Υψηλός ο ρόλος του Επισκόπου για την εξαγγελία του Ευαγγελίου στη σύγχρονη κοινωνία: Επικοινωνιακοί προβληματισμοί

2 Δεκεμβρίου 2023

Υψηλός ο ρόλος του  Επισκόπου για την εξαγγελία του Ευαγγελίου στη

 σύγχρονη κοινωνία. Επικοινωνιακοί προβληματισμοί.[1]

Η υμνολογία της Πεντηκοστής και οι χριστοκεντρικές ευχές που περιλαμβάνονται στα διάφορα στάδια της χειροτονίας του Επισκόπου[2] καταδεικνύουν τον υψηλό ρόλο του για τη μεταφορά του ευαγγελίου στον κόσμο, την πνευματική οικοδομή των πιστών και τη διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης. Κατά την τελετή του μεγάλου μηνύματος το τροπάριο, το κοντάκιο, η εκτενής και η απόλυση της εορτής της Πεντηκοστής έχουν βαρύνουσα σημασία. Ο Επίσκοπος εκλέχτηκε, για  να επιτελέσει «τὸ  μέγα καὶ ἱερὸν ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης» εις τύπον και τόπον Χριστού του μόνου μεγάλου Αρχιερέως της Εκκλησίας και με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να συνεχίσει το έργο των Αποστόλων για τον ευαγγελισμό του κόσμου, κατά την εντολή του Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε…» (Μτ. 28:29).

Στην Ομολογία της πίστεως ο εψηφισμένος Επίσκοπος κρατώντας το ευαγγελιστάριο ομολογεί πίστη στο Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, στη χριστολογική και τριαδολογική διδασκαλία της Εκκλησίας και διαβεβαιώνει ότι αυτό θα είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας και του κηρύγματός του, αποδοκιμάζοντας κάθε άλλη ετεροδιδασκαλία.

       Ιδιαίτερη σημασία για την αποστολή του Επισκόπου έχει o χρόνος που τελείται η χειροτονία του. Στην αρχή της θείας Λειτουργίας, πριν από τα αναγνώσματα,[3] ώστε ο νέος Αρχιερέας στη συνέχεια να προΐσταται της Θείας Λειτουργίας και να κηρύξει «ἀντεχόμενος τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» κατά τήν προτροπή του Απ. Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο (1:7-8).

Το ευαγγέλιο στη λειτουργική πράξη συμβολίζει τον Χριστό παρόντα και ενεργούντα. Στη χειροτονία του Επισκόπου πάνω στην κεφαλή του τον συνδέει με την αρχιερωσύνη του Χριστού, που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και η κεφαλή του Επισκόπου, ενώ η επίθεση των χειρών των Επισκόπων τον συνδέει με την αποστολική διαδοχή. Στην πρώτη ευχή της χειροτονίας ο χειροτονούμενος προδιαγράφεται ότι θα λειτουργήσει τα σεπτά και άχραντα μυστήρια του Κυρίου στο ιερό θυσιαστήριο, εφόσον αξιώθηκε να υπεισέλθει «εἰς τὸν εὐαγγελικὸν ζυγὸν καὶ τὴν ἀρχιερατικήν τάξιν». Η εξαγγελία του ευαγγελίου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας και η οικοδομή της ορθόδοξης πίστης συνοψίζονται μεταφορικά στη λέξη «ζυγό», η οποία προφανώς δεν παραπέμπει σε ένα  εύκολο λειτούργημα.

Στη δεύτερη ευχή τα χαρακτηριστικά του Επισκόπου καθορίζονται ακριβέστερα: επέχει τον θρόνον του Χριστού, για να του αναφέρει θυσία και προσφορά υπέρ παντός του λαού και ως οικονόμος της αρχιερατικής χάριτος γίνεται μιμητής του αληθινού Ποιμένος, για να καταρτίσει τις ψυχές που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Ο καταρτισμός ισοδυναμεί με «ἄθληση ὑπέρ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου», η οποία αναλύεται ως «ὁδηγία τῶν τυφλῶν», «φῶς τῶν ἐν σκότει, «παιδεία τῶν ἀφρόνων», «διδαχὴ τῶν νηπίων», «φωτισμὸς τοῦ κόσμου». Το τέλος του αθλήματος είναι να παραστῇ στο βήμα τοῦ Ἰησοῦ «ἀκαταισχύντως καὶ τὸν μέγαν μισθόν λάβῃ, ὅν ἡτοίμασε ὑπέρ τοῖς ἀθλήσασι ὑπὲρ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου του», κατά τη σαφή υπόσχεση του Κυρίου: «ὅς δ᾿ ἄν ποιήσῃ καί διδάξη, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ 5:19).

