραφική πράξη και λειτουργία, ακριβώς εδώ είναι δυνατόν να ανακαινιστεί. Διότι η σχολή αυτή, θα μπορούσε να έχει, ως εμπειρικό θεμέλιό της, την εικονογραφική ενσωμάτωση, εν ησυχαστική και νηπτική προσευχή, του πνευματικού τρόπου με τον οποίο τα αληθινά σώματα και πρόσωπα των αγίων δοξάζονται και γίνονται αυτά τα ίδια πηγές του φωτός του ακτίστου και ανεσπέρου. Γίνονται τότε τα αληθινά πρόσωπα των αγίων αδελφών μας θαυμαστοί ήλιοι ζωοποιού αγάπης, ακριβώς «καθώς» είναι και γίνεται ο όντως και Μόνος και Μέγας Ήλιος της Δικαιοσύνης, Αυτός ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Αυτή η παλαιονέα σχολή της ησυχαστικής και δοξολογικής εικονογραφίας θα έχει ως κέντρο και προσανατολισμό της όλης λειτουργίας της, εκείνο το αυτόφως της ενοτριαδικής και θείας και τελείας Φύσης, ως αυτό ακριβώς το ζωοποιούν φως του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού, ως το Κυριακό και απερινόητο Ηλιοπρόσωπο, Αυτό των θείων ερώτων πάντων το άκρον εφετόν.

Περαιτέρω τώρα, και επιστρέφοντας στην ενατένιση της εικόνας μας, το ουράνιο μενεξεδί ένδυμα της δεόμενης Παναγίας μας, συνενώνοντας το φωτεινό κόκκινο της κτιστής ανθρώπινης σάρκας και το ολόφωτο μπλε της άκτιστης Θεότητας, μαρτυρεί επίσης πολλά, ακριβώς περί Αυτό το άρρητο Μυστήριο της θεανθρωπείας, το οποίο κατ’ εξοχήν η Μητέρα του Θεού υποστατικώς υπηρέτησε, ως ολικώς παραδιδόμενη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, διαμένουσα στην ευδοκία του θελήματος και στο ρήμα της αιώνιας ζωής του ενοτριαδικού Θεού, ως εν Πνεύματι Αγίω προσευχόμενη και ως χριστοειδώς συλλειτουργούμενη και συλλειτουργούσα Μητέρα του Φωτός.

Συνοπτικώς λοιπόν, η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, ενσωματώνει σε όλο το πλήρωμά του το ιερό Μυστήριο της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης. Η ευφραντική παρουσία της μεταβάλει την πρωταρχική εκ του μη όντος διάβαση της κτίσεως, σε καινό και καλό λίαν Κήπο του θείου θελήματος, Κήπο καλλιεργούμενο μέσα από την αγιαστική και θεοποιό και ανακαινιστική και θεογονική άκτιστη ενέργεια της θείας Χάριτος, έως την τελική προαγωγή του Κήπου αυτού της Εκκλησίας και την εσχατολογική και πληρωματική του μεταμόρφωση σε Κοινή Βασιλεία του Θεού, των ανθρώπων και του σύμπαντος Κόσμου. Άλλωστε, θεοπρεπώς ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υμνεί την διά της Θεοτόκου εκ του Ιησού Χριστού εκπηγάσασα ευεργεσία προς τη σύμπασα κτίση. «Πάσα η κτίσις ευωχείσθω και υμνείτω της ιεράς το ιερώτατον λοχείον. Έτεκε γαρ το θησαυρών αγαθών αναφαίρετον. Δι΄αυτής γαρ ο κτίστης πάσαν φύσιν προς το κρείττον μετεστοιχείωσε διά μέσης ανθρωπότητος».

Επιπλέον όμως, η Θεόπαις Κόρη, «η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα», και «η μετά Θεόν θεός», αποκαλύπτει και εμφαίνει μυστικώς, στην παναγία υπόσταση και ζωή της, ότι το απόρρητο θείο τίποτα του Μυστηρίου της ταπεινώσεως του Σαρκωθέντος Θεού, όχι μόνο ανταποκρίνεται στο Μυστήριο του ζωοποιού θανάτου των θεωθέντων αγίων και «Χριστού συμφύτων», αλλά ότι αυτό το απόρρητο Μυστήριο της του Θεού ταπεινώσεως υψώνεται, ως ένα τίποτα-παν-όλον, στον Υπερουρανό εκείνου «του προεπινοουμένου τέλους» της θείας Αγαθότητας, η οποία, ως θεία Παναγάπη, ανακαινίζει τα σύμπαντα και θεοποιεί τον καθένα άνθρωπο και τον παγγενή Αδάμ.

Η Μητέρα του Φωτός, θεομακαρίως μετέχουσα και ολοκαρδίως κατανοούσα αυτό «το ύψος της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου», κατά την διατύπωση του 82ου κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, είναι μαζί μας, καθώς πάντοτε συνοδεύει το ερχόμενο προς ημάς φως, το οποίο, ως εξ αυτής τεχθείς Θεός και Υιός Θεού και παιδίον νέον, μας μεταμορφώνει σε κατά Χάριν μητέρες και αδελφούς του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. «Ουδέποτε είδον εικόνας αγίων και γραφάς και άνευ δακρύων παρήλθον εκείθεν», μαρτυρεί έμπλεως θείου πόθου ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Εδώ, στη γη αυτή, η ζωή και ο θάνατος ακαταπαύστως υφαίνουν το πάντοτε ατελείωτο πηνελόπειο υφαντό του κτιστού, όπου σης και βρώσις το αφανίζει. Όμως καταμεσής στο βαθύτατο αίνιγμα της Δημιουργίας, ανάμεσα στην πρώτη κοσμογονική ποίηση της πρώτης Γενέσεως, και στην δεύτερη Γένεση της προσδοκώμενης Ανακαινίσεως και συνάξεως των πάντων εν Χριστώ τω Θεώ, η Υπεραγία Θεοτόκος, ως Εκκλησία του Θεού και Βασιλεύουσα Μητέρα του Φωτός, υφαίνει αδιαλείπτως με το στημόνι του Ενανθρωπήσαντος Λόγου και με το υφάδι του Επιδημούντος Παρακλήτου, αυτόν τον ενεργούμενο ήδη αλλά και τετελειωμένο και συνάμα επερχόμενο Βίο και Πολιτισμό της Σταυροαναστάσεως και της Μεταμορφώσεως, για τον οποίο και «ο εν τοις ουρανοίς Πατήρ ημών» και Θεός, έως άρτι εργάζεται.

Η όλη πλην αμαρτίας προσληφθείσα, θεραπευθείσα, αγιασθείσα και μεταμορφωθείσα ανθρώπινη φύση, μέσα στην ομόθεο Σάρκα του εκ Πνεύματος Αγίου και Παρθένου της Μαρίας Σαρκωθέντος και Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, ως θεανθρώπινο Φύραμα, κοινωνείται αδιαλείπτως από τα παιδιά του Θεού στην επίγεια Εκκλησία Του και διαρκώς πληρούται και τελειοποιείται. Στην θριαμβεύουσα όμως εν ουρανοίς Εκκλησία, Αυτό το Θεανθρώπινο Φύραμα της Κτίσης της Καινής, τετελειωμένο υποστατικώς ως Σώμα Θεού, κάθεται ήδη διά του αναληφθέντος Ιησού Χριστού, υπεριδρυμένο εν δεξιά του Θεού και Πατρός.

Τα κύματα της αγιαστικής και ανακαινιστικής και θεοποιού Χάριτος διαβαίνοντας μέσα από την Μητέρα του Θεού, εκπηγάζοντας από τη θεανθρώπινη Πηγή του Χριστού, διαπορθμεύονται και εξακτινώνονται και διαποτίζουν το πλήρωμα της Εκκλησίας όλων των πρωτοτόκων της Κτίσεως της Καινής, ζωοποιώντας τα κύτταρα όλων των αγιαζομένων. Και τα λαμπρά κύματα της Χάριτος, προάγοντας την εν Χριστώ τέλεια ενηλικίωση της Εκκλησίας, αναγγέλλουν την άπειρη έλευση εκείνης της Μίας Ημέρας της Κυριακής, την οποία και η δική μου καρδιά ολοένα και περισσότερο, ολοένα και βαθύτερα επιθυμεί και ποθεί και προσμένει.

Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του εν Τριάδι Θεού, ο Οποίος στην άπειρη Αγαθότητά Του, θέλει και αγαπά και ευδοκεί να ποιήσει «εις τέλος», κατά Χάριν θεούς και υιούς του Θεού του Υψίστου, πάντας ημάς.
Αληθώς και αδιαλείπτως και τρανώς, την Θεοτόκον και Μητέραν του Φωτός, εν ύμνοις και εικόσιν τιμώντες, έτι και έτι και έτι μεγαλύνομεν.