Οι κανόνες της Εκκλησίας υπογραμμίζοντας τη σημασία αυτής της αποστολής των Επισκόπων, ομοίως και των πρεσβυτέρων, προβλέπουν αυστηρότατα επιτίμια σε περίπτωση ακραίας ραθυμίας ή και αμέλειας, όπως ο 58ος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ κλήρου ἤ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς τὴν εὐσέβειαν ἀφοριζέσθω, ἐπιμένων δέ τῇ ἀμελείᾳ καί ῥαθυμία, καθαιρείσθω».

Ο 19ος της Πενθέκτης, ο οποίος συνοψίζει τη μαρτυρία του Ιουστίνου του φιλοσόφου για τις λατρευτικές συνάξεις των Χριστιανών στους μεταποστολικούς χρόνους,[4] προσδιορίζει το χρέος των Επισκόπων να κηρύττουν πάντοτε και ιδιαιτέρως την Κυριακή, τη βιβλική τεκμηρίωση της διδασκαλίας του και τους αποδέκτες που είναι ο κλήρος και ο λαός. «Ὅτι δεῖ τούς τῶν Ἐκκλησιῶν προεστῶτας ἐν πάσῃ μέν ἡμέρᾳ ἐξαιρέτως δέ ἐν ταῖς κυριακαῖς πάντα τόν κλῆρον καί τόν λαόν ἐκδιδασκειν τούς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας γραφής».

      Στον 2ο κανόνα της 7ης Οικουμενικής Συνόδου  ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία μεθοδολογική ομιλητική παραίνεση   προς τον μέλλοντα Επίσκοπο. Ξεκινά από τη διαπίστωση ότι «ψάλλοντες συντασσόμεθα τῷ Θεῷ» και ότι το Ψαλτήριο είναι οικείο στον κλήρο και στον λαό.[5] Ως εκ τούτου ο Επίσκοπος οφείλει οπωσδήποτε να γνωρίζει το περιεχόμενό του και να αρχίζει τη διδασκαλία του από αυτό. Στη συνέχεια οφείλει να διδάσκει «τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν τῆν τῶν Γραφῶν θείαν ἐπιστήμην», διότι η αληθής κατανόησή τους και η εφαρμογή τους αποτελούν την ουσία και τη σύσταση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Αν όμως   αμφιβάλλει και δεν θέλει να ακολουθήσει, τότε να μην χειροτονηθεί, διότι ο Θεός δια Ωσηέ του προφήτου λέγει: «Σύ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοι» (εσύ τη γνώση των νόμων μου εδίωξας και εγώ θα σε αποδιώξω από το να είσαι ιερεύς) (Ὠσηέ 4.6).

Υποσημειώσεις:

[1]Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο  Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου, «Το μέγα και ιερόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα», Λευκωσία 5-7 Νοεμβρίου 2023.

[2]Βλέπε Ιώβ Getcha, Η Ακολουθία της επισκοπικής χειροτονίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, passim. www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/2014_3_3_GETCHA.pdf, passim. Προσπελάστηκε 27/10/2023

[3]«μετά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν τῶν τε ἐπιστολῶν ἡμῶν καί τῶν Πράξεων καί τῶν εὐαγγελίων ἀσπασάτω ο χειροτονηθείς τήν Ἐκκλησίαν…καί μετά τήν πρόσρησιν προσλαλησάτω τῷ λαῷ λόγους παρακλήσεως» (Ἀποστολικαί Διαταγαί VIII 5.11 SC336.15).

[4]«Καὶ τῇ ἡλίου γενομέν}η ἡμέρᾳ πάντων κατὰ πόλεις ἥ κατ’ἀγροὺς μενόντων ἐπί τὸ αὐτὸ σνέλευσις γίνεται, καὶ τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων ἤ τὰ συγγράμματα τῶν προφητῶν ἀναγιγνώσκεται , μέχρις ἐγχωρεῖ. Εἶτα παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος  ὁ προεστὼς διὼ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων τήν μίμησιν ποιεῖσθαι…» και ακολουθεί η τέλεση της θείας ευχαριστίας». (Ἀπολογία 1, 67,1-6).

[5]Το Ψαλτήρι και η Οκτώηχος αποτελούσαν τα κύρια εγχειρίδια για την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής των παιδιών της πρώιμης σχολικής ηλικίας, στους βυζαντινούς χρόνους.

(Συνεχίζεται